σοφά λόγια

  • Αριθμοί

    Η πρώτη φυσική διάκριση των Αριθμών είναι σε μονούς και ζυγούς. Οι ζυγοί αριθμοί είναι εκείνη πού μπορούν να διαιρεθούν σε δύο ίσα μέρη, χωρίς να αφήσουν τη μονάδα σαν υπόλοιπο. Οι μονοί αριθμοί, όταν χωριστούν σε δύο ίσα μέρη, αφήνουν και μία μονάδα σαν υπόλοιπο. Όλοι οι ζυγοί αριθμοί, εκτός από τη δυάδα, το δύο, πού είναι απλώς δύο μονάδες, μπορούν να χωριστούν σε δύο ίσα μέρη καθώς και σε δύο άνισα μέρη, αλλά και στις δύο αυτές περιπτώσεις δεν παρουσιάζονται οι άρτιοι μαζί με τους περιττούς αριθμούς, ή οι περιττοί μαζί με τους άρτιους. Ο δυαδικός αριθμός δύο δεν μπορεί να χωριστεί σε δύο άνισα μέρη. Έτσι το 10 χωρίζεται σε 5 και 5, πού είναι δύο ίσα μέρη, καθώς και σε 3 και 7, πού είναι περιττοί, και σε 6 και 4, πού είναι άρτιοι αριθμοί.
    Αλλά ο μονός αριθμός χωρίζεται μόνο σε δύο άνισα μέρη και το ένα μέρος είναι ένας περιττός αριθμός και το άλλο ένας άρτιος αριθμός. Έτσι το 7 χωρίζεται σε 4 και 3, ή σε 5 και 2.
    Οι αρχαίοι παρατήρησαν επίσης ότι ή μονάδα είναι «μονός» αριθμός και ότι είναι ο πρώτος «μονός αριθμός», γιατί δεν μπορεί να διαιρεθεί σε δύο ίσους αριθμούς. Μία άλλη Ιδιομορφία πού παρατήρησαν ήταν ότι ή μονάδα, προστιθέμενη σε ένα ζυγό αριθμό τον καθιστούσε μονό, αλλά αν οι ζυγοί προσθέτονταν σε ζυγούς αριθμούς μας έδιδαν πάλι ζυγούς αριθμούς.
    Ο Αριστοτέλης στην Πυθαγορική πραγματεία του παρατηρεί ότι η μονάδα μετέχει και της φύσης του ζυγού αριθμού, γιατί όταν προστίθεται σε μονό αριθμό μας κάνει ένα ζυγό, και όταν προστίθεται σε ένα ζυγό σχηματίζεται ένας μονός αριθμός. Έτσι ονομάζεται «αρτιόμορφος μονός».
    Η Μονάδα είναι ή πρώτη Ιδέα του περιττού αριθμού. Κατά τον ίδιο τρόπο οι Πυθαγόρειοι θεωρούν το «δύο» σαν την «πρώτη Ιδέα της απροσδιόριστης δυάδας» και αποδίδουν τον αριθμό 2 σε κείνη την απροσδιόριστη, άγνωστη και απεριόριστη όψη στον κόσμο, ακριβώς όπως συσχετίζουν τη μονάδα με καθετί πού είναι καθορισμένο και κανονικό. Σημείωσαν ακόμα ότι στη σειρά των αριθμών, πού αρχίζουν από τη μονάδα, οι αριθμοί αυξάνονται κάθε φορά με την προσθήκη μίας μονάδας και έτσι ο λόγος μεταξύ τους μειώνεται. Έτσι το 2 σε σχέση με το 3 είναι 1 ± 1 στο 2, δύο και μία μονάδα, τρία δεύτερα. Το 4 σε σχέση με το 3 είναι 3 και μία μονάδα και ο λόγος είναι τέσσερα τρίτα, τα έξι πέμπτα, 6 προς 5 είναι μικρότερο από τον προηγούμενο, δηλαδή τα πέντε τέταρτα ή 5 προς 4 και το ίδιο συνεχίζεται σε όλη τη σειρά των αριθμών. Επίσης ότι στη φυσική σειρά αριθμών κάθε αριθμός είναι το μισό του αθροίσματος των αριθμών πού τον περιστοιχίζουν. Έτσι το 5 είναι το μισό του 6 συν 4. Επίσης πως το μισό του αθροίσματος του επόμενου ζευγαριού αριθμών, π.χ. το 5 είναι το μισό του 7 συν 3 κι αυτό συνεχίζεται μέχρι πού φτάνουμε στο σημείο όπου ο ένας αριθμός του ζευγαριού να είναι η μονάδα. Η ίδια η μονάδα έχει αριθμό μόνο πάνω απ’ αυτή. Έτσι ονομάζεται «πηγή κάθε πλήθους». Η φράση «αρτιόμορφος ζυγός» είναι ένας άλλος όρος που χρησιμοποιούταν στην αρχαιότητα για ένα είδος ζυγών αριθμών. Αυτά πού διαιρούνται σε δύο ίσα μέρη και κάθε ένα απ’ αυτά τα μέρη διαιρείται ομοιόμορφα και η ομοιόμορφη διαίρεση συνεχίζεται μέχρι να προκύψει η μονάδα. Ένας τέτοιος αριθμός είναι το 64. Οι αριθμοί αποτελούν μία σειρά, αρχίζοντας από τη μονάδα και σχηματίζοντας κάθε φορά ένα λόγο «δύο» μεταξύ τους, όπως 1, 2, 4, 8, 16, 32. Ο όρος «αρτιόμορφος μονός», αναφερόμενος σε ένα ζυγό αριθμό, όπως 6, 10, 14, 18, που όταν διαιρεθεί σε δύο ίσα μέρη, αυτά τα μέρη δεν μπορούν να διαιρεθούν ξανά σε ίσα μέρη. Μπορεί να σχηματιστεί μία σειρά τέτοιων αριθμών με διπλασιασμό των αριθμών μίας σειράς από μονούς αριθμούς: οι 1, 3, 3, 5, 7, 9, μας δίδουν τους 2, 6, 10, 14, 18.
    Οι μη αρτιόμορφοι ζυγοί αριθμοί μπορούν να χωριστούν σε δύο μέρη κι αυτά τα μέρη να χωριστούν ξανά εξίσου. Τέτοιοι αριθμοί είναι το 24 και το 28.
    Οι μονοί αριθμοί μπορούν να θεωρηθούν από τρεις απόψεις, ως εξής:
    «Πρώτοι και απλοί». Είναι οι αριθμοί 3, 5, 7, 11, 13, 19, 23, 29, 31, δεν μπορούν να μετρηθούν με άλλους αριθμούς εκτός της μονάδας. Δε συντίθενται από άλλους αριθμούς, αλλά σχηματίζονται μόνο από τη μονάδα.
    «Δεύτεροι και σύνθετοι»
    . Είναι στην πραγματικότητα «μονοί», αλλά περιέχουν άλλους αριθμούς και συντίθενται απ’ αυτούς. Τέτοιοι είναι οι 9, 15, 21, 25, 27, 33 και 39. Αυτοί περιέχουν μέρη πού κατονομάζονται με έναν άλλο αριθμό, εκτός από τη βασική μονάδα. Έτσι το ένα τρίτο του εννιά είναι το 3, το ένα τρίτο του 15 είναι το 5 και το ένα πέμπτο είναι το 3. Αφού περιέχει έναν άλλο αριθμό ονομάζεται δεύτερος και αφού είναι επιδεκτικός διαίρεσης ονομάζεται σύνθετος.
    Η τρίτη ομάδα μονών αριθμών είναι πιο περίπλοκη, αφού οι αριθμοί της είναι δεύτεροι και σύνθετοι, αλλά στη μεταξύ τους σχέση είναι πρώτοι και απλοί. Τέτοιοι είναι το 9 και το 25 και οι δύο διαιρούνται και ο καθένας απ’ αυτούς είναι δεύτερος και σύνθετος, αλλά δεν έχουν κοινό μέτρο. Έτσι το 3 που διαιρεί το 9, δε διαιρεί το 25.
    Οι ζυγοί αριθμοί έχουν επίσης, διακριθεί από τους αρχαίους σε Τέλειους, Ελλιπείς και Υπεράφθονους.
    Ο Θέων αναφέρει:
    ἔτι τε τῶν ἀριθμῶν οἱ μέν τινες τέλειοι λέγονται, οἱ δ' ὑπερτέλειοι, οἱ δ' ἐλλιπεῖς. καὶ τέλειοι μέν εἰσιν οἱ τοῖς αὑτῶν μέρεσιν ἴσοι, ὡς ὁ τῶν · μέρη γὰρ αὐτοῦ ἥμισυ γ, τρίτον β, ἕκτον α, ἅτινα συντιθέμενα ποιεῖ τὸν . γεννῶνται δὲ οἱ τέλειοι τοῦτον τὸν τρόπον. ἐὰν ἐκθώμεθα τοὺς ἀπὸ μονάδος διπλασίους καὶ συντιθῶμεν αὐτούς, μέχρις οὗ ἂν γένηται πρῶτος καὶ ἀσύνθετος ἀριθμός, καὶ τὸν ἐκ τῆς συνθέσεως ἐπὶ τὸν ἔσχατον τῶν συντιθεμένων πολλαπλασιάσωμεν, ὁ ἀπογεννηθεὶς ἔσται τέλειος. οἷον ἐκκείσθωσαν διπλάσιοι α β δ η ι. συνθῶμεν οὖν α καὶ β· γίνεται γ· καὶ τὸν γ ἐπὶ τὸν ὕστερον τὸν ἐκ τῆς συνθέσεως πολλαπλασιάσωμεν, τουτέστιν ἐπὶ τὸν β· γίνεται , ὅς ἐστι πρῶτος τέλειος. ἂν πάλιν τρεῖς τοὺς ἐφεξῆς διπλασίους συνθῶμεν, α καὶ β καὶ δ, ἔσται ζ· καὶ τοῦτον ἐπὶ τὸν ἔσχατον τῶν τῆς συνθέσεως πολλαπλασιάσωμεν, τὸν ζ ἐπὶ τὸν δ· ἔσται ὁ κη, ὅς ἐστι δεύτερος τέλειος· σύγκειται ἐκ τοῦ ἡμίσεος τοῦ ιδ, τετάρτου τοῦ ζ, ἑβδόμου τοῦ δ, τεσσαρακαιδεκάτου τοῦ β, εἰκοστοῦ ὀγδόου τοῦ α.
    ὑπερτέλειοι δέ εἰσιν ὧν τὰ μέρη συντεθέντα μείζονά ἐστι τῶν ὅλων, οἷον ὁ τῶν ιβ· τούτου γὰρ ἥμισύ ἐστιν , τρίτον δ, τέταρτον γ, ἕκτον β, δωδέκατον α, ἅτινα συντεθέντα γίνεται ι, ὅς ἐστι μείζων τοῦ ἐξ ἀρχῆς, τουτέστι τῶν ιβ.
    ἐλλιπεῖς δέ εἰσιν ὧν τὰ μέρη συντεθέντα ἐλάττονα τὸν ἀριθμὸν ποιεῖ τοῦ ἐξ ἀρχῆς προτεθέντος ἀριθμοῦ, οἷον ὁ τῶν η· τούτου γὰρ ἥμισυ δ, τέταρτον β, ὄγδοον ἕν. τὸ αὐτὸ δὲ καὶ τῷ ι συμβέβηκεν, ὃν καθ' ἕτερον λόγον τέλειον ἔφασαν οἱ Πυθαγορικοί, περὶ οὗ κατὰ τὴν οἰκείαν χώραν ἀποδώσομεν. λέγεται δὲ καὶ ὁ γ τέλειος, ἐπειδὴ πρῶτος ἀρχὴν καὶ μέσα καὶ πέρας ἔχει· ὁ δ' αὐτὸς καὶ γραμμή ἐστι καὶ ἐπίπεδον, τρίγωνον γὰρ ἰσόπλευρον ἑκάστην πλευρὰν δυεῖν μονάδων ἔχον, καὶ πρῶτος δεσμὸς καὶ στερεοῦ δύναμις· ἐν γὰρ τρισὶ διαστάσεσι τὸ στερεὸν νοεῖσθαι.
    Υπερτέλειοι και Υπεράφθονοι είναι αριθμοί όπως οι 12 και 24. Ελλείπεις είναι αριθμοί όπως το 8 και το 14. Τέλειοι είναι αριθμοί όπως το 6 και το 28 που είναι ίσοι με το άθροισμα των μερών τους. Δηλαδή, το 28, έχει μισό του το 14, το ένα τέταρτό του είναι το 7, το ένα έβδομό του είναι το 4, το ένα δέκατο τέταρτό του είναι το 2 και το εικοστό όγδοό του είναι το 1, δηλαδή ποσότητες που προστιθέμενες δίνουν το 28.
    Στους Ελλιπείς αριθμούς, όπως είναι το 14, το σύνολο του αριθμού υπερβαίνει τα μέρη του, δηλαδή το ένα έβδομο του 14 είναι το 2, το μισό του είναι το 7 και το ένα δέκατο τέταρτο είναι 1. Το άθροισμά τους είναι 10, δηλαδή λιγότερο από το 14.
    Στους Υπεράφθονους αριθμούς, όπως είναι το 12, το άθροισμα των μερών του υπερβαίνει τον ίδιο τον αριθμό. Έτσι το ένα έκτο του 12 είναι το 2, το ένα τέταρτο είναι το 3, το ένα τρίτο είναι το 4, το μισό του είναι το 6 και το ένα δωδέκατο είναι το 1. Το άθροισμά τους είναι 16, δηλαδή μεγαλύτερο από το 12.
    Οι Υπερτέλειοι αριθμοί φαίνεται να μοιάζουν με τον γίγαντα Βριάρεω, τα μέρη του είναι πολυάριθμα. Οι Ελλιπείς αριθμοί μοιάζουν με τους Κύκλωπες που είχαν μόνο ένα μάτι, ενώ οι Τέλειοι αριθμοί είχαν την ιδιοσυγκρασία της μετριοπάθειας και αμιλλώνται στην Αρετή.
    Ο Βριάρεω είναι παιδί της Γης και του Ουρανού. Είχε εκατό χέρια, πενήντα κεφαλές. Ο Αριστοτέλης λέει πως οι Ηράκλειες Στήλες, καλούνταν Βριάρεω. Όταν ο Ηρακλής καθάρισε τη γη και τη θάλασσα και γινόμενος ευεργέτης των ανθρώπων, για να τον τιμήσουν έδωσαν το όνομά του στις στήλες. Σήμερα, ονομάζεται Γιβραλτάρ. Οι Κύκλωπες είναι αγαθές οντότητες πλην του Πολύφημου. Το όνομα Κύκλωψ, συντίθεται από το «κύκλος» και «ώψ». Η λέξη «κολοφών» δηλώνει την ολοκλήρωση του πράγματος, το έσχατο σημείο των άκρων, το ύψιστο σημείο, την κορωνίδα. Ακόμα σημαίνει το υψηλό ακρωτήριο. Η λέξη επί παθών, δηλαδή στην εφαρμογή της σε ορισμούς που αφορούν γεγονότα, σημαίνει «μεγάλα κακά, συμφορές».
    Οι Τέλειοι αριθμοί είναι όπως οι αρετές λίγοι σε αριθμό. Οι άλλες δύο κατηγορίες είναι σαν τα ελαττώματα, που είναι πολυάριθμα, ακανόνιστα και ακαθόριστα.
    Ανάμεσα στο 1 και στο 10 υπάρχει μόνο ένας τέλειος αριθμός, δηλαδή το 6 κι ανάμεσα στο 10 και στο 100 υπάρχει πάλι ένας, δηλαδή το 28. Ανάμεσα στο 100 και στο 1000 υπάρχει μόνο ένας, ο 496. Ανάμεσα στο 1000 και στο 10000 υπάρχει επίσης ένας, ο 8128. Οι μονοί αριθμοί ονομάζονται Γνώμονες, γιατί προστιθέμενοι σε τετράγωνα, διατηρούν το ίδιο σχήμα, όπως διαπιστώνουμε στη Γεωμετρία.
    Ένας αριθμός πού σχηματίζεται από τον πολλαπλασιασμό ενός μονού και ενός ζυγού αριθμού ονομάζεται Ερμαφρόδιτος ή «αρρενοθήλυς».
    Ο Ιαμβλίχος, στην πραγματεία του για την Αριθμητική του Νικόμαχου, δίνει μια διαφορετική άποψη στους αριθμούς. Λέει ότι μερικοί είναι σαν φίλοι, ότι είναι Φίλιοι αριθμοί, όπως το 284 και το 220. Ο Πυθαγόρας ορίζει το φίλο σαν «έτερος εγώ». Τα μέρη λοιπόν, αυτών των αριθμών σχηματίζουν έναν άλλο με τη φύση της φιλίας. Για παράδειγμα το 220 είναι ίσο με το άθροισμα των υποπολλαπλασίων, των ακριβών διαιρετέων του 284. δηλαδή, 1+2+4+71+142=220. Το 284 είναι ίσο με το άθροισμα των υποπολλαπλασίων του 220. Δηλαδή, 1+2+4+5+10+11+20+22+44+55+110=284.
    Ας δούμε αναλυτικά, τους δύο αριθμοί 220 και 284.

    Αριθμός

    Διαιρετέος

    Πηλίκο

    Αριθμός

    Διαιρετέος

    Πηλίκο

    220/

    220

    =1

    284/

    284

    =1

    220/

    2

    =110

    284/

    2

    =142

    220/

    4

    =55

    284/

    4

    =71

    220/

    5

    =44

    284/

    71

    =4

    220/

    10

    =22

    284/

    141

    =2

    220/

    11

    =20

     

     

    ----------

    220/

    20

    =11                                        

     

     

    +   220

    220/

    22

    =10

     

     

     

    220/

    44

    =5

     

     

     

    220/

    55

    =4

     

     

     

    220/

    110

    =2

     

     

     

     

     

    --------

     

     

     

     

     

    +  284

     

     

     

    Ο Σιμπλίκιος δηλώνει πως οι Πυθαγόρειοι είχαν ορίσει συντόμως την έννοια της τριάδος με τον ορισμό «καθετί έχει αρχή, μέσον και τέλος. Σε αυτό ορίζεται ο αριθμός της τριάδος.»
    ἔδειξαν οἱ Πυθαγόρειοι συντόμως οὕτως· τὸ πᾶν ἀρχὴν ἔχει καὶ μέσον καὶ τέλος· τὸ τοιοῦτον τῷ τῆς τριάδος ἀριθμῷ ὥρισται.

     
    Ακόμα ο ίδιος παρατηρεί πως ο Πυθαγόρας και οι μαθητές του είχαν ακούσει την Μουσική των Ουρανίων Σφαιρών που προέκυπτε από την κίνηση των σωμάτων και από την αναλογική απόσταση μεταξύ τους, όχι μόνο του Ηλίου, της Σελήνης, της Αφροδίτης και του Ερμή, αλλά και των άλλων αστέρων (πλανήτες).
    οἱ δὲ Πυθαγόρειοι ἐναρμόνιον ἦχον ἀπὸ τῆς τῶν οὐρανίων σωμάτων κινήσεως ἔλεγον ἀποτελεῖσθαι καὶ ἐκ τῆς τῶν ἀποστημάτων αὐτῶν ἀναλογίας μετ' ἐπιστήμης συνελογίζοντο, εἴπερ οὐ μόνον Ἡλίου καὶ Σελήνης καὶ Ἀφροδίτης καὶ Ἑρμοῦ, ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων ἀστέρων οἱ λόγοι τῶν ἀποστημάτων ὑπ' αὐτῶν κατελήφθησαν.
    Ο Σιμπλίκιος τονίζει πως ο Αριστοτέλης διαφωνεί, αλλά η δυσκολία μπορεί να ξεπεραστεί:
    Σ’ αυτή την σφαίρα κάτω της Σελήνης όλα τα πράγματα δεν είναι ασύμμετρα, ούτε καθετί γίνεται όμοια αισθητό σε κάθε σώμα. Τα σκυλιά μπορούν να μυρίσουν και να αναγνωρίσουν την παρουσία των ζώων που μπορεί να βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση, τη στιγμή που ο άνθρωπος έχει πλήρη άγνοια της ύπαρξής τους.
    μήποτε οὖν κατὰ τὴν τῶν ἀνδρῶν φιλοσοφίαν λυτέον τὴν ἔνστασιν λέγοντα, ὅτι οὐ πάντα ἀλλήλοις ἐστὶ σύμμετρα, οὐδὲ πᾶν παντί ἐστιν αἰσθητὸν οὐδὲ παρ' ἡμῖν· δηλοῦσι δὲ οἱ κύνες ὀσφραινόμενοι τῶν ζῴων πόρρωθεν, ὧν οἱ ἄνθρωποι οὐκ ὀσφραίνονται.
    Και ακόμα, πως μερικοί από τους αρχαίους πίστευαν ότι η ψυχή έχει τρεις φορείς, το γήινο σώμα, ένα αεριώδες σώμα, όπου τιμωρείται και ένα αιθέριο σώμα, φωτεινό και ουράνιο όπου διαμένει η ψυχή όταν βρίσκεται σε κατάσταση μακαριότητας. Αυτό ακριβώς το σώμα, με εξαγνίσει των αισθήσεων, με κληρονομική μαγική δύναμη, με χρηστότητα, ή με θρησκευτικές τελετουργίες καθιέρωσης, μπορεί να αντιληφθεί, αφού παραμερίσει το γήινο σώμα, πράγματα ακατάληπτα σε μας και να ακούσει ήχους ανήκουστους σε μας που είμαστε σε δεσμά.
    πόσῳ δὴ μᾶλλον ἐπὶ τῶν τοσοῦτον τῇ φύσει διεστηκότων, ὅσον τὰ ἄφθαρτα τῶν φθαρτῶν καὶ τὰ οὐράνια τῶν ἐπιγείων, ἀληθὲς εἰπεῖν, ὅτι ὁ τῶν θείων σωμάτων ἦχος ταῖς ἐπικήροις ἀκοαῖς οὐκ ἔστιν ἀκουστός. εἰ δέ τις καὶ τοῦτο τὸ σῶμα τὸ ἐπίκηρον ἐξηρτημένος τὸ αὐτοειδὲς αὐτοῦ καὶ οὐράνιον ὄχημα καὶ τὰς ἐν αὐτῷ αἰσθήσεις κεκαθαρμένας σχοίη ἢ δι' εὐμοιρίαν ἢ δι' εὐζωίαν ἢ πρὸς τούτοις διὰ ἱερατικὴν τελεσιουργίαν, οὗτος ἂν ἴδοι τὰ τοῖς ἄλλοις ἀόρατα καὶ ἀκούσοι τῶν τοῖς ἄλλοις μὴ ἀκουομένων, ὥσπερ ὁ Πυθαγόρας ἱστόρηται. θείων δὲ καὶ ἀύλων σωμάτων κἂν εἰ γίνηταί τις ψόφος, οὔτε πληκτικὸς οὔτε ἀποκναίων γίνεται, ἀλλὰ τῶν γενεσιουργῶν ἤχων διεγείρει τὰς δυνάμεις καὶ τὰς ἐνεργείας καὶ τὴν σύστοιχον αἴσθησιν τελειοῖ· καὶ ἀναλογίαν μὲν ἔχει τινὰ πρὸς τὸν ψόφον τὸν συνεδρεύοντα τῇ κινήσει τῶν ἐπικήρων σωμάτων, ἐνέργεια δέ τίς ἐστι τῆς ἐκείνων κινήσεως ἀπαθὴς τοῦ ψόφου παρ' ἡμῖν γινομένου διὰ τὴν ἠχητικὴν τοῦ ἀέρος φύσιν· εἰ οὖν ἐκεῖ ἀὴρ παθητικὸς οὐκ ἔστι, δῆλον, ὅτι οὐδὲ ψόφος ἂν εἴη. ἀλλ' ἔοικεν ὁ Πυθαγόρας οὕτω λέγεσθαι τῆς ἁρμονίας ἐκείνης ἀκούειν, ὡς εἰ καὶ τοὺς ἐν τοῖς ἀριθμοῖς ἁρμονικοὺς λόγους ἐννοῶν καὶ τὸ ἐν αὐτοῖς ἀκουστὸν ἀκούειν ἔλεγε τῆς ἁρμονίας. Ἀπορήσοι δὲ ἄν τις εἰκότως, διὰ τί αὐτὰ μὲν τὰ ἄστρα ταῖς ὁρατικαῖς ἡμῶν αἰσθήσεσιν ὁρᾶται, ὁ δὲ ἦχος αὐτῶν ταῖς ἀκοαῖς ἡμῶν οὐκ ἀκούεται. καὶ ῥητέον, ὅτι οὐδὲ τὰ ἄστρα αὐτὰ ὁρῶμεν· οὐδὲ γὰρ τὰ μεγέθη αὐτῶν οὔτε τὰ σχήματα οὔτε τὰ ὑπεραίροντα κάλλη, ἀλλ' οὐδὲ τὴν κίνησιν, δι' ἣν ὁ ψόφος, ἀλλ' οἷον ἔκλαμψίν τινα αὐτῶν ὁρῶμεν τοιαύτην, οἷον καὶ τὸ τοῦ ἡλίου περὶ γῆν φῶς, οὐκ αὐτὸς ὁ ἥλιος ὁρᾶται. τάχα δὲ οὐκ ἂν εἴη θαυμαστὸν τὴν μὲν ὀπτικὴν αἴσθησιν ἅτε ἀυλοτέραν καὶ κατ' ἐνέργειαν μᾶλλον ἱσταμένην ἤπερ κατὰ πάθος καὶ πολὺ τῶν ἄλλων ὑπερέχουσαν τῆς αἴγλης καὶ ἐκλάμψεως τῶν οὐρανίων ἀξιοῦσθαι, τὰς δὲ ἄλλας αἰσθήσεις μηδὲ πρὸς ταύτας ἐπιτηδείως ἔχειν.
    Ένας διορατικός μπορεί να δει γεγονότα αδιόρατα για τους απλούς θνητούς, ενώ την ίδια στιγμή να είναι αδύναμος στο άκουσμα των υπβερβατικών ήχων, όπως όλους τους απλούς θνητούς. Κι αυτό γιατί βλέπουμε τους αστέρες, ενώ δεν ακούμε την κίνησή τους. Ίσως, γιατί οι Θεοί δεν κατεβαίνουν πολύ συχνά από τα Βασίλεια της Δόξας τους για να επισκεφθούν τη Γη, όπως τους παλιούς καιρούς, ίσως, γιατί ο Ουρανός είναι πιο μακρινός ή η Γη είναι πιο παγωμένη….

    Ο Πλούταρχος, στο Περί Ίσιδος και Οσίριδος» αναφέρει πως:
    «……..οι Πυθαγόρειοι πάλι κόσμησαν τους αριθμούς και τα σχήματα με ονόματα Θεών. Για παράδειγμα το ισόπλευρο τρίγωνο το ονόμαζαν Αθηνά κορυφογέννητη και τριτογένεια, γιατί διαιρείται με τρεις κάθετες γραμμές που φέρονται από τις τρεις γωνίες. Και τον αριθμό ένα τον έλεγαν Απόλλωνα, λόγω αποκήρυξης του πλήθους και απλότητας της μονάδας. Τη δυάδα την έλεγαν έριδα και τόλμη και την τριάδα δικαιοσύνη. Γιατί καθώς το να αδικεί κανείς και να αδικείται είναι έλλειψη και υπερβολή αντίστοιχα, το δίκαιο βρίσκεται στη μέση με την ισότητα. Και η καλούμενη Τετρακτύς, το τριανταέξι δηλαδή, ήταν ο πιο μεγάλος όρκος κατά την παράδοση και έχει ονομαστεί κόσμος που αποτελείται από τους πρώτους τέσσερις άρτιους αριθμούς και τους πρώτους τέσσερις περιττούς αριθμούς με πρόσθεσή τους.
    Οἱ δὲ Πυθαγόρειοι καὶ ἀριθμοὺς καὶ σχήματα θεῶν ἐκόσμησαν προσηγορίαις. τὸ μὲν γὰρ ἰσόπλευρον τρίγωνον ἐκάλουν Ἀθηνᾶν κορυφαγενῆ καὶ τριτογένειαν, ὅτι τρισὶ καθέτοις ἀπὸ τῶν τριῶν γωνιῶν ἀγομέναις διαιρεῖται· τὸ δ' ἓν Ἀπόλλωνα πλήθους ἀποφάσει καὶ δι' ἁπλότητα τῆς μονάδος· ἔριν δὲ τὴν δυάδα καὶ τόλμαν, δίκην δὲ τὴν τριάδα· τοῦ γὰρ ἀδικεῖν καὶ ἀδικεῖσθαι κατ' ἔλλειψιν καὶ ὑπερβολὴν ὄντος τὸ ἰσότητι δίκαιον ἐν μέσῳ γέγονεν· ἡ δὲ καλουμένη τετρακτύς, τὰ ἓξ καὶ τριάκοντα, | μέγιστος ἦν ὅρκος, ὡς τεθρύληται, καὶ κόσμος ὠνόμασται, τεσσάρων μὲν ἀρτίων τῶν πρώτων, τεσσάρων δὲ τῶν περισσῶν εἰς ταὐτὸ συντιθεμένων ἀποτελούμενος.
    Ο Πυθαγόρας προτείνει με μεγάλη προσοχή τη μελέτη της φύσης, καθότι ήταν Μέγας Μύστης και Αρχιερέας, για να μην γίνονται λανθασμένες εκτιμήσεις, μια και τα στοιχεία και οι αριθμοί στην απόλυτη φύση τους είναι ουδέτεροι και το έργο τους παράγεται στην κίνησή τους.
    Στον Ιάμβλιχο, στα «Τα θεολογούμενα της αριθμητικής» στην ενότητα περί μονάδος, διαβάζομε «Συναριθμηθέν γάρ τό μονάς όνομα τξα’ αποδίδωσιν, άπερ ζωδιακού κύκλου μοίραι εισίν». Που σημαίνει αν τα γράμματα της λέξης «μονάς» υπολογιστούν ως αριθμοί και προστεθούν δίνουν άθροισμα 361, ήτοι τον αριθμό των μοιρών του ζωδιακού κύκλου. Παρατηρήστε πως το 361 είναι το τέλειο τετράγωνο του 19, με γράμμα τξα. Αν στην λέξη μονάς προσθέσομε το άρθρο, δηλαδή «η μονάς» ο αριθμός είναι  369, η πλευρά του κανονικού εννεαγώνου στης Σελήνης!!!
    Στην ενότητα περί εξάδος, λέει «η συναρίθμηση του κόσμου ονόματος εξακόσια εστίν.», δηλαδή το άθροισμα των αριθμών της λέξης «κόσμος» είναι εξακόσια, όπου το γράμμα Χ.  Ακόμα, για τη δεκάδα λέει, «Έτι η δεκάς αριθμόν γεννά το ε΄ και το ν΄ θαυμαστά περιέχοντα κάλλη. Έτι εάν ψηφίσης τό έν γράμμασιν, ευρίσεις κατά σύνθεσιν τόν νε’». Αυτό ερμηνεύεται: ακόμη η δεκάς γεννά τον 55, όστις περιέχει θαυμαστά κάλλη. Αν δε υπολογίσεις τα ψηφία της λέξης «εν» εις αριθμούς ευρίσκεις άθροισμα 55.
    Άρα, οι λέξεις της αρχαίας γλώσσας υπολογίζονταν και ως αριθμοί και οι αριθμοί αντίστροφα αντιπροσώπευαν λέξεις. Από τις συγγραφές του Ιαμβλίχου δεν γνωρίζομε αν ήταν γνωστό στον ίδιο ότι και τα ονόματα των αρχαίων Θεών ήταν Μαθηματικοί αριθμοί. Ίσως, να μην γνώριζε ή δεν έγραψε, πως και στον Όμηρο υπήρχαν Κωδικοί Αριθμοί και αναφέρεται μόνο στον Πυθαγόρα.
    Αν κάποιος ερευνήσει με προσοχή τα αρχαία κείμενα, ιδίως του Αριστοτέλη, των Πυθαγορείων, του Στράβωνα, του Παυσανία, του Ήρωνα του Αλεξανδρέως, του Πλάτωνα και του Ιάμβλιχο, χωρίς να αγνοήσει τους κλασικούς αστρονόμους-αστρολόγους της εποχής, θα καταλήξει στο συμπέρασμα, πως τα στοιχεία (γράμματα) και οι αριθμοί παρήγαγαν, δημιούργησαν, εξέλιξαν και επηρέασαν σταθερά και βαθιά την πορεία του Ανθρώπου, σε πνευματικό και υλικό επίπεδο.
    Όσον αφορά το Πυθαγόρειο θεώρημα, λέγεται πως σσύμφωνα με τον θρύλο, όταν ο Πυθαγόρας ανακάλυψε το εν λόγω θεώρημα έσφαξε εκατό βόδια (εκατόμβη) για να ευχαριστήσει τους θεούς (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι ΦιλοσόφωνVII12).
    Το Πυθαγόρειο θεώρημα υποστηρίζει: Το τετράγωνο της υποτείνουσας ενός ορθογωνίου τριγώνου είναι ίσο με το άθροισμα των τετραγώνων των δύο άλλων πλευρών. Δηλαδή σε ένα ασύμμετρο (σκαληνό) ορθογώνιο τρίγωνο, με βάση 3, πλευρά 4 και υποτείνουσα 5, είναι: 52 =42+32. Οι πλευρές έχουν αναλογία 3:4:5.
    Κατά τον τρόπο αυτό λοιπόν, οι αριθμοί, που αρχικά φαίνονται άνισοι μεταξύ τους, αποκτούν σχέση μέσα από τις αρμονικές τους συνάφειες. Όταν δηλαδή οι γραμμές που έχουν αυτήν την αναλογία μεταξύ τους χρησιμοποιηθούν μαζί, έχοντας ως βάση ότι οι γραμμές με 4 και 3 μέρη σχηματίζουν ορθή γωνία, τότε η τρίτη γραμμή που ενώνει τα δύο ελεύθερα άκρα των δύο πρώτων είναι πέντε μερών, επιτυγχάνοντας έτσι είτε αναλογική είτε γεωμετρική σχέση με τις άλλες δύο.

    Σύμφωνα με τον Φιλόλαο, όπως μας λέει ο Στοβαίος, όλα πράγματα που γνωρίζουμε έχουν αριθμό, επειδή χωρίς αυτόν δεν μπορούμε ούτε να διανοηθούμε ούτε να γνωρίσουμε κάτι. Ο κάθε αριθμός μάλιστα έχει δύο χαρακτηριστικά, το περιττό και το άρτιο, ενώ υπάρχει και ένα τρίτο είδος, ο “αρτιοπέριττος”, που προκύπτει από την ανάμειξη των δύο, πράγμα που τόσο ο Αριστοτέλης στα Μετά τα φυσικά (Α 5, 985β23) όσο και ο Αλέξανδρος ο Αφροδισιέας (Σχόλια εις Άριστοτέλους Μετά τά φυσικά 1, 40, 12, σελ 66) το επιβεβαιώνουν. Ο Αλέξανδρος ο Αφροδισιέας μάλιστα κάνει αναφορά και σε άλλα σχετικά κείμενα του Αριστοτέλη, όπως στο Περί Ουρανού (Β 13, 293α18) και στα χαμένα συγγράμματα για τους Πυθαγορείους (Αλεξάνδρου Αφροδισιέως Σχόλια είς Αριστοτέλους Μετά τά φυσικά 1, 41, 1-16).

    Απόσπασμα από το "Περί Ίσιδος και Οσίριδος"

    Οἱ δὲ Πυθαγόρειοι καὶ ἀριθμοὺς καὶ σχήματα θεῶν
    ἐκόσμησαν προσηγορίαις. τὸ μὲν γὰρ ἰσόπλευρον τρίγωνον
    ἐκάλουν Ἀθηνᾶν κορυφαγενῆ καὶ τριτογένειαν, ὅτι τρισὶ
    καθέτοις ἀπὸ τῶν τριῶν γωνιῶν ἀγομέναις διαιρεῖται·
    τὸ δ' ἓν Ἀπόλλωνα πλήθους ἀποφάσει καὶ δι' ἁπλότητα
    τῆς μονάδος· ἔριν δὲ τὴν δυάδα καὶ τόλμαν, δίκην δὲ
    τὴν τριάδα· τοῦ γὰρ ἀδικεῖν καὶ ἀδικεῖσθαι κατ' ἔλλει-
    ψιν καὶ ὑπερβολὴν ὄντος τὸ ἰσότητι δίκαιον ἐν μέσῳ
    γέγονεν· ἡ δὲ καλουμένη τετρακτύς, τὰ ἓξ καὶ τριά-
    κοντα, | μέγιστος ἦν ὅρκος, ὡς τεθρύληται, καὶ κόσμος
    ὠνόμασται, τεσσάρων μὲν ἀρτίων τῶν πρώτων, τεσσά-
    ρων δὲ τῶν περισσῶν εἰς ταὐτὸ συντιθεμένων ἀποτελού-
    μενος. εἴπερ οὖν οἱ δοκιμώτατοι τῶν φιλοσόφων
    οὐδ' ἐν ἀψύχοις καὶ ἀσωμάτοις πράγμασιν αἴνιγμα τοῦ
    θείου κατιδόντες ἠξίουν ἀμελεῖν οὐδὲν οὐδ' ἀτιμάζειν,
    ἔτι μᾶλλον, οἶμαι, τὰς ἐν αἰσθανομέναις καὶ ψυχὴν
    ἐχούσαις καὶ πάθος καὶ ἦθος φύσεσιν ἰδιότητας
    [κατὰ τὸ ἦθοσ] ἀγαπητέον [οὖν] οὐ ταῦτα τιμῶν-
    τας, ἀλλὰ διὰ τούτων τὸ θεῖον ὡς ἐναργεστέρων
    ἐσόπτρων καὶ φύσει γεγονότων. ἀληθὲς δὲ καὶ
    τοῦτ' ἔστιν, ὡς ὄργανον τὴν ψυχὴν δεῖ τοῦ πάντα
    κοσμοῦντος θεοῦ νομίζειν καὶ ὅλως ἀξιοῦν γε μηδὲν
    ἄψυχον ἐμψύχου μηδ' ἀναίσθητον αἰσθανομένου κρεῖτ-
    τον εἶναι μηδ' ἂν τὸν σύμπαντά τις χρυσὸν ὁμοῦ καὶ
    σμάραγδον εἰς ταὐτὸ συμφορήσῃ. οὐκ ἐν χρόαις γὰρ
    οὐδ' ἐν σχήμασιν οὐδ' ἐν λειότησιν ἐγγίνεται τὸ θεῖον,
    ἀλλ' ἀτιμοτέραν ἔχει νεκρῶν μοῖραν, ὅσα μὴ μετέσχε
    μηδὲ μετέχειν τοῦ ζῆν πέφυκεν. ἡ δὲ ζῶσα καὶ βλέ-
    πουσα καὶ κινήσεως ἀρχὴν ἐξ αὑτῆς ἔχουσα καὶ γνῶσιν
    οἰκείων καὶ ἀλλοτρίων φύσις κάλλους τ' ἔσπακεν ἀπορ-
    ροὴν καὶ μοῖραν ἐκ τοῦ φρονοῦντος, ὅτῳ κυβερνᾶται τὸ
    [τε] σύμπαν καθ' Ἡράκλειτον. ὅθεν οὐ χεῖρον
    ἐν τούτοις εἰκάζεται τὸ θεῖον ἢ χαλκοῖς καὶ λιθίνοις
    δημιουργήμασιν, ἃ φθορὰς μὲν ὁμοίως δέχεται καὶ ἐπι-
    χρώσεις, αἰσθήσεως δὲ πάσης φύσει καὶ συνέσεως ἐστέρηται.

     

  • Ισοψηφία

    Η ισοψηφία (ή λεξάριθμος) είναι μια μέθοδος η οποία αποδίδει σε κάποιο γράμμα έναν και μόνο αριθμό. Την χρησιμοποίησαν σε ευρύ κλίμα οι ερευνητές των απόκρυφων της Ταορά, οι λεγόμενοι καμπαλιστές. Η αριθμητική πρόσθεση των αξιών των γραμμάτων, καλέστηκε στα εβραϊκά, γκεμάτρια.
    Είναι ένα ελληνικότατο σύστημα και η παρουσία του καθιερώθηκε σχεδόν παντού, ειδικά, στις εισόδους των Ναών και Ιερών Χώρων, με κωδικοποιημένες εκφράσεις ή λέξεις που στόχευαν στην προφύλαξη της Γνώσης από τα βέβηλα μάτια κι αυτιά.
    Οι εβραίοι Ραβίνοι είχαν ένα απλό αλφάβητο από 22 γράμματα. Κάθε γράμμα είχε μια αξία. Το τελευταίο γράμμα αντιστοιχούσε στην αξία 400. Μέχρι το 900 υπολείπονταν 5 ακόμα γράμματα. Έτσι, υιοθέτησαν τα πέντε τελικά γράμματα τα οποία είναι διπλά ορισμένων άλλων. Το ενδιαφέρον αποτέλεσμα ήταν ότι κάθε γράμμα είχε στο αλφάβητο και μια αριθμητική αξία. Βέβαια, σε όλα τα αλφάβητα υπάρχει ένα μεγάλο κενό. Δεν έχουν φωνήεντα. Αυτό και μόνο δηλώνει την αγιότητα του Ελληνικού αλφαβήτου.
    Πολλοί έχουν ασχοληθεί με τη μέθοδο της Ισοψηφίας με απώτερο σκοπό να βρουν το βάθος της μεθόδου. Όμως, το πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι μη έχοντες τα απαραίτητα κλειδιά της γνώσης, ήταν ότι από τον αριθμό, δεν ήξεραν ποια γράμματα θα εξέλθουν. Έχοντας απλά, τον αριθμό, η επιστροφή στη λέξη ή τη φράση ήταν πρακτικά αδύνατη. Η μέθοδος είχε μόνο μία κατεύθυνση.
    Στην Ελληνική γλώσσα υπάρχει μια μαθηματική δημιουργία και από την εποχή του Πυθαγόρα και πιο πριν, οι Έλληνες χρησιμοποίησαν τα γράμματα για να συμβολίζουν τους αριθμούς.
    Με εντελώς περιληπτικό τρόπο, η μέθοδος της Ισοψηφίας περικλείει τρία βασικά στάδια. Αυτό της απλής Ισοψηφίας, δηλαδή Β=2, Ο=70, αυτό της ανάλυσης της λέξης στα επιμέρους γράμματα των γραμμάτων της, δηλαδή Α=ΑΛΦΑ=532 και αυτό της έκφρασης των γραμμάτων της αριθμητικής αξίας του γράμματος, δηλαδή Α=1=ΕΝ=55.
    Περαιτέρω, υπάρχουν ποικίλοι μέθοδοι παράστασης της Ισοψηφίας, στο χώρο (Ιερή Γεωμετρία), αλλά και στον χρόνο.
    Σε πάρα πολλά αρχαία κείμενα υπάρχουν χαρακτηριστικά παραδείγματα Ισοψηφίας.
    Στο αγαπημένο μου έργο "Περί Ίσιδος και Οσίριδος" ο Πλούταρχος αναφέρει για το όνομα του Οσίριδος:
    "Γιατί, Όσιρις είναι ο Ωκεανός και Ίσιδα η Τηθύς, γιατί φροντίζει ως παραμάνα και μεγαλώνει τα πάντα. Ακόμη, οι Έλληνες την (απλή) εκσπερμάτιση την ονομάζουν απουσία ενώ τη μείξη (με γυναίκα) συνουσία και τη λέξη «υίός» την παράγουν από το «ύδωρ» και το (απαρέμφατο) «ðsai» και τον Διόνυσο τον αποκαλούν «ìhn» ως κυρίαρχο στην υγρή φύση, που δεν είναι άλλος από τον ‘Οσιρι. Γιατί, ο Ελλάνικος φαίνεται να έχει ακούσει από τους ιερείς ότι τον ‘Οσιρη τον έλεγαν Ύσιρι. ‘Ετσι φαίνεται να αποκαλεί το θεό, εύλογα βέβαια λόγω της φύσης και της δημιουργίας του.
    ‘Οτι ο Όσιρις είναι ο ίδιος με το Διόνυσο, σε ποιον ταιριάζει περισσότερο να το γνωρίζει παρά σε σένα, Κλέα, που είσαι η αρχαιότερη από τις Θυάδες στους Δελφούς και αφοσιωμένη στα Οσιριακά μυστήρια από πατέρα και μητέρα; Κι αν για τα άλλα πρέπει να καταθέσουμε μαρτυρίες, ας αφήσουμε κατά μέρος τα απόρρητα, όσα όμως φανερά τελούν οι ιερείς θάβοντας τον Άπι όταν μεταφέρουν πάνω σε σχεδία το σώμα του, καθόλου δεν απέχουν από τις βακχικές τελετές. Γιατί, και δερμάτινες προσωπίδες φορούν και κρατούν θύρσους και βγάζουν κραυγές και (κάνουν) κινήσεις, όπως αυτοί που εκστασιάζονται στις οργιαστικές τελετές του Διονύσου. Γι’ αυτό και πολλοί από τους Έλληνες κάνουν αγάλματα προς τιμή του Διονύσου όμοια με ταύρο. Μάλιστα οι γυναίκες των Ηλείων προσευχόμενες παρακαλούν «με πόδι βοδινό να έρθει ο Θεός» σ’ αυτές.
    Στους Αργείους ο Διόνυνος ονομάζεται βουγενής. Και τον παρακαλούν με σάλπιγγες να επιστρέψει από το νερό (από θαλάσσιο δρόμο) ρίχνοντας σε άβυσσο ένα αρνί για χάρη του «κλειδοκράτορα» των Πυλών (του Άδη). Τις σάλπιγγες τις έχουν κρυμμένες σε θύρσους, ό- πως έχει πει και ο Σωκράτης στα σχετικά με τα όσια. Συμφωνούν και τα Τιτανικά και τα Νυκτέλια με τα αποδιδόμενα στον ‘Οσιρι κατασπαράγματα και τις αναμνήσεις του και τις αναστάσεις του. Παρόμοια πάλι και τα σχετικά με τις ταφές. Πράγματι, όπως προαναφέρθηκε, οι Αιγύπτιοι δείχνουν σε πολλά μέρη τάφους του ‘Οσιρη και οι κάτοικοι των Δελφών πιστεύουν ότι τα λείψανα του Διονύσου είναι Θαμμένα κοντά τους, στο μαντείο, και οι μυημένοι θυσιάζουν θυσία απόρρητη στο ιερό του Απόλλωνα, όταν σι Θυάδες ξυπνούν το Λικνίτη. Για το ότι οι’Ελληνες Θεωρούν το Διόνυσο κυρίαρχο όχι μόνο του κρασιού αλλά κάθε υγρού στοιχείου, είναι αρκετό να αναφερθεί ως μάρτυρας ο Πίνδαρος, που λέει:

    «ο πολυάγαθος Διόνυσος μακάρι να αυξάνει την παραγωγή των δέντρων στην αχνοφεγγιά του καλοκαιριού». Γι’ αυτό, στους πιστούς του ‘Οσιρη απαγορεύεται να κόβουν ήμερο δέντρο και να φράζουν πηγή νερού. Και δεν αποκαλούν μόνο το Νείλο, αλλά γενικά κάθε υγρή ροή ‘Οσιρη, και πάντα προηγείται στις τελετές μια στάμνα προς τιμή του θεού." (Γ. Ράπτης, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ)

     τὸν γὰρ Ὠκεανὸν Ὄσιριν εἶναι, τὴν δὲ Τηθὺν Ἶσιν ὡς τιθηνουμένην πάντα καὶ συνεκτρέφουσαν. καὶ γὰρ Ἕλληνες τὴν τοῦ σπέρματος πρόεσιν ἀπουσίαν καλοῦσι καὶ συνουσίαν τὴν μῖξιν, καὶ τὸν υἱὸν ἀπὸ τοῦ ὕδατος καὶ τοῦ ὗσαι, καὶ τὸν Διόνυσον ὕην ὡς κύριον τῆς ὑγρᾶς φύσεως οὐχ ἕτερον ὄντα τοῦ Ὀσίριδος· καὶ γὰρ τὸν Ὄσιριν Ἑλλάνικος Ὕσιριν ἔοικεν ἀκηκοέναι ὑπὸ τῶν ἱερέων λεγόμενον· οὕτω γὰρ ὀνομάζων διατελεῖ τὸν θεόν, εἰκότως ἀπὸ τῆς φύσεως καὶ τῆς εὑρέσεως. Ὅτι μὲν οὖν ὁ αὐτός ἐστι Διονύσῳ, τίνα μᾶλλον ἢ σὲ γινώσκειν, ὦ Κλέα, δὴ προσῆκόν ἐστιν, ἀρχηίδα μὲν οὖσαν ἐν Δελφοῖς τῶν Θυιάδων, τοῖς δ' Ὀσιριακοῖς καθωσιωμένην ἱεροῖς ἀπὸ πατρὸς καὶ μητρός; εἰ δὲ τῶν ἄλλων ἕνεκα δεῖ μαρτύρια παραθέσθαι, τὰ μὲν ἀπόρρητα κατὰ χώραν ἐῶμεν, ἃ δ' ἐμφανῶς δρῶσι θάπτοντες τὸν Ἆπιν οἱ ἱερεῖς, ὅταν παρακομίζωσιν ἐπὶ σχεδίας τὸ σῶμα, βακχείας οὐδὲν ἀποδεῖ· καὶ γὰρ νεβρίδας περικαθάπτονται καὶ θύρσους φοροῦσι καὶ βοαῖς χρῶνται καὶ κινήσεσιν ὥσπερ οἱ κάτοχοι τοῖς περὶ τὸν Διόνυσον ὀργιασμοῖς. διὸ καὶ ταυρόμορφα Διονύσου ποιοῦσιν ἀγάλματα πολλοὶ τῶν Ἑλλήνων· αἱ δ' Ἠλείων γυναῖκες καὶ παρακαλοῦσιν εὐχόμεναι ποδὶ βοείῳ τὸν θεὸν ἐλθεῖν πρὸς αὐτάς. Ἀργείοις δὲ βουγενὴς Διόνυσος ἐπίκλην ἐστίν·
    ἀνακαλοῦνται δ' αὐτὸν ὑπὸ σαλπίγγων ἐξ ὕδατος ἐμβάλλοντες εἰς τὴν ἄβυσσον ἄρνα τῷ Πυλαόχῳ· τὰς δὲ σάλπιγγας ἐν θύρσοις ἀποκρύπτουσιν, ὡς Σωκράτης ἐν τοῖς περὶ ὁσίων εἴρηκεν. ὁμολογεῖ δὲ καὶ τὰ Τιτανικὰ καὶ Νυκτέλια τοῖς λεγομένοις Ὀσίριδος διασπασμοῖς καὶ ταῖς ἀναβιώσεσι καὶ παλιγγενεσίαις· ὁμοίως δὲ καὶ τὰ περὶ τὰς ταφάς. | Αἰγύπτιοί τε γὰρ Ὀσίριδος
    πολλαχοῦ θήκας, ὥσπερ εἴρηται, δεικνύουσι, καὶ Δελφοὶ τὰ τοῦ Διονύσου λείψανα παρ' αὐτοῖς παρὰ τὸ χρηστήριον ἀποκεῖσθαι νομίζουσι, καὶ θύουσιν οἱ ὅσιοι θυσίαν ἀπόρρητον ἐν τῷ ἱερῷ τοῦ Ἀπόλλωνος, ὅταν αἱ Θυιάδες ἐγείρωσι τὸν Λικνίτην. ὅτι δ' οὐ μόνον τοῦ οἴνου Διόνυσον, ἀλλὰ καὶ πάσης ὑγρᾶς φύσεως Ἕλληνες ἡγοῦνται κύριον καὶ ἀρχηγόν, ἀρκεῖ Πίνδαρος μάρτυς εἶναι λέγων δενδρέων δὲ νομὸν Διόνυσος πολυγαθὴς αὐξάνοι, ἁγνὸν φέγγος ὀπώρας· διὸ καὶ τοῖς τὸν Ὄσιριν σεβομένοις ἀπαγορεύεται δένδρον ἥμερον ἀπολλύναι καὶ πηγὴν ὕδατος ἐμφράττειν.
    Οὐ μόνον δὲ τὸν Νεῖλον, ἀλλὰ πᾶν ὑγρὸν ἁπλῶς Ὀσίριδος ἀπορροὴν καλοῦσι, καὶ τῶν ἱερῶν ἀεὶ προπομπεύει τὸ ὑδρεῖον ἐπὶ τιμῇ τοῦ θεοῦ.
    Στο Ονειροκριτικόν του Αρτεμίδωρος υπάρχει μεταξύ των άλλων ένα παράδειγμα ισοψηφίας: Η γαλή σημαίνει στον ύπνο, όπως και σήμερα, μια γυναίκα πανούργα και κακότροπη. Ακόμα και ποινή ή δίκη, γιατί είναι ισόψηφες οι λέξεις γαλή και δίκη. (Γαλή δέ γυναίκα σημαίνει πανούργον και κακότροπον και δίκην. έστι γάρ ισόψηφος δίκη και γαλή.
    Ο αρχιεπίσκοπος Ρώμης, Ιππόλυτος στο έργο του "ΤΟΥ ΚΑΤΑ ΠΑΣΩΝ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΕΛΕΓΧΟΥ Δ", αναφερόμενος στην Ισοψηφία λέγει πως:
    "Η πρόνοια του Θεού, λαμβάνοντας την κυριαρχία της μονάδας, την χώρισε σε τέσσερα στοιχεία, του πνεύματος (αήρ), του πυρός, του ύδατος και της γης. Από αυτά έκανε τον κόσμο αρρενοθήλυ. Έβαλε τα δύο στοιχεία στο άνω ημισφαίριο, το πνεύμα και το πυρ και το ονόμασε ημισφαίριο της μονάδος, που είναι αγαθοποιό, με κλίση προς τα πάνω και αρσενικό. Διότι είναι συγκείμενη από λεπτά μέρη η μονάδα και αιωρείται στον λεπτότατο και καθαρότατο αιθέρα. Τα άλλα δύο στοιχεία, που είναι παχύτερα, τα διαίρεσε στη δυάδα, τη γη και το ύδωρ και ονόμασε αυτό το ημισφαίριο κατωφερές, θηλυκό και κακό. Αυτά τα στοιχεία συγκρινόμενα μεταξύ τους, έχουν άρρεν και θήλυ, για την ευκαρπία και αύξηση των όλων. Το πυρ είναι άρρεν και το πνεύμα είναι θήλυ. Το ύδωρ είναι άρρεν και η γη είναι θήλυ. Έτσι από την αρχή συμβιώνει το πνεύμα με το πυρ και η γη με το ύδωρ. Όπως ακριβώς η δύναμη του πνεύματος είναι το πυρ, έτσι και η δύναμη της γης είναι το ύδωρ.
    Αυτά τα στοιχεία αν προστεθούν και αναλυθούν με αφαίρεση των εννεάδων, καταλήγουν φιλικά, τα μεν σε άρρενα αριθμό, τα δε σε θήλυ. Η εννεάς αφαιρείται γιατί αυτή διαιρώντας τον κύκλο, δημιουργεί τα τέσσερα τετράγωνα του κόσμου, με 90ο το καθένα. Οικείο στη μονάδα είναι το φως, στη δυάδα το σκότος. Στο φως είναι η ζωή, στο σκότος είναι ο θάνατος. Για αυτό καθετί που δημιουργούν οι άρρενες αριθμοί είναι καλό και οι θηλυκοί είναι κακό.
    Αρχίζομε από την μονάδα, που είναι ο αριθμός της 361, αν αφαιρέσομε τις εννεάδες το υπόλοιπο είναι 1.
    Μονάς=361=9*40+1.Στη δυάδα ο αριθμός είναι 605, αν αφαιρέσομε τις εννεάδες, το υπόλοιπο είναι 2.  Δυάς=605=9*67+2.
    ....... ακόμα και αυτό λέγουν, πως το όνομα Θεός, αν υπολογιστεί και μοιραστεί σε εννεάδες, λήγει σε πέντε. Θεός=284=9*31+5. Το πέντε δεν είναι άρτιο. Το οποίο γραμμένο σε περίαπτο θεραπεύει. Έτσι και φυτό κάποιο που λήγει όμοια, θα έχει τις ενέργειες του αριθμού. Αλλά και όμοια ένας γιατρός θεραπεύει τις ασθένειες.
    "
    ταῦτα δὲ ἐκ τῆς μονάδος ἀρχὴν λαβόντα ἡ τοῦ θεοῦ πρόνοια τῆσ ἀρχῆς ἐχώρισε μέχρι τῶν τεσσάρων στοιχείων, λέγω δὴ τοῦ πνεύματος καὶ πυρός, ὕδατός τε καὶ γῆς. καὶ ἐκ τούτων δὲ ποιήσας τὸν κόσμον, ἀρρενόθηλυν αὐτὸν κατεσκεύ#ασε· καὶ δύο μὲν στοιχεῖα εἰς τὸ ἄνω ἡμισφαίριον προσέταξε, τό τε πνεῦμα καὶ τὸ πῦρ, καὶ καλεῖται τοῦτο τὸ ἡμισφαίριον, ὂν τῆς μονάδος, ἀγαθοποιόν τε καὶ ἀνωφερὲς καὶ ἀρσενικόν - λεπτομερὴς γὰρ οὖσα ἡ μονὰς ποτᾶται εἰς τὸ λεπτότατον μέρος καὶ καθαρώτατον τοῦ αἰθέρος· - τὰ δὲ ἄλλα δύο στοιχεῖα, ὄντα παχύτερα, ἀπένειμεν τῇ δυάδι, γῆν τε καὶ ὕδωρ, καὶ καλεῖται τοῦτο τὸ ἡμισφαίριον κατωφερές, θηλυκόν τε καὶ κακοποιόν. καὶ αὐτὰ δὲ πάλιν τὰ ἄνω δύο στοιχεῖα ἑαυτοῖς συγκρινόμενα ἔχουσιν ἐν ἑαυτοῖς τὸ ἄρρεν καὶ τὸ θῆλυ, πρὸς εὐκαρπίαν καὶ αὔξησιν τῶν ὅλων· καὶ τὸ μὲν πῦρ ἄρρεν ἐστί, τὸ δὲ πνεῦμα θῆλυ· καὶ πάλιν τὸ μὲν ὕδωρ ἄρρεν ἐστίν, ἡ δὲ γῆ θῆλυ. καὶ οὕτως ἀπ' ἀρχῆς συνεβίωσε τὸ πῦρ τῷ πνεύματι, τῇ δὲ γῇ τὸ ὕδωρ· ὥσπερ γὰρ δύναμις τοῦ πνεύματός ἐστι τὸ πῦρ, οὕτως καὶ τῆς γῆς τὸ ὕδωρ.
    Καὶ αὐτὰ δὲ τὰ στοιχεῖα ψηφιζόμενα καὶ ἀναλυόμενα καθ' ὑφαίρεσιν ἐννάδων λήγει οἰκείως, ἃ μὲν εἰς τὸν ἀρρενικὸν ἀριθμόν, ἃ δὲ εἰς τὸν θηλυκόν. ὑφαιρεῖται δὲ πάλιν ἡ ἐννὰς διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν· διὰ τὸ τὰς τριακοσίας ἑξήκοντα τοῦ ὅλου μοίρας ἐξ ἐννεάδων συνίστασθαι, καὶ διὰ τοῦτο τὰ τέτταρα πλινθία τοῦ κόσμου ὑπὸ ἐνενήκοντα μοιρῶν περιγεγράφθαι τελείων. προσῳκείωται δὲ τῇ μὲν μονάδι τὸ φῶς, τῇ δὲ δυάδι τὸ σκότος· καὶ τῷ μὲν φωτὶ κατὰ φύσιν ἡ ζωή, τῷ δὲ σκότει ὁ θάνατος· καὶ τῇ μὲν ζωῇ ἡ δικαιοσύνη, τῷ δὲ θανάτῳ ἡ ἀδικία. διὸ πᾶν γεννώμενον ἐν τοῖς ἀρσενικοῖς ἀριθμοῖς ἀγαθοποιόν ἐστι, τὸ δὲ ἐν τοῖς θηλυκοῖς κακοποιόν ἐστιν. οἷον ψηφίζουσι· μονάς - ἵνα ἀπ' αὐτῆς ἀρξώμεθα - γίνεται τξα, ἃ λήγει εἰς μονάδα τῆς ἐννεάδος ὑφαιρεθείσης. ὁμοίως ψήφισον· δυὰς γίνεται χε· ὕφελε τὰς ἐννεάδας, λήγει εἰς δυάδα, καὶ ἀποκαθίσταται ἕκαστον εἰς τὸ ἴδιον.
    Τῇ οὖν μονάδι ἀγαθοποιῷ οὔσῃ ὁμοίως τὰ εἰς τὸν [ἀ]περίζυγον ἀριθμὸν λήγοντα ὀνόματα ἀνωφερῆ τε καὶ ἀρσενικὰ καὶ ἀγαθοποιὰ εἶναι παρατηρούμενα λέγουσι, τὰ δὲ εἰς τὸν ἄρτιον ἀριθμὸν λήγοντα κατωφερῆ τε καὶ θηλυκὰ καὶ κακοποιὰ εἶναι νενόμισται. τὴν γὰρ φύσιν ἐξ ἐναντίων συνισταμένην λέγουσιν, ἔκ τε καλοῦ καὶ κακοῦ· ὥσπερ δεξιὸν καὶ ἀριστερόν, φῶς καὶ σκότος, ἡμέρα καὶ νύξ, ζωὴ καὶ θάνατος.
    ἔτι δὲ καὶ τοῦτο λέγουσιν, ὡς τὸ θεὸς ὄνομα, ψηφισθὲν καὶ μερισθὲν εἰς ἐννάδα, εἰς πεντάδα καταντᾷ, ὅ ἐστιν ἀνάρτιον· ὃ ἐπιγραφὲν περιάψαντες θεραπεύουσιν. οὑτωσὶ καὶ βοτάνη τις εἰς τοῦτο λήγουσα τοῦ ἀριθμοῦ ὁμοίως περιαφθεῖσα ἐνεργεῖ, διὰ τὴν ὁμοίαν τοῦ ἀριθμοῦ ψῆφον. ἀλλὰ καὶ ἰατρός τισ ὁμοίᾳ ψήφῳ ἀρρώστους θεραπεύει·
    Υπάρχουν πέντε βήματα μετασχηματισμού που πρέπει να βιωθούν από κάθε μας, ως τμήμα του συνόλου της ανθρώπινης εμπειρίας. Αυτό είναι επειδή πρέπει να έχουμε όλη την πιθανή ανθρώπινη εμπειρία προτού να μπορέσουμε να απελευθερωθούμε για τη σωτηρία. Αυτά φαίνονται στον πιο κάτω πίνακα:

    Γράμμαtα Αριθμητική αξίαα Σύμβολο-Ιδιότητα
    Θ 9 Γη
    Χ 60 Ύδωρ
    Φ 500 Αήρ
    Χ 600 Πυρ
    Ψ 700 Αιθήρ

    Η Πρώτη Αιτία διαμέσου της Δόξας, της Κατανόησης, της Σοφίας και της Δύναμης οδηγεί στην Γνώση. Η Ατραπός που ενώνει την Κατανόηση με τη Δύναμη διδάσκεται και βιώνεται από το ζώδιο του Τοξότη, η Ατραπός που ενώνει τη Σοφία με τη Δύναμη διδάσκεται και βιώνεται από το ζώδιο του Αιγόκερω, η Ατραπός που ενώνει τη Δύναμη με την Πρώτη Αιτία διδάσκεται και βιώνεται από το ζώδιο του Υδροχόου, η Ατραπός που ενώνει την Δόξα με την Κατανόηση διδάσκεται και  βιώνεται από το ζώδιο των Ιχθυών

  • και Σουφισμός (ή Μυστικισμός)

    Κάποιος πήγε στην πόρτα του Αγαπημένου και χτύπησε.
    Μια φωνή ρώτησε «Ποιός είναι;»
    Αυτός απάντησε «Εγώ είμαι.»
    Η φωνή είπε «Δεν υπάρχει χώρος για Μένα και Σένα.»
    Η πόρτα ασφαλίστηκε.
    Μετά από ένα χρόνο μόνωσης και στερήσεων,
    Επέστρεψε και ξαναχτύπησε.
    Μια φωνή από μέσα ρώτησε «Ποιός είναι;»
    Ο άνθρωπος αποκρίθηκε «Είμαι Εσύ.»
    Τότε η πόρτα άνοιξε γι’ αυτόν.

    Τζαλαλουντίν Ρούμι  

     Ο Σουφισμός έχει ένα διαφορετικό τρόπο σκέψης από το καθολικό και ορθόδοξο Ισλάμ, ο οποίος στηρίζεται στον μυστικισμό σαν μέσο επίτευξης της ένωσης με τον Θεό, υιοθετώντας συγκεκριμένο τρόπο ενδυμασίας "σούφ" (صوف) και ασκώντας ασκητικές πρακτικές. Ο όρος "Σουφισμός" (الصوفية) προέρχεται από το "σουφ" που σημαίνει μάλλινο και αυτός που το φορά λέγεται "σούφι" (صوفي). Στην πορεία του χρόνου ο Σούφι διαδραματίζει το ρόλο αυτού που ήρθε για να ενώσει τους πιστούς (μουσλίμ) σε μια μυστική ένωση.
    Οι Σούφι ακολουθούν την εσωτερική διδασκαλία του Αγίου Κορανίου και όχι μόνο. Μαζί με ένα σύστημα ιδεών που βασίζεται στις αντιλήψεις της Ιερής Βίβλου του Ισλάμ, έχουν μια πρακτική μέθοδο να δουλεύουν πάνω στον εαυτό τους, που διδάσκεται προφορικά. Μέσα από ασκήσεις, στάσεις και χορούς, οι δυνάμεις του ανθρώπου που αδιάκοπα εκτρέπονται έξω από τον εαυτό του, μπορούν να χρησιμοποιηθούν και να μετατραπούν για εσωτερική εξέλιξη και για την ανάπτυξη της συνειδητότητας. Ο σκοπός και το τέλος είναι η ένωση της ψυχής με το Θεό. Στη ζωή του Σούφι πρέπει να υπάρχει αδιάκοπη προσπάθεια.
    Υπάρχει ένας Θεός. Όλα τα πράγματα είναι μέσα σε Αυτόν, Αυτός είναι μέσα σε όλα τα πράγματα. Όλα τα πράγματα, ορατά και αόρατα, είναι εκδηλώσεις Του. Οι θρησκείες καθ’ αυτές δεν έχουν αξία, αν και μπορούν να χρησιμεύσουν για να οδηγήσουν τους ανθρώπους στην Πραγματικότητα. Το καλό και το κακό, όπως τα κατανοούμε εμείς, δεν υπάρχουν πραγματικά, διότι τα πάντα προέρχονται από το ένα Ον, το Θεό. Ταυτόχρονα, υπάρχει πραγματικό καλό και πραγματικό κακό. Ο άνθρωπος περιστρέφεται από εδώ και από εκεί, από εσωτερικές και εξωτερικές δυνάμεις. Είναι παιχνίδι κάθε ανέμου που φυσάει.
    Ο Σούφι δεν θα πρέπει να απαρνείται τα αναγκαία και δε θα πρέπει να αποχωρεί από τον Κόσμο, πρέπει να είναι μέσα στον Κόσμο, αλλά όχι από τον κόσμο, όχι του κόσμου. Είναι μεγάλη ευλογία να έχεις όσα είναι απαραίτητα για το φυσικό σώμα.
    Ο Σουφισμός διδάσκει, πως η ψυχή, με την έννοια αυτού του ύψιστου μέρους του ανθρώπου που λαχταράει για τελειότητα, υπάρχει πριν από το σώμα και έχει φυλακιστεί μέσα σε αυτό, όπως σε ένα κλουβί. Η ανθρώπινη ζωή είναι ένα ταξίδι που γίνεται σε στάδια και ο αναζητητής του Θεού είναι ένας ταξιδιώτης που πρέπει να κάνει μεγάλες προσπάθειες για να ξεπεράσει τις αδυναμίες του και τα ελαττώματά του και να πετύχει την αληθινή γνώση και κατανόηση.
    Ένα βασικό στοιχείο του δόγματος των Σούφι, είναι πως όλοι σι άνθρωποι είναι γεννημένοι με δυνατότητες για εσωτερική ανάπτυξη. Αυτό είναι από την πολλαπλή επιρροή του Νεοπλατωνισμού στην ανάπτυξη του Σουφισμού. Ο Νεοπλατωνισμός που αναπτύχθηκε από τον Πλωτίνο θεωρεί τον Θεό πως είναι η πηγή και ο τέλος για καθετί. Οι ισλαμικοί θεσμοί είναι πιο περιορισμένοι σε κάθε σχολιασμό και φιλοσοφική σκέψη, κάτι που στον Σουφισμό δεν συμβαίνει, καθότι σε αυτόν υπάρχει πιό φιλελεύθερη προσέγγιση. Είναι πιθανό ότι οι μεταφράσεις του Πλωτίνου έχουν δώσει στον Σουφισμό το απαραίτητο φιλοσοφικό έδαφος.
     Εξετάζοντας τον Σουφισμό και τον Νεοπλατωνισμό βρίσκομε στενές ομοιότητες αναφορικά στην φύση του Θεού, την ψυχή, το σώμα και στις αφηρημένες έννοιες όπως η καλοσύνη, το κακό, ο θάνατος, η δημιουργία κ.λ.π.

    Στις ρίζες της φιλοσοφίας των Σούφι υπάρχουν και άλλες επιρροές εκτός από τις Νεοπλατωνικές. Πολλές ασκητικές πρακτικές συνδέονται με το βουδισμό, όπως η έννοια της κάθαρσης της ψυχής από όλα τα κακά πράγματα, θυμίζει έντονα την προέλευσή της στο βουδισμό. Η πίστη και η συχνή αλληγορική παρουσίαση της φλόγας, παραπέμπει σε ζωροαστρικές τελετές. Και άλλα πολλά.
    Πηγαίνοντας ακόμα πιο βαθιά τις ρίζες του Σουφισμού, θα διαπιστώσομε τις επιρροές των Ορφικών και τις σχετικές πίστεις των, καθώς επίσης των Πυθαγορείων και των διδασκαλιών των. Για παράδειγμα θα αναφέρω τον Χορό των Ουρανίων Σφαιρών του Ρούμι που στηρίζεται στην θεωρεία πως η μουσική αφυπνίζει στην ψυχή, δηλαδή την ανάμνηση των ουράνιων αρμονιών που άκουγε στην κατάσταση της προ-ύπαρξής της, πριν χωριστεί από το Θεό. ‘Ετσι ο Τζαλαλουντίν Ρουμί γράφει:

      «Το τραγούδι των στροβιλιζόμενων σφαιρών
    είναι ό,τι τραγουδούν οι άνθρωποι με το λαούτο και τη φωνή τους.
    Αφού είμαστε όλοι μέλη του Αδάμ, έχουμε ακούσει αυτές τις μελωδίες στον Παράδεισο. Παρόλο που η γη και το νερό
    έχουν ρίξει επάνω μας τα πέπλα τους, διατηρούμε αχνές αναμνήσεις αυτών των ουράνιων ύμνων.
    Αλλά αφού περιβαλλόμαστε από παχυλά γήινα πέπλα, πώς μπορούν να φτάσουν ως εμάς οι τόνοι των στροβιλιζόμενων σφαιρών;»

    Τα Ορφικά ποιήματα που έχουν θεία χαρακτηριστικά και είναι σε θέση να επηρεάζουν τα άγρια ζώα με τη μουσική τους, επηρέασαν τον Σουφισμό. Θεωρώντας την Ορφική διδασκαλία, διαπιστώνομε πως η ανθρώπινη ψυχή μπορεί να φθάσει στο πιό υψηλό επίπεδο μόνο με την κάθαρση από όλα τα πάθη και τις κοσμικές κατοχές. Η ψυχή ταξιδεύει από σώμα σε σώμα προκειμένου να καθαριστεί από τις αμαρτίες, τις ανικανότητές της και τις ενοχές της και μόνο μετά από τη διάβαση όλων αυτών των επιπέδων μπορεί να φθάσει στο πιό υψηλό επίπεδό της, στο σημείο της Έξαρσής της. Ο Πυθαγόρας υιοθέτησε τις Ορφικές πεποιθήσεις, τις οποίες ενσωμάτωσε στις ιδέες του. Μετέπειτα, οι Νεοπλατωνικοί έλαβαν τον Πυθαγόρα ως Θεία Πηγή στις «εξ αποκαλύψεως γνώσεις». Δέχτηκαν ως αλήθεια οτιδήποτε προερχόταν από τις γραφές του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και των Στωικών.
    Οι προσπάθειες να κατασκευαστεί μια θρησκευτική φιλοσοφία βασισμένη στην ελληνική σκέψη και ειδικά στις Πυθαγόρειες θεωρίες, δημιούργησαν τον Νεοπλατωνισμό, του οποίου θεμελιωτής είναι ο Πλωτίνος που έλαβε την Πλατωνική θεωρία και τις ιδέες του Πρωταγόρα. «Ο Θεός θεωρείται ως πηγή και τέλος όλων και από αυτόν όλα προέρχονται», λέει ο Νεοπλατωνισμός «και σε αυτόν όλα τα πράγματα επιστρέφουν». Είναι το Άλφα και Ωμέγα, η Αρχή, η Μέση και το Τέλος. Επικοινωνία με το Θεό ή απορρόφηση στο Θεό, είναι ο πραγματικός σκοπός όλων των προσπαθειών μας και η θρησκεία ο παλμός της καρδιάς του κόσμου. Το κύριο δόγμα του Πλωτίνου λέει πως υπάρχει μόνο ένας εξυψούμενος Θεός, ο οποίος είναι μια ανώτατη δύναμη, η Τελική Αιτία, η Κοσμική Δύναμη. Ο Θεός είναι η υψηλότερη Πνευματικότητα και η Δημιουργική Ύπαρξη.  
    Ο κόσμος είναι μια εκπόρευση από το Θεό, μια αναπόφευκτη υπερχείλιση της άπειρης δύναμής του.  Ο Πλωτίνος λέει πως ο Θεός είναι μια Πηγή Ύδατος από την οποία ρέουν χωρίς εξάντληση τα άπειρα πρωταρχικά αίτια, ο Θεός είναι ο Ήλιος από τον οποίο το φως ακτινοβολεί χωρίς απώλεια στον ίδιο τον Ήλιο. Η Απόλυτη Ύπαρξη του Θεού είναι υψηλότερη από την ομορφιά, την αλήθεια, την καλοσύνη, τη συνείδηση και όλα αυτά εξαρτώνται από τον ίδιο. Είμαστε μακρύτερα από τον Ήλιο, την πηγή του Φωτός και κοντινότερα στο σκοτάδι, την ύλη. Η ομορφιά είναι στη δομή της Θείας ύπαρξης.
    Μεταξύ όλων των όντων στον κόσμο, τα ανθρώπινα όντα είναι πιό κοντά στη Θεία Ουσία επειδή έχουν ψυχές που προσπαθούν να γυρίσουν στην κατεύθυνση της αγνής σκέψης. Η αξιοπιστία, η ομορφιά ή η καλοσύνη ενός ανθρώπου εξαρτώνται από τις ενέργειες της ψυχής μέσα στο σώμα του και όσο πιό κοντινά είναι η ψυχή ενός ανθρώπου στην πηγή του Φωτός, τόσο περισσότερο αποκτά Θείες ιδιότητες όπως η αλήθεια, η καλοσύνη και η ομορφιά. Τα ανθρώπινα όντα απεικονίζουν την εμφάνιση του Θεού, περισσότερο από τις άλλες μορφές ζωής και συνεπώς βρίσκονται υψηλότερα στην κλίμακα της ύπαρξης.
    Δεν υπάρχει καμία πλευρά της φιλοσοφίας των Σούφι που δεν επηρεάστηκε από τον Νεοπλατωνισμό. Σύμφωνα με τη φιλοσοφία αυτή, η Πλήρης Ύπαρξη είναι επίσης Πλήρης Ομορφιά και δεδομένου ότι η Ομορφιά τείνει προς την εκδήλωση της Πλήρους Ύπαρξης, αναπτύχθηκε ο φαινομενικός κόσμος. Τα ανθρώπινα όντα σε αυτόν τον φαινομενικό κόσμο είναι τα μόνα που μοιράζονται της ένωσης με την Θεία Ουσία, επειδή έχουν τις ψυχές. Μετά τον θάνατος οι ψυχές επιστρέφουν στην πηγή τους, στην Πλήρη Ύπαρξη, ενώ τα σώματά τους διαλύονται και αποσυντίθενται. Δεδομένου ότι η ψυχή κάνει τον άνθρωπο Προσωπικότητα, θα πρέπει να ασκηθούν οι γαλήνιες αρετές όπως η ένδεια, η αυστηρότητα, η ταπεινότητα, η ευψυχία και η πειθαρχία.
    Στο Σουφισμό, ο κόσμος είναι ακριβώς μια εμφάνιση του Θεού. Στην πραγματικότητα, ο Θεός και ο κόσμος είναι "Ένα". Δεν είναι δυνατό να υπάρξουν ο Θεός και ο κόσμος ως χωριστές οντότητες επειδή ο Θεός δεν είναι κάτι έξω από τον κόσμο, αλλά μάλλον κάτι μέσα στον κόσμο. Όμως, η πεποίθηση αυτή, προτάθηκε αρχικά από τον Νεοπλατωνισμό.Για τον Νεοπλατωνισμό, μορφιά σημαίνει πολύ περισσότερο από την απλή συμμετρία. Περιλαμβάνει μια στενή σχέση προς την ιδανική πραγματικότητα, είναι μια εμφάνιση του Θεού πέρα από τα αντικείμενα του κόσμου. Οπουδήποτε το θείο φως λάμπει, γίνεται ομορφιά. Στο Σουφισμό πιστεύεται ακριβώς το ίδιο πράγμα για την ομορφιά. Αυτό που εκφράζεται πραγματικά στο ανθρώπινο πρόσωπο, είναι η εμφάνιση του θείου φωτός. Οι Νεοπλατωνικοί προσδιόρισαν την ομορφιά με τη θεία ουσία και οι Σούφι υιοθέτησαν την ίδια ιδέα.
    Η πραγματοποίηση των θείων χαρακτηριστικών στην ανθρώπινη ομορφιά να είναι μια επιρροή του Νεοπλατωνισμού στην φιλοσοφία των Σούφι.
    Η ομορφιά και η καλοσύνη θεωρούνται και στο Νεοπλατωνισμό και στο Σουφισμό ως Θεϊκές αρετές. Η καλοσύνη είναι σημαντικότερη μεταξύ των χαρακτηριστικών που εξυψώνουν έναν άνθρωπο στο υψηλότερο στάδιο της ύπαρξης. Και στο Ισλάμ και στον Σουφισμό, η καλοσύνη ως θεία αρετή συνδέεται με τη θέληση του Θεού. Η πεποίθηση ότι ο Θεός θα ανταμείψει τις καλές πράξεις στην ευλογία στα ανθρώπινα όντα δεν είναι κάτι νέο ή αρχικό στην ισλαμική φιλοσοφία. Ο Πλάτων διατύπωσε ως φιλοσοφικό πρόβλημα αρχικά, την καλοσύνη. Η καλοσύνη, η τιμιότητα, η ανδρεία, η φρόνηση και η αρετή είναι κύρια θέματα στην Πλατωνική φιλοσοφία. Αργότερα, ο Πλωτίνος εναρμόνισε την Πλατωνική φιλοσοφία με τη θρησκεία κάτω από τις διδασκαλίες του Νεοπλατωνισμού. Συνεπώς, η ιδέα της καλοσύνης ως θεία αρετή στον Σουφισμό, προέρχεται από τον Νεοπλατωνισμό. Και στα δύο δόγματα, όσο περισσότερο καθαρίζεται η ψυχή από τα προσωρινά πάθη, επιθυμίες και πόθοι, τόσο αρμονικότερη γίνεται με την καλοσύνη.
    Ακόμα, θεωρούν πως ότι ο θάνατος είναι ένας χωρισμός του σώματος και της ψυχής. Όταν ένα άτομο πεθαίνει, η ψυχή ως θεία ουσία δεν πεθαίνει και ταξιδεύει σε ένα άλλο σώμα ενώ το σώμα αποσυνθέτεται και γίνεται γη πάλι. Ο θάνατος είναι ένας διαχωρισμός δύο οντοτήτων, της ψυχής και του σώματος.  Ο Σουφισμός αντιλαμβάνεται τη δημιουργία ως εκπόρευση από το Θεό, σαν μια "εμφάνιση" του Θεού. Αυτή η έννοια της δημιουργίας είναι αρκετά διαφορετική από την ορθόδοξη ισλαμική πίστη περί δημιουργίας σαν προερχόμενη από το τίποτα. Σύμφωνα με αυτήν, ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, την ανθρωπότητα και όλα τα ζωντανά πλάσματα από το τίποτα αλλά χωρίς ιδιοτέλεια. Αυτή η πίστη υιοθετείται από όλες τις μονοθεϊστικές θρησκείες, δηλαδή το Χριστιανισμό, τον Ιουδαϊσμό και το Ισλάμ, που υποθέτουν την ύπαρξη μόνο ενός Θεού, κάτι που πιθανά προέρχεται αρχικά από την Παλαιά Διαθήκη. 

    Και στα δύο δόγματα, Σουφισμό και Νεοπλατωνισμό, υποστηρίζεται πως η ψυχή μπορεί να φθάσει στην έξαρσή της διαβαίνοντας μέσα από ορισμένα σταδία. Κατά πρώτον, η έξαρσή της εξαρτάται από την κάθαρση από τα πάθη, τις αισθησιακές επιθυμίες και τους πόθους. Κατά δεύτερον, η ψυχή, λόγω της θείας φύσης της, είναι αθάνατη και η τάση της προς τις εφήμερες υπάρξεις μπορεί να την αναγκάσει σε εκφυλισμό και φθορά. Προκειμένου να αποτραπεί αυτό, η ψυχή πρέπει να περιστραφεί στον εαυτό της και να κατανοήσει το νόημά της. Κατά τρίτον, η ψυχή μπορεί να φθάσει στην έξαρση με τη γνώση. Ο τρόπος να γνωρίσει τον εαυτό της είναι διαμέσου της αγάπης.
    Η αγάπη είναι το θείο ένστικτο της ψυχής που την παρακινεί να αντιληφθεί τη φύση της και το πεπρωμένο της. Η ψυχή είναι πρωτογεννημένη του Θεού, πριν από τη δημιουργία του σύμπαντος, ζούσε και κινιόταν και είχε την ύπαρξή της μέσα σ’ Εκείνον και κατά τη διάρκεια της γήινης εκδήλωσής της είναι σαν ένας ξένος σε εξορία, επιθυμούσα πάντα την επιστροφή της στην πατρίδα της.

    Να τι είναι αγάπη: να ανέρχεσαι στα ουράνια,
    να σχίζεις κάθε στιγμή εκατό πέπλα·
    στο πρώτο στάδιο να απαρνείσαι τη ζωή
    και στο τελευταίο να ταξιδεύεις δίχως πόδια·
    να βλέπεις αυτόν τον κόσμο σαν ανύπαρκτο
    και να μη θεωρείς ό,τι εμφανίζεται, σαν εαυτό σου.

    Όλες οι ερωτικές ιστορίες και οι αλληγορίες της σουφικής ποίησης, για παράδειγμα η ιστορία της Λέιλα (Νύχτας) και του Ματζνούν (Τρελού), του Γιούσουφ και της Τζουλέικα, του Σαλαμάν και της Αμπσάλ, της πεταλουδίτσας και της λυχνίας, του αηδονιού και του τριαντάφυλλου είναι απλές σκιαγραφίες του έντονου πόθου της ψυχής για επανένωση με το Θεό.
    Η ψυχή παρομοιάζεται με ένα θλιμμένο περιστέρι που έχει χάσει το ταίρι του· σαν ένα καλάμι κομμένο από τις ρίζες του που χρησιμεύει σαν φλογέρα για να γεμίζει, με τη γλυκιά μουσική του, με δάκρυα τα μάτια σαν ένα εκπαιδευμένο γεράκι που με το σφύριγμα του κυνηγού πάει και φωλιάζει στον ώμο του. Σαν το χιόνι που λιώνει στον Ήλιο και ανέρχεται σαν ατμός στον ουρανό. Σαν ένας φτωχός που προσπαθεί να γίνει πρίγκιπας.
    Αυτές σι εικόνες υπαινίσσονται ότι ο Θεός πρέπει να γίνεται αντιληπτός σαν υπερβατικός και ότι η ψυχή δεν μπορεί να Τον φτάσει, αν δεν κάνει αυτό που ο Πλωτίνος εκφράζει με μια εύστοχη φράση σαν «το πέταγμα του Μόνου στον Μόνο». Ο Τζαλαλουντίν λέει:

    Η κίνηση κάθε ατόμου
    κατευθύνεται στην πηγή του.
    Ο άνθρωπος φτάνει σε κείνο
    προς το οποίο έχει κλίση.
    Με τη δύναμη της συμπάθειας και του ζήλου,
    η καρδιά και η ψυχή
    ντύνονται με τις ιδιότητες του Αγαπημένου,
    που είναι η Ψυχή των ψυχών.
    Έτσι ο Αμπού Σάιτ λέει:
    Στην καρδιά μου Εσύ ενοικείς,
    διαφορετικά με αίμα θα την έπνιγα
    Στη ματιά μου Εσύ φεγγοβολείς,
    διαφορετικά με δάκρυα θα την έσβηνα.
    Να γίνει ένα με Σένα,
    είναι το μόνο που ποθεί η ψυχή μου,
    διαφορετικά με αγκίστρι ή τσιγκέλι
    έξω από το σώμα θα την έβγαζα!

    Η αγάπη είναι η εμφάνιση του Θεού και διαμέσου της αγάπης κάποιος μπορεί να επιτύχει μια ειδική γνώση, γνώση του εαυτού. Η αυτογνωσία μπορεί να επιτευχθεί μέσω της ενδοσκόπησης. Στο τελευταίο στάδιο, καθώς το άτομο γνωρίζει τον εαυτό και καταλαβαίνει την ουσία της ψυχής, συνειδητοποιεί ότι είναι πανομοιότυπο με το σύμπαν και τα άλλα δημιουργήματα και ότι ο Θεός είναι η μόνη ύπαρξη που παρουσιάζεται σε όλη τη δημιουργία. Ως εκ τούτου, κάποιος ελευθερώνεται από το δυϊσμό. Αυτό είναι το στάδιο της ενοποίησης του Θεού, των ανθρώπων και του κόσμου. Σε αυτή τη φάση, οι λέξεις που δηλώνουν μεμονωμένες ατομικότητες, όπως "εσύ" ή "εγώ" και που υπονοούν το χωρισμό και τη διαφοροποίηση, χάνουν την έννοιά τους. Υπάρχει μόνο "ένα" και αυτό το "ένα" είναι μια ενοποίηση στην ουσία του Θεού. Αυτό είναι το υψηλότερο στάδιο της έξαρσης για ένα άτομο και μόλις φθάσει σε αυτό το στάδιο, αντιλαμβάνεται το Θεό και καταλαβαίνει ότι ο Θεός είναι η μόνη ύπαρξη στον κόσμο και ότι η ψυχή δεν είναι παρά Θεός.
    Ο Τζαλαλουντίν Ρουμί διακηρύσσει ότι η αγάπη της ψυχής για το Θεό είναι η αγάπη του Θεού για την ψυχή και ότι αγαπώντας την ψυχή ο Θεός αγαπάει τον Εαυτό του, αφού οδηγεί στο δρόμο της επιστροφής αυτό που στην ουσία είναι θείο.
    «Ο χαλκός μας» λέει ο ποιητής, «μετουσιώνεται μέσω αυτής της σπάνιας αλχημείας», εννοώντας ότι το αγενές μέταλλο του εαυτού εξαγνίζεται και πνευματοποιείται. Σε μια άλλη ωδή λέει:

    Ω ψυχή μου, έψαξα από τη μια άκρη στην άλλη,
    δε βρήκα τίποτα άλλο σε σένα
    εκτός από τον Αγαπημένο
    Μη με πεις άπιστο, ω ψυχή μου,
    αν πω ότι εσύ η ίδια είσαι Εκείνος.
    δε χρειάζεται να ψάχνεις, γιατί Θεός είσαι εσύ, εσύ!
    Γιατί ζητάς κάτι που ποτέ δε σου έλειψε;
    Εκτός από σένα, άλλος δεν είναι,
    αλλά συ πού είσαι, Πού;

    Πού είναι ο εραστής, όταν προβάλλει ο Αγαπημένος:
    Παντού και πουθενά το ξεχωριστό εγώ τον έχει εγκαταλείψει. Στο νυμφώνα της ενότητας ο Θεός γιορτάζει το μυστικό γάμο της ψυχής.
    Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν πως υπάρχουν στενές ομοιότητες μεταξύ του Σουφισμού και του Νεοπλατωνισμού και αυτό συνέβηκε με αλληλεπιδράσεις μέσα από κοινωνικά και πολιτιστικά περιβάλλοντα κατά την διάρκεια ακμής του Σουφισμού. Αναμφίβολα, όπως είναι ευρέως γνωστό, η ισλαμική φιλοσοφία έχει τις ρίζες της, κατά κανόνα, στις εργασίες του Αριστοτέλη, οι οποίες όλες μεταφράστηκαν σε Αραβικά.
    Η ισλαμική σκέψη επηρεάστηκε από την ελληνική φιλοσοφία, ειδικά από τις ιδέες του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Οι Ισλαμικοί φιλόσοφοι ερμήνευσαν τον Αριστοτέλη με την δική τους ισλαμική άποψη και καθιέρωσαν τις θεωρίες τους βασισμένοι στην φιλοσοφία του Αριστοτέλη. Επίσης, πεποιθήσεις που προήλθαν από τις μεταφράσεις των γραφών του Πλάτωνα και του Πλωτίνου, εισήχθησαν στον πολιτισμό της Ανατολίας και αναμίχθηκαν με τις διαφορετικές αρχαίες πίστεις της Ανατολίας, όπως τα Ορφικά. Τα απόκρυφα στοιχεία του Νεοπλατωνισμού αναμίχθηκαν με τις αρχαίες πίστεις της Ανατολίας, όπως για παράδειγμα η ιερότητα των φυσικών γεγονότων όπως ο Ήλιος που ενσωματώνεται στο Σουφισμό στην πεποίθηση της ομοιότητας του Θεού στον Ήλιο, προετοίμασαν τον τρόπο για τις φιλελεύθερες ερμηνείες των Ισλαμικών αρχών στη φιλοσοφία των Σούφι. Ο Νεοπλατωνισμός δείχνει πως αποτελεί την πιθανότερη βασική εξήγηση του φιλοσοφικού συστήματος της σκέψης της φιλοσοφίας των Σούφι.

     

  • Κίρκη

    Η Κίρκη, ονομαστή μάγισσα της αρχαιότητας, ζούσε στο μακρινό νησί Αία, σε ένα θαυμάσιο παλάτι κτισμένο σε ένα πολύ όμορφο δάσος. Τα περίλαμπρα ανάκτορά της ήταν γεμάτα λύκους, λιοντάρια και άλλα ζώα, στα οποία είχε μεταμορφώσει τους ανθρώπους που έρχονταν στο νησί της. Με πολλή φιλοφροσύνη κατάκτησε τους συντρόφους του Οδυσσέα και, αφού τους προσέφερε φαγητά και μαγεμένα βότανα για να λησμονήσουν την πατρίδα τους, τους μεταμόρφωσε σε χοίρους με το ραβδί της. Ο Ευρύλοχος, που βρισκόταν έξω από τα ανάκτορα, είδε το γεγονός και το εξιστόρησε στον Οδυσσέα. Αυτός, πήρε ένα βότανο που εξουδετέρωνε τις μεταμορφώσεις της Κίρκης από το θεό Ερμή και επισκέφτηκε την Κίρκη, υποχρεώνοντάς την να επαναφέρει τους συντρόφους του στην κανονική τους μορφή και έμεινε μαζί της για ένα χρόνο. Καρποί της σχέσης τους υπήρξαν ο Άγριος, η Κασσιφόνη, ο Λατίνος και ο Τηλέγονος. Λατρευόταν στη Ρώμη ως θεά, ενώ ο Βιργίλιος αναφέρει ότι ζούσε στην Τυρρηνική θάλασσα.
    Ο Λατίνος, βασιλιάς του Λατίου, ίδρυσε την πόλη Λάτιο, από την οποία κατάγονται οι Λατίνοι και οι Ρωμαίοι, ενώ αποτελούσε συνεκτικό κρίκο της Ιταλίας με την Τροία. Η Κασσιφόνη έγινε σύζυγος του Τηλέμαχου αλλά τον σκότωσε γιατί έγινε αίτιος του θανάτου της μητέρας της, Κίρκης, αιτιολογώντας την ετυμολογία του ονόματός της (κασσιφόνη = αδελφοκτόνος). Ο Τηλέγονος όταν ενηλικιώθηκε τον έστειλε η μητέρα του να αναζητήσει τον Οδυσσέα, αλλά τον σκότωσε, αγνοώντας την ταυτότητά του. Παρέλαβε την Πηνελόπη και πήγε στο νησί των Μακάρων.

     Πάντα, η γοητεία είναι που προχωρά από τα θεία θηλυκά όντα, θαυμάσια ειδικευμένα στη μαγεία και στις ιατρικές τέχνες, που ξέρουν μόνο τις αρετές ορισμένων χορταριών, ορισμένων λουλουδιών, φτιάχνοντας με αυτά φίλτρα και ποτά που δίνουν το θάνατο και τη ζωή, την ασθένεια και την υγεία στο απέραντο βασίλειο της Φύσης. Πώς μπορεί η Κίρκη να ερμηνευθεί επισημαίνοντας τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που την συνδέουν, αυτή τη μεγάλη θεά της μεσογειακής θρησκείας;

    Εξετάζοντας τις τόσες πολλές επαναστατικές αλλαγές στον τομέα της αρχαιολογίας, αναγκαζόμαστε σε μια απολύτως νέα προοπτική για την προηγούμενη ιστορία ολόκληρου του πλανήτη και ίσως αυτό να καταστήσει όλα τα σχολικά βιβλία μας ξεπερασμένα.

     Ο Μ. Marconi καθηγητής της Ιστορίας των Θρησκειών στο Μιλάνο για ένα μακρύ χρονικό διάστημα από το 1940 ως το 1970, σαφώς έβλεπε πως η περιοχή που η ερευνητική μεθοδολογία όριζε, δεν θα μπορούσε να περιοριστεί μέσα στα παραδοσιακά γεωγραφικά όρια, αλλά εκτεινόταν από τα βρετανικά νησιά ως την κοιλάδα του Ινδού ποταμού και ως το νοτιότερο μέρος της Αφρικής. Οι ειδικές θρησκευτικές αναλογίες και μια ουσιαστική θρησκευτική κοινότητα μεταξύ των ανατολικών και δυτικών μεσογειακών ακτών περιγράφουν μια πολιτιστική ενότητα στα αρχέγονα στρώματα όλων των μεσογειακών χωρών που ανήκουν στην Νεολιθική εποχή.

    Επιπλέον, μπορούμε να δούμε πώς ο μεγάλος μεσογειακός πολιτισμός, χάρη στη μελέτη μερικών θηλυκών θεοτήτων στην ελληνική και ρωμαϊκή θρησκεία, πέρασε μέσω της Μαύρης Θάλασσας, των κοιλάδων του Τίγρη και του Ευφράτη και απλώθηκε μέχρι την κοιλάδα του Ινδού ποταμού. Αποκαλύπτεται σήμερα πως οι Ανατολικές και του Αιγαίου θρησκείες και η προ-Αριανή Ινδία μας κάνουν να σκεφθούμε πως η μετέπειτα θρησκεία τους ανάγεται σε δυτική προέλευση που αναμιγνύεται με τον πρωτόγονο νεγροειδή πληθυσμό και φορέας ήταν ο φορέας ο μεσογειακός πολιτισμός στην Κεϋλάνη και σε άλλα πλησίον μέρη.

     Ήταν οι Πελασγοί, ο μεσογειακός προ-ινδοευρωπαϊκός λαός, που βεβαίωσαν την παρουσία τους μέχρι την Άνω- Παλαιολιθική, δυτικά και ανατολικά στην περιοχή της Ανατολίας και του Αιγαίου. Στην Ιταλία βρίσκονται ίχνη τους στο Βορρά και στο κεντρικό-νότιο μέρος στη Σικελία, συμπεριλαμβανομένης της Σαρδηνίας.  Δεν ήταν ναυτικοί ούτε κατακτητές, αλλά μικρές ομάδες ανθρώπων που ασκούσαν τη γεωργία, εγκατέλειψαν τα εδάφη τους πηγαίνοντας στην ανατολική πλευρά της Αδριατικής θάλασσας, ψάχνοντας για νέο έδαφος. Γύρω από τα βουνά της σημερινής Αλβανίας έχτισαν τα χωριά τους. Ζούσαν διαφορετικά από τους γηγενείς κατοίκους της Μεσογείου που ζούσαν εδώ από τους νεο-λιθικούς χρόνους και τους ήδη Αρίους Ευρωπαίους που είχαν συγκροτημένη γλώσσα, που αποδεικνύεται στις αποτεφρώσεις ως νεκρικές ιεροτελεστίες.

     Η Κίρκη είναι πολύ περισσότερο από μια θηλυκή γόησσα, είναι το αρχέτυπο του Ποντία Φωτών, το πιο πλήρες παράδειγμα των φαρμακίδων (μαγισσών), η Θεά στην πλήρη εκδήλωσή της ως Κυρία των Άγριων (Φυτών και Ζώων), θεραπεύτρια, η πιο γνωστή μάγισσα του Αρχαίου Μεσογειακού κόσμου απόλυτα συσχετισμένη με τη Μήδεια, την πλέον διάσημη μάγισσα της Ανατολίας και τόσο δημοφιλούς και βαθιά ριζωμένης στην παράδοση για να επιζήσει ως καθορισμένη και ισχυρή εικόνα ακόμη και στις γραπτές αφηγήσεις του πιο πρόσφατου πατριαρχικού πολιτισμού μέσω του Ομήρου και του Ευριπίδη.

     Η γενεαλογία της Κίρκης είναι πολλαπλάσιος: κόρη της Εκάτης και του Ηλίου ή της Περσηίδος και του Ηλίου, ή ακόμα από την Αστερόπη μια Ωκεανίδα και τον Υπερίωνα. Εάν είναι κόρη του Ηλίου, είναι όχι μόνο αδελφή της Μήδειας αλλά και της Πασιφάης και του Αιήτη. Και στις δύο περιπτώσεις, έχει παραχθεί από τον ωκεανό και από τον ουρανό. Ο Παυσανίας στα Λακωνικά, μας λέγει πως υπήρχε ιερό με μαντείο, όπου βρισκόταν ένα χάλκινο άγαλμα της Πασιφάης μαζί με τον πατέρα της τον Ήλιοp> <pΟι κάτοικοι της Μεσογείου σέβονται μια μεγάλη θεά, κυρία των ανθέων των βοτάνων, κυρία των κτηνών και των κοπαδιών, κυρίας των ναυτικών, κυρίας των παρθένων έτοιμων για γάμο και των καρπερών συζύγων (γυναικών): σε αυτόν τον διαδεδομένο κόσμο, συμπεριλαμβανομένων όλων των ζωντανών όντων στη γη, κοιτάζει με τα γενναιόδωρα και καταπραϋντικά μάτια, έτοιμη να ενθαρρύνει και να προστατεύσει την καταπληκτική συνεχή αύξησή τους. Αυτή η παντοδύναμη θεότητα λατρεύεται προ πάντων ως δωρητής της υγείας.

     Με ποια μέσα εκπληρώνει την ουσιαστική εργασία της; Μέσω της γνώσης των βοτάνων και των ανθέων, από την οποία είναι σε θέση να λάβει τους χυμούς και τις αλοιφές που αποκαθιστούν άφθονα την υγεία, τη νεότητα και τη ζωή. Συνεπώς, χάρη σε αυτήν την συνεχή ευγενή εργασία ως ποντία φυτών, προσδιορίζεται με τη γη, η καρποφόρος τροφοδότηση της ζωής, η οποία άυπνα δίνει ζωή στα προσφερόμενα βότανα, στα άφθονα φρούτα και τους ισχυρούς κορμούς. Σε αυτήν την συνεχή περιστροφή της ζωής κάθε έτος ανανεώνεται στις σκιές των ξύλων όπως στα ανοικτά χωράφια που οργώνονται τρεις φορές.

     Η αρσενική δύναμη του Ήλιου συνεργάζεται φέρνοντας φως και θερμότητα στη γη, η οποία το λιπαίνει. Αρχικά ήταν ο Ήλιος που θεωρήθηκε από τους κατοίκους της Μεσογείου ως χορηγός ζωής, λειτουργώντας δίπλα στη μεγάλη θεά, την αληθινή Ποντία της οικουμένης, της οποίας αυτός ήταν πάρεδρος (συνέταιρος). Η Πασιφάη και ο ταύρος Ήλιος στην Κρήτη (η Πασιφάη φίλησε τον ταύρο και έγινε ο Μινώταυρος) είναι το χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η επόμενη μετάβαση από πάρεδρος στον πατέρα - επίσης εξετάζει την εναλλαγή των διαφορετικών ρόλων στα θεία ζεύγη της Μινωικής θρησκείας - δεν είναι δύσκολο να εξηγηθεί.

    Με το διαχωρισμό της μεγάλης θεάς σε πολλές θείες προσωπικότητες, κάθε μια από αυτές με το καλά καθορισμένο όνομά της αλλά πάντα κρατώντας την ιδιαίτερη δυνατότητα των φαρμακίδων.

     Ο Ήλιος έγινε αντιληπτός όχι μόνο ως πατέρας του φυτικού κόσμου αλλά και των ευατών τους, οι οποίες είχαν μια τέτοια οικειότητα με όλες τα φυτά και ήταν οι θεματοφύλακες του κρυμμένου μυστικού σε κάθε στεφάνη άνθους, φρούτο, ρίζα κλπ.

    Όπως η μητέρα της Εκάτη, η Κίρκη έζησε αρχικά στην Κολχίδα, όπως λέει ο Όμηρος, στον κήπο στο δάσος στην Κολχίδα που ήταν ήδη ιερό στη μητέρα της και καλείτο Αιαίη. Αλλά όταν συναντά τον Οδυσσέα ζει σε έναν άλλο καταπληκτικό κήπο, την Τυρρηνία Αιαίη ή Κολχική Αιαίη, την οποία ο Όμηρος τοποθετεί πλησίον του Άιδου. Έτσι έχουμε δύο Αιαίης Κιρκαιδίας, το όρος Κίρκαιον πολυφάρμακον στην Ιταλία και το Κίρκαιον πεδίον της Κολχίδας, όπου "η πρώτη ακτίνα του Ηλίου το πρωί ξυπνά τη ζωή στο μυστικό κήπο, φωτίζοντας το θαυμάσιο πρόσωπο της θεάς.

     Αυτός ο διπλός κήπος ερμηνεύεται ως μια από την επεκτεινόμενη διάδοσης προς δυτικά των Πελασγών. Σε μια λαογραφική και ιστορική έρευνα το 1934, βρέθηκαν τα ονόματα Κερκέται στην Καυκάσια ζώνη, για να αποκαλύψει πως ο τοπικός πληθυσμός τώρα καλείται Circassian, το Gergithes στην Τρωάδα της Ανατολίας, το Gergesaias στην Παλαιστίνη, όλα τα ονόματα αποκαλύπτουν τους "ανθρώπους της Κίρκης". 

     Ο Μ. Marconi που έκανε την πιο πάνω έρευνα, υπογραμμίζει ότι η ρίζα Κιρ-, Κερκ- επίσης θεωρείται πως βρίσκεται από την Κέρκυρα ως την Ανδριατική Θάλασσα ως το Kirkesion στη Μεσοποταμία και από την Αίγυπτο ως τη Θράκη και την Ιλλυρία. Και, ακολουθώντας το Fozio και το Esichio, μακρύτερα ανατολικά, υπήρξαν λαοί γνωστοί ως Κερκίται Kerkitai (έθνος Ινδικόν) και Κολκοί Ινδικοί (Kolkoi Indicoi), μεταξύ των ινδικών πληθυσμών.

     Το Kolkoi (Korkai, Kolkai) ήταν το όνομα μιας σημαντικής εμπορικής και θαλάσσιας πόλης στο βορειοανατολικό μέρος του ακρωτηρίου Cormorinστο νότο της Ινδίας, ήταν η αρχαία πρωτεύουσα του βασιλείου των Pandjas, το λίκνο του νότιων πολιτισμού της Ινδίας και του σπιτιού τριών μυθικών αδελφών, οι οποίοι λέγεται πως είναι οι ιδρυτές, Pandja, Khera και Khola στα Ιμαλάια. Υπάρχουν πολλά άλλα τοπωνύμια που αναφέρονται από Μ. Marconi, τα οποία διαβάζονται μέσα στον Στράβωνα και άλλους για να αποδειχθεί η ακριβής σχέση μεταξύ της απώτατης ανατολικής και δυτικής διάχυσης των Πελασγών, ακτινοβολώντας από την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας.

     Επιπλέον, υπάρχουν άλλες όψεις της Κίρκης και της Μήδειας που, εκτός από την ιδιαίτερη αντιπροσώπευση των Θεών όπως αναπτύσσεται στο κεντρικό-δυτικό μέρος της Μεσογείου και της Ευρώπης, τις συνδέουν με τα κύρια γνωρίσματα της Θεάς: είναι επίσης "παρθένα, μητέρα και γριά" και η Κίρκη έχει τη σκοτεινή πλευρά της ως κυρία των νεκρών όπως τη μητέρα της, Εκάτη. Και στα νησιά Φαρμακούσσες στο Σαρωνικό κοντά στη Σαλαμίνα, είναι η θέση του ενταφιασμού της Κίρκης.

     Η Κλασσική Εποχή, άλλαξε και μεταβλήθηκε από νέες κοινωνικές και πνευματικές συνθήκες, οι ιδιότητες των θεών ελαττώθηκαν, αλλά δεν χάθηκαν εντελώς, συνέχισαν να αρμόζουν και να ριζώνουν βαθιά στις θρησκευτικές λειτουργίες και πίστεις. Αβέβαια, η μεσαιωνική μαγεία έχει την πηγή της στο Μεσογειακό υπόστρωμα που, λίγο ή πολύ κρυφά, ήρθε στην επιφάνεια στον Κελτικό κόσμο, δίνοντας θέση σε ιδιαίτερα δηλωτικές σχέσεις και συμπτώσεις. Αναφέροντας την Κυρία της Λίμνης και τον Λάνσελωτ, την Μοργκάνα και το βασιλιά Αρθούρος εξακριβώνεται πως όπως η Κίρκη είχε τον Πίκο (Ζευς) σαν πάρεδρό της έτσι η Βιβιάνα / Ντιάνα / Ντάνου είχε το Μέρλιν.

     Υπάρχει μια απλούστερη ρίζα -*danu σε όλες τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες (σημαίνει "νερό") και επίσης της ρίζας -dru* (σημαίνει "βελανιδιά"). Σημειώνεται ότι οι λέξεις "Δρυς", "Δωδώνη" και "Δίας" δεν έχουν καμία απολύτως σχέση. Σημείωσε ακόμα, πως οι Κέλτες και οι Αρχαίοι Έλληνες είχαν επαφές. Είναι ένα πολύ κοινό θέμα στην Κελτική μυθική λογοτεχνία, η υπερφυσική κυρία που εκπαιδεύει μία νέα ηρωίδα, που είναι συγχρόνως η μητέρα της, ο δάσκαλός της, ο εραστής της. Η μεσαιωνική νεράιδα είναι, επομένως, η βόρεια και πιο πρόσφατη έκδοση του Μεσογειακού μάγου με τον οποίο μοιράζεται τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία: το ξύλο (δάση), τα φυτά και τα βότανα, τη δυνατότητα να μετασχηματιστούν τα άτομα (σε κτήνη όπως στους πολεμιστές), τον ποταμό ή τη λίμνη κ.λπ. Η νεράιδα, η Κυρία της Λίμνης, επίσης μέσω αυτού του μυστήριου και υποδηλωτικού ονόματος αποκαλύπτεται σαν μια ανώτερη, θεία ύπαρξη.

     Στην πραγματικότητα, οι Βρετανικοί Νήσοι πριν από την άφιξη των Κελτών, είχαν κατοίκους από Μεσογειακές φυλές, που έχτισαν τα μεγαλιθικά μνημεία και λάτρεψαν την Ντάνου ως επώνυμη μητέρα τους. Το όνομα Ντάνου έχει την ίδια ρίζα με το Ντιάνα (Diana) τη θεά των δασών και των υδάτων, η αρχαία ρίζα του ονόματος της μεσαιωνικής Κυρίας της Λίμνης.

     Σήμερα είναι γνωστό από ερευνητές πως στην Ιταλία, στη Βρετανία και στη Γαλλία αλλά και στη Γερμανία, η λέξη μήλο οδηγεί στη Μήδεια, στην Κίρκη και στον Απόλλωνα. Οι λέξεις για το μήλο, δείχνουν ένα μόρφωμα που έχει Μεσογειακό υπόστρωμα και διασκορπίζεται επίσης στη νότια Ιταλία (είναι μια πόλη στην Καμπανία που είναι γνωστή για την παραγωγή μήλων) και επαναλαμβάνεται επίσης στο όνομα του Θεού Abellio στη γαλλική περιοχή Garonna, που ήταν κύριο κέντρο λατρείας του Aulon, χωρίς να ξεχάσομε ότι στην Κρήτη και τη Σικελία βρίσκομε το διαφορετικό Απέλλωνα για τον Απόλλωνα. Επομένως, τότε η Κίρκη και τώρα η Μοργκάνα, ζουν σε ένα νησί από μήλα με πολύ πλούσια παραγωγή, όπως η Αφροδίτη που μεγάλωσε ένα δέντρο μηλιάς στον κήπο της στην Ταμασσό στην Κύπρο. Η μηλιά βρίσκεται ομοίως στο μακρινό δυτικό κήπο των Εσπερίδων ή στα Ηλύσια Πεδία (Champs Elisees), πέρα από τα σύνορα της Μεσογείου.  Η Αία (το αρχαίο όνομα της Κολχίδας)έχει βρει εδώ το τελευταίο δυτικό καταφύγιό της.
     

     Ο Αισχύλος έγραψε το σατυρικό δράμα «Κίρκη».

    Το όνομά της Κίρκης φέρει ο αστεροειδής αρ. 34. Το όνομά του Αγρίου φέρει ο αστεροειδής αρ. 8241.

  • Μαγικές Βοές

    Ταύτιση του εαυτού με τη Θεότητα και Μαγικές Βοές στην Αρχαία Αιγυπτιακή και Ελληνική Μαγεία

     Αποκρυφισμός και εσωτερισμός, όπως το Ερμητικό Τυπικό από την Χρυσή Αυγή, έχουν διαμορφώσει την πεποίθηση, πως η αρχαία Αιγυπτιακή μαγεία είναι μια αρχική πηγή για τις δυτικές πρακτικές και ιδέες. Δεδομένου ότι ξέρουμε ότι η Ερμητική και η Νεοπλατωνική Θεουργία είχαν μια βαθιά επιρροή στις αργότερα ευρωπαϊκές μαγικές παραδόσεις. Μια έρευνα στις πιθανές σχέσεις μεταξύ των αιγυπτιακών και ελληνικών μαγικών ιδεών θα ήταν χρήσιμη για να ερευνήσει την ακρίβεια της αξίωσης των αποκρυφιστών.
     Περίπου το έτος 4000 πΧ, ήλθε ο Παγκόσμιος Εκπαιδευτής ονομαζόμενος Τεχούτι ή Θωθ, που αργότερα ονομάστηκε από τους Έλληνες Ερμής. Δίδαξε την Μεγάλη Αλήθεια του Εσωτέρου Φωτός στους ιερείς των ναών. Δίδαξε «περί του Φωτός το οποίον φωτίζει κάθε άνθρωπο ερχόμενον εις τον κόσμον», μια φράση δική του γραμμένη στα Αρχαία Ιερά Κείμενα.
     Δίδαξε πως το Φως είναι Παγκόσμιο και ότι το Φως τούτο, που είναι ο Θεός, ενοικεί στην καρδιά όλων των ανθρώπων. Το βρίσκομε σχεδόν παντού: ο Όσιρις είναι Φως, προήλθε από το Φως, κατοικεί μέσα στο Φως, είναι το ίδιο το Φως. Το Φως είναι κρυμμένο παντού. Και όταν ο άνθρωπος γίνει ένα με τον Όσιρι – Φως, τότε γίνεται ένα με το Παν.
      Οι Ελληνικοί Μαγικοί Πάπυροι, οι PGM είναι ένα σύνολο από πάπυρους μαγικών επικλήσεων, συλλεγόμενοι από τον Jean d' Anastaisi στις αρχές του 1800 στην Αίγυπτο. Ο Hans Deiter Betz, στην εισαγωγή του στη νεώτερη αγγλική μετάφραση, σκέπτεται ότι αυτοί οι πάπυροι μπορεί να είχαν βρεθεί σε μια βιβλιοθήκη τάφων ή ναών και οι πιο αρχαίοι πάπυροι μπορεί να ήταν η συλλογή ενός ατόμου στις Θήβες.
     Οπωσδήποτε, η ακριβής προέλευση για των PGM είναι άγνωστη. Ο Betz δηλώνει ότι μέσω των λογοτεχνικών πηγών είναι γνωστό ότι ένας αριθμός από μαγικά βιβλία με μαγικές επικλήσεις συλλέχθηκαν στους αρχαίους χρόνους, τα περισσότερα από τα οποία ήταν κατεστραμμένα. Έτσι, οι PGM είναι μια πολύ σημαντική πηγή για τις από πρώτες πληροφορίες για τις μαγικές πρακτικές στην αρχαία Μεσόγειο.
     Οι μαγικές επικλήσεις των PGM καλύπτουν την κλίμακα των μαγικών πρακτικών από τις εναρκτήριες ιεροτελεστίες για αιώνια ζωή ως τις μαγικές επικλήσεις για την αγάπη και θεραπευτικές ιεροτελεστίες. Οι περισσότεροι από τους παπύρους είναι Ελληνικοί και Λαϊκοί με ερμηνείες στην Παλαιά Κοπτική και χρονολογούνται μεταξύ του 2ου αιώνα π.Χ. και του 5ου αιώνα μΧ. Οι μαγικές επικλήσεις καλούν Ελληνικές, Αιγυπτιακές, Εβραϊκές, Γνωστικές και Χριστιανικές θεότητες.
     Δύο από τις πιο ενδιαφέρουσες πτυχές αυτών των κειμένων είναι η πρακτική της ταύτισης του εαυτού με τη θεότητα και η χρήση των μαγικών βοών στην εκτέλεση των μαγικών τελετουργιών. Σε πολλές από τις μαγικές επικλήσεις, ο ασκών λέγεται να χρησιμοποιήσει την έκφραση «Είμαι» μαζί με ένα συγκεκριμένο όνομα θεότητας να εξουσιοδοτήσει ή να εργαστεί με την μαγική επίκληση. Σε έναν τέτοιο πάπυρο, για παράδειγμα, μια μαγική επίκληση για να γίνει κάποιος αόρατος, δηλώνει «είμαι ο Άνουβις, είμαι ο Όσιρ-Φρε, ……είμαι ο Όσιρις που ο Σεθ κατέστρεψε». (6. PGM I, 140, 195. )Η χρήση της συγκεκριμένης μαγικής γλώσσας σε αυτά τα κείμενα, οι Μαγικές Βοές, είναι άφθονη. Οι περισσότερες από αυτές τις λέξεις θεωρούνται ανερμήνευτες από τους μελετητές που εργάζονται με τους παπύρους. Οι λέξεις της δύναμης στις ταυτίσεις αποτελούνται από τις μακριές σειρές φωνηέντων, όπως α εε ηηη ιιι οοοοο κλπ, μόνο ή με ειδικά ονόματα θεοτήτων ή δαιμόνων που είναι παλίνδρομες και σημαντικά εκτενής.
     Η ακριβής προφορά αυτών των Μαγικών Βοών ήταν βασική στην επιτυχία των μαγικών επικλήσεων. Δεδομένου ότι τα αιγυπτιακά επικήδεια κείμενα προσδιορίζουν σαφώς τον αποθανόντα με τη θεότητα και η δύναμη των λέξεων και της γλώσσας, είναι ένα κυρίαρχο χαρακτηριστικό γνώρισμα της Αιγυπτιακής μαγείας. Αυτές οι έννοιες που βρέθηκαν στους PGM εμφανίστηκαν να παρέχουν μια πιθανή σύνδεση μεταξύ της Αρχαίας Αιγυπτιακής και Ελληνικής μαγείας.
     Σε όλη την επικήδεια λογοτεχνία της Αρχαίας Αιγύπτου, από τα κείμενα των πυραμίδων ως τη Βίβλο των Νεκρών, υπάρχουν άφθονα στοιχεία ότι Αρχαίοι Αιγύπτιοι σκέφτηκαν ότι τα ανθρώπινα όντα θα μπορούσαν να γίνουν θεότητες.
     Σε αυτά τα κείμενα, ο Θεός Όσιρις προσδιορίζεται σαφώς με τον αποθανόντα. Ο αποθανών θα πλοηγήσει επιτυχώς το ταξίδι στη μετά θάνατον ζωή όπως ο Όσιρις.
     Με τη γνώση των ονομάτων όλων των εμπλεκόμενων στη μετά θάνατον ζωή και την εγκατάσταση μιας σύνδεσης με μια θεότητα που είχε επιτύχει ήδη σε αυτήν την σφαίρα, ο αποθανών προετοιμάστηκε καλά για το ταξίδι.
     Οι λέξεις, προφορικές ή γραπτές ήταν όχι μόνο σύμβολα, αλλά πραγματικότητες που παρουσιάστηκαν με τα ιερογλυφικά και κράτησαν την ιδιαίτερη αντήχηση με τη μαγική δύναμη και τα περισσότερα από τα επικήδεια κείμενα γράφτηκαν έτσι, με ιερογλυφικά.
     Ωστόσο, υπάρχουν αναφορές στις Μαγικές Βοές στο Αρχαίο Ελληνικό υλικό εκτός από τους PGM. Αρχικά, είναι τα Εφέσια Γράμματα, απόκρυφα γράμματα που εγγράφηκαν δήθεν, στο άγαλμα της Αρτέμιδος στην Έφεσο χρησιμοποιήθηκαν προφορικά και γράφτηκαν για να αποτρέψουν το κακό.
     Ένας πίνακας από μόλυβδο χαραγμένος με τα Εφέσια Γράμματα χρονολογείται τον 4ο αιώνα π.Χ. και είπαν πως είναι για να χρησιμοποιηθεί προφορικά σαν μια μαγεία αποτροπής ενώ περπατούν σε έναν κύκλο γύρω από νεόνυμφους.
     Στην παγκόσμια μαγεία του Εμπεδοκλή, "δεν υπάρχει τίποτε που να μην είναι δραστήριο και ενσυνείδητα ζωντανό". Για τον Εμπεδοκλή "κάθε τι, ακόμα και οι λέξεις μίλησαν μέσω ενός ανθρώπου που κατανόησε πως είχε ύπαρξη, νοημοσύνη και συνείδηση για ότι δικό του". Αυτή η ιδέα εμφανίζεται να είναι κοντά στις Αιγυπτιακές ιδέες πως οι λέξεις δεν είναι σύμβολα, αλλά πραγματικότητες. 
     Ο Ορφέας θεράπευσε το ανθρώπινο πάθος με ποιήματα και τη λύρα, ενώ ο Πυθαγόρας μπόρεσε  να εξυμνήσει τις μαθητείες του στον ύπνο και να θεραπεύσει το σώμα και την ψυχή μέσω των μουσικών λέξεων.
     Για τον πραγματικό συντάκτη του PGM, η έννοια της μαγικής δύναμης της γλώσσας θα μπορούσε να είναι πολύ ισχυρή πράγματι, βγαίνοντας από και τις Αιγυπτιακές και από τις Ελληνικές μαγικές παραδόσεις.
     Η χρήση των Μαγικών Βοών συνεχίζεται στα πιο πρόσφατα Κοπτικά κείμενα. Για μια μαγική επίκληση που επικαλείται μια "φοβερή δύναμη για να εκτελεστεί κάθε επιθυμία" ο ασκών πρέπει να πει: "Σε επικαλούμαι. ….. που είσαι προσφωνημένος με το Μέγα Μυστικό Όνομα ….». Οι μαγείες του φωνήεντος βρίσκονται επίσης σε αυτά τα Κοπτικά κείμενα σε χαρακτηριστικές μορφές του PGM.
      Οι Μαγικές Βοές επίσης αναφέρονται στους Χρησμούς των Χαλδαίων, οι οποίοι είναι σύγχρονοι με τα PGM και εμφανίζονται να είναι ένα εσώτερο τμήμα του θεοσοφικού τελετουργικού. Σύμφωνα με τους Χαλδαίους, η ψυχή, στην κάθοδό της στο σώμα συλλέγει τις ακάθαρτες ουσίες. Μέσω των θεουργικών ιεροτελεστιών, η ψυχή μπορεί να επανέλθει, να αντιμετωπίσει το Θείο και να καθαριστεί αυτών των ακαθάρτων ουσιών και να επιτύχει την αθανασία. Οι Μαγικές Βοές επικαλούνται τα βοηθητικά πνεύματα που θα βοηθήσουν την ψυχή για να ανέλθει χωρίς φόβο στον Άδη. Οπωσδήποτε, ακόμα κι αν το πέρασμα στην αιωνιότητα είναι ο στόχος, ο ταύτιση του  εαυτού με τη θεότητα δεν δηλώνεται και μόνο η ψυχή μπορεί να επιτύχει μια τέτοια θέση.
     Ο Ιάμβλιχος, που περιγράφει τη δυσκολία των Ερμητικών από τα Αιγυπτιακά στα Ελληνικά λέει, "…γιατί η ίδια η ποιότητα των ήχων και ο τόνος της ομιλίας των αιγυπτιακών λέξεων περιέχει μέσα του την δύναμη των εν λόγω πραγμάτων". Ο Betz βρίσκει μια περίπλοκη συγχώνευση από Ελληνικά, Αιγυπτιακά και Εβραϊκά στοιχεία στα κείμενα. Αυτό που μπορούμε να δούμε στις Μαγικές Βοέςείναι μια γενική και διαδεδομένη αρχαία μεσογειακή μαγική πρακτική.
     Οι περαιτέρω ερωτήσεις που υποβάλλονται σχετικά με τις Μαγικές Βοές είναι, τι ήταν οι πιθανές οδοί της μαγικής επικοινωνίας μεταξύ της Αιγύπτου και της Ελλάδας τον 4ο αιώνα πΧ, όπου τα πιο αρχικά στοιχεία των συγκεκριμένων μαγικών λέξεων βρίσκονται στα Εφέσια γράμματα,τι στοιχεία υπάρχουν των συγκεκριμένων Μαγικών Βοών, εκτός των φωνηέντων, στην αιγυπτιακή μαγική πρακτική πριν από τους PGM και αν η συγκεκριμένη μορφή προέρχεται από τις ελληνικές έννοιες, γιατί είναι οι Μαγικές Βοές στους PGM σχολιάστηκαν σε παλιά Κοπτικά σε πολλές μαγικές επικλήσεις όπου το κύριο σώμα του κειμένου είναι στα ελληνικά;
     Τελικά, η αξίωση ότι οι ρίζες της Ευρωπαϊκής μαγείας μπορούν να επισημανθούν στην Αιγυπτιακή μαγεία, εμφανίζεται ιδιαίτερα ύποπτη όσον αφορά τις έννοιες που συζητούνται. Οι αιγυπτιακές ιδέες και οι πρακτικές της ταύτισης του εαυτού με τη θεότητα δεν φαίνονται να είναι συμβατές με τις Ελληνικές αντιλήψεις της σχέσης μεταξύ των ανθρώπων και των θείων κόσμων. Μέσω των Μαγικών Βοών υπάρχουν στοιχεία μιας γενικευμένης μαγικής παράδοσης στην Αρχαία Μεσόγειο από την οποία η ευρωπαϊκή παράδοση μπορεί να βγει σιγά-σιγά, αλλά όχι συγκεκριμένα από την Αίγυπτο.

  • Ο Μετωνικός Κύκλος

    Περίπου το 432 π.Χ. από το Μέτωνα, έναν αστρονόμο Αθηναίο, έγινε η ανακάλυψη της περιόδου της Σελήνης που αποτελείται από 19 χρόνια, στης οποίας το τέλος, η Νέα Σελήνη γίνεται στην ίδια ημέρα του έτους. Ο κύκλος αυτός ονομάζεται ακόμα, “Μετωνικός ενιαυτός” και “η περί του Ηλίου περιφορών των εννεκαιδεκαετηρίδων”. Πάνω σε αυτό τοποθέτησε ο Μέτωνας, εκ του ασφαλούς τις διορθώσεις του Σεληνιακού ημερολογίου. Υπολόγισε και απεικόνισε τα 19 χρόνια με 235 σεληνιακούς μήνες που συνίστανται από 6.939 μέρες και 16,5 ώρες. Αυτό το διαχώρισε σε 125 γεμάτους μήνες από 30 ημέρες και σε 110 ατελείς μήνες με σύνολο 29 ημέρες ο καθένας, που τους αποκάλεσε Σεληνιακούς μήνες. Οι 235 γεμάτοι μήνες με 30 μέρες ο καθένας δίνει συνολικό διάστημα 7050 μέρες, όθεν γίνεται αναγκαίο να συγκρατήσει 110 μέρες ή 1 μέρα κάθε 64 μήνες. Ως εκ τούτου ο μήνας ο οποίος περιλαμβάνει την 64η μέρα γίνεται ένας ελλιπής μήνας. Η χρονική περίοδος του Μετωνικού Κύκλου ξεκίνησε στις 15 Ιουλίου 432 π.Χ. Όπως είναι γνωστό, η επιστήμη σήμερα απόδειξε ότι, η Σεληνιακή περίοδος είναι 6939 μέρες και 14,5 ώρες. Οι υπολογισμοί του Μέτωνα έδειξαν ένα διαχωρισμό μόνο δύο ωρών. Το έτος αρχίζει την 10 μοίρα του Αιγόκερω. Αρχίζοντας από την 10η χρειάζεται 19 μοίρες για φθάσει στο τέλος του ζωδίου. Από την πρώτη μοίρα του Αιγόκερω μέχρι την 11η μοίρα είναι 10 μοίρες απόσταση. 19 μοίρες και 10 μοίρες έχουν σύνολο 29 μοίρες. Ο μέσος όρος του διαστήματος στον οποίο ένας σεληνιακός μήνας θα γίνει, μπορεί να υπολογιστεί έναν πίνακα που συσχετίζει τις θέσεις του Ήλιου με το Ημερολόγιο. Αυτός ο πίνακας ακολουθεί πιο κάτω. Ο Χρυσός Αριθμός του Μετωνικού κύκλου είναι ο αριθμός από κάποιο έτος στο Μετωνικό Κύκλο των 235 Σεληνιακών μηνών που ισούται με 6939 μέρες και 16 ώρες και 31 λεπτά ή κατά προσέγγιση 19 έτη. Αυτό χρησιμεύει για να δώσει με ακρίβεια την ημερομηνία της ημέρας του Πάσχα. Ο κύκλος ξεκινά με το έτος στο οποίο ο σεληνιακός μήνας θα πέσει την 1η Ιανουαρίου στην 10η μοίρα του ζωδίου του Αιγόκερω, στην οποία ήταν η έναρξη της χριστιανικής περιόδου, 1 μ.Χ. Για να βρεις το Χρυσό Αριθμό σε κάποιο έτος, πρόσθεσε τον αριθμό 1 και διαίρεσε με το 19. Το υπόλοιπο θα δείχνει τον αριθμό του κύκλου. Αν δεν υπάρχει υπόλοιπο, ο Χρυσός Αριθμός είναι το 19. Το 1995 ξεκίνησε ένας νέος κύκλος, στην 1-1-1995 στις 11:56 π.μ ώρα Ελλάδας, για την πόλη των Αθηνών. Επειδή, το σύνολο των ηλιακών και σεληνιακών ανομοιοτήτων μεταβάλλεται σε διαφορετικό έτος, το αντικείμενο του προσδιορισμού της ημερομηνίας και το γεωγραφικό μήκος μπορεί να είναι λάθος όπως μέχρι 2 ημέρες εκατέρωθεν, νωρίτερα ή αργότερα. Στη Γρηγοριανή Μεταρρύθμιση το 1582 αντικατέστησαν αυτό το λάθος από την παρεμβαλλόμενη ημέρα, ήτοι την 29 Φεβρουαρίου. Ο πίνακας του Μετωνικού κύκλου

    (Απόσπασμα από το έργο ΑΡΙΘΜΟΙ, ΓΡΑΜΜΑΤΑ, ΣΧΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ της Φάιζα Κωδωνά )

  • Ο Ψυχογονικός κύβος του Πυθαγόρα

    Ο Πυθαγόρας, “ο οποίος θα διαφέρει των άλλων ανθρώπων κατά το κάλλος και τη σοφία και θα γίνει ωφέλιμος εις το ανθρώπινο γένος”-κατά το χρησμό της Πυθίας, είναι ο μέγιστος Έλληνας μαθηματικός, φιλόσοφος και αρχηγέτης μεγάλου θρησκευτικοπολιτικού κινήματος, μίλησε για την ουσία των όντων, τους αριθμούς. Το Σύμπαν προήλθε από το υπάρχον χάος μέσα από τη μορφή, δηλαδή το μέτρο και την αρμονία. Πρώτος ο Πυθαγόρας το ονόμασε Κόσμο, δηλαδή Τάξις, εξ αιτίας της αρμονίας που επικρατούσε σε αυτό.
    Στην σχολή του, που στην είσοδό της υπήρχε ένα άγαλμα του Ερμή του Λογίου, με την επιγραφή “Εκάς βέβηλοι”, δίδασκε τους αριθμούς κατά βάση και πολλά άλλα επιστημονικής ή εσωτερικής φύσης θέματα. Οι αριθμοί, η γεωμετρία και η μουσική οδηγούν στην κατανόηση των κοσμικών φαινομένων.
    Οι βασικές γραμμές διδασκαλίας του για τους αριθμούς, ειδικά για τους πρώτους δέκα από αυτούς, είναι:
    Η Μονάδα αντιστοιχούσε με το πνεύμα, τον αιθέρα, την ενέργεια, τη δύναμη από τη οποία γίνεται το παν.
    Η δυάδα είναι η ύλη που αποτελείται από νερό και γη.
    Η τριάδα είναι ο Χρόνος σαν θεότητα, δηλαδή το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.
    Η τετράδα είναι ο Χώρος, η τάξη του Κόσμου. Εδώ βρίσκεται η περίφημη Τετρακτύς, πάνω στην οποία δομήθηκε το καμπαλιστικό Δέντρο της Ζωής.
    Τι είναι όμως η Τετρακτύς; Δέκα συμβολικές στιγμές (τελείες).
    Τη θεωρία της τετρακτύος προώθησε ο Πυθαγόρας, η οποία συνέδεσε την ύπαρξη των δέκα σωμάτων του δικού μας Ηλιακού Συστήματος. Η επιστήμη γνώριζε μόνο επτά τέτοια σώματα, αλλά η πρόσφατη αστρονόμοι έχουν ανακαλύψει άλλα τρία σώματα: τον Ουρανό, τον Ποσειδώνας και τον Πλούτωνα.
    Το σύμβολο της τετρακτύος είναι το ακόλουθο:

    . . . . . . .
    . . . . . . .
    . . . . . . .
    . . . . . . .

    Αυτό το σχήμα όπως το χρησιμοποιούσαν οι Πυθαγόρειοι, αποτελείται από δέκα στιγμές τακτοποιημένες σε ένα τριγωνικό πρότυπο, όπως ακριβώς εδώ. Συνδέοντας τις στιγμές με διαφορετικούς τρόπους, προκύπτουν πολλά τρίγωνα και ορθογώνια σχήματα, όλα φιλικά συνδυασμένα με το Πυθαγόρειο μαθηματικό σύστημα με νοήματα και όρους μέσω των οποίων εξηγούσε το πως αντιλαμβανόταν και κατανοούσε τις αλήθειες της Παγκοσμιότητας.
    Η Τετρακτύς είναι η πηγή της Δημιουργίας. Σε αυτήν ορκιζόταν οι Πυθαγόρειοι. Είναι το άθροισμα των αριθμών 1, 2, 3, 4.
    Η τετράδασημειώνει ακόμα τα “κοσμικά σώματα” των τεσσάρων στοιχείων από τα οποία συντάχθηκε το Κοσμικό Σύμπαν, το τετράεδρο, το οκτάεδρο, το εικοσάεδρο και τον κύβο.
    Η πεντάδα συμβολίζει τα πέντε στοιχεία από τα οποία σύγκειται ο Κόσμος, δηλαδή τη γη, το νερό, τον αέρα, τη φωτιά και τον αιθέρα. Τα πέντε αντίστοιχα πολύεδρα που συμβολίζουν τα παραπάνω στοιχεία είναι κύβος, εικοσάεδρο, οκτάεδρο, τετράεδρο, δωδεκάεδρο. 

    Οι αριθμοί 3, 4, 5 είναι ιεροί αριθμοί και λαμβάνονται σαν Τριάδα. Το άθροισμα των τετραγώνων των δύο πρώτων αριθμών δίνει το τετράγωνο του τρίτου αριθμού. Το άθροισμα των αριθμών υψωμένων στον κύβο δίνει τον αριθμό 216, που παριστά το ψυχογονικό κύβο με πλευρά τον αριθμό 6. Αυτοί οι αριθμοί ή πιο συγκεκριμένα ο αριθμός 216 συνδέονται με τα τρία εδάφια της Εξόδου, όπου καθένα έχει 72 γράμματα.

    Η εξάδα συμβολίζει τα έξι είδη εμψύχων όντων. Τους θεούς, τους δαίμονες, τους ήρωες, τους ανθρώπους, τα ζώα και τα φυτά. Είναι Ιερός αριθμός και ονομάζεται Γάμος γιατί εκτός του ότι συνδέεται με τις μετεμψυχώσεις (είναι η πλευρά του ψυχογονικού κύβου), είναι τέλειος αριθμός, δηλαδή το άθροισμα των μερών του δίνει πάλι το 6. 6/6=1, 6/3=2, 6/2=3, 1+3+2=6. Είναι το εμβαδόν ορθογωνίου τριγώνου με πλευρά την Ιερή Τριάδα, 3,4,5.
    Η επτάδα παριστάνει τους επτά πλανήτες του Ηλιακού συστήματός μας και το νόμο εξέλιξης. Είναι Ιερός αριθμός και σημειώνει τις φάσεις της Σελήνης. Θεωρείται παρθένος, αμήτορας, ηγεμόνας, άρχοντας όλων, ένα θεό, “αεί όντα”, επτάφωτο, επτάψυχο, επτάπατο (πολύ εχέμυθο). Τον αφιέρωσαν στην έκφραση εκείνη του Ενός που αποκαλείται “Η Θεά Αθηνά” της οποίας κύριος αριθμός είναι το 92, που σημειώνει τα 92 στοιχεία της ύλης.
    Η οκτάδαυποδηλώνει τις οκτώ ουράνιες και τους οκτώ φθόγγους της μουσικής κλίμακας, δηλαδή την Αρμονία του Κόσμου.
    Η εννεάδα δείχνει του εννέα κοσμικούς χώρους του Στερεώματος.
    Η δεκάδα είναι αυτό καθ’ εαυτό το Σύμπαν.
    Η τετρακτύς η οποία αποτελείται από 10 σημεία, μεταφέρεται και γίνεται η βάση του Δέντρου της Ζωής, στην Καμπάλα. Ονομάζονται τα σημεία αυτά Σεφιρότ, πληθυντικός της λέξης σεφίρα. Κατά πάσα πιθανότητα τα 72 Ονόματα του Θεού ανήκουν στην τέταρτη ή στην έκτη σεφίρα αλλά υπάρχουν υπόνοιες ότι πιθανά να έχουν σχέση με την πρώτη, έκτη, ένατη και δέκατη σεφίρα. Η προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι συσχετίζονται με την πρώτη σεφίρα και τον Άγγελο Μετατρόν τον Εξουσιαστή τους ή Αυτόν που του ανήκουν τα Ονόματα. Οι πηγές της παράδοσης, λένε ότι αυτός ήταν που περιόρισε μαζεύοντας τον Ουρανό και μετασχημάτισε μέσα του έναν άγγελο από φωτιά, με 36 ζευγάρια από φτερά, για να συνεχίσει τις ημέρες του αν ένας ουράνιος γραμματέας, ένας ουράνιος νομοδιδάσκαλος.
    Επιστρέφοντας στην Ιερή Τετρακτύ, θα αναλύσω κάποια στοιχεία της: Στο σχέδιο δίπλα, παρατηρούμε ότι μέσα στο ισόπλευρο τρίγωνο που παράγεται αν ενώσουμε τις 10 στιγμές, υπάρχει εγγεγραμμένο ένα κανονικό εξάγωνο.

    Οι αριθμοί που εισέρχονται στο ισόπλευρο τρίγωνο δίπλα, δίνουν το πρώτο μαγικό τετράγωνο, αυτό του Κρόνου με 9 αριθμούς. Ένα κανονικό εξάγωνο είναι εγγεγραμμένο μέσα σε ένα ισόπλευρο τρίγωνο.

    Το 3 και το 6 έχουν βασική σημασία. Η πλευρά του εξαγώνου στα μαγικά τετράγωνα έχει αριθμό 111 και το τελικό άθροισμα είναι 666, 111*6=666, ενώ του τριγώνου η πλευρά είναι 15 και το τελικό άθροισμα 45 15*3=45. Όμως αν αφαιρέσουμε το 45 από το 666 προκύπτει ο αριθμός 621, που είναι 3*207, υπενθυμίζω ότι 207 είναι το Αίν Σοφ. Η Θεότητα του Χρόνου, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Οι ερευνητές ίσως εδώ αναγνωρίσουν τις κυριότητες του Σαββάτου και της Κυριακής.
    Έχοντας σαν κέντρο τη μεσαία στιγμή της τρίτης σειράς φέρουμε ευθείες γραμμές που να ενώνουν τις κορυφές του τριγώνου - οι ευθείες γραμμές αυτές είναι και ταυτόχρονα τα ύψη του τριγώνου- και περιγράφουμε έξι κύκλους που να εφάπτονται του σημείου τμήσης του ύψους με την βάση. Συνεχίζοντας την χάραξη ακόμα έξι κύκλων που να εφάπτονται των έξι προηγούμενων και έχουν σαν κέντρο τους τις προηγούμενες ευθείες γραμμές, σχηματίζεται τελικά το σχέδιο που βλέπετε δίπλα, το οποίο καλείται Κύβος του Μετατρόν. Είναι ο ψυχογονικός κύβος του Πυθαγόρα.

    Σε μια ελεύθερη σκιαγράφηση του κύβου αυτού, λαμβάνεται αυτό το σχέδιο που βλέπετε δίπλα, το οποίο παριστά με γλαφυρό τρόπο την παραγωγή των 72 ονομάτων από την Ιερά Τετρακτύ.
    Το σχέδιο αυτό ονομάζεται “λουλούδι της ζωής” και κάθε πέταλο δείχνει από ένα όνομα του Θεού.

    Τα “παιχνίδια της Γεωμετρίας” στην τελική τους μορφή μήπως δεν είναι καθόλου παιχνίδια;

  • Οι αριθμοί

    ἈΠΟΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΣΥΝΑΡΙΘΜΗΣΙΣ ΤΩΝ ἈΝΕΓΝΩΣΜΕΝΩΝ ἩΜΙΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ὩΝ ἘΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΩΔΗ ΔΙΑΓΝΩΣΙΝ Ὁ ἨΓΑΠΗΜΕΝΟΣ ἩΜΩΝ ἈΔΕΛΦΟΣ ΤΑΡΑΣΙΟΣ ΕΞΗΙΤΗΣΑΤΟ ἘΣΤΙ ΔΕ ΤΑΥΤΑ ἘΙΚΟΣΙ ΔΕΟΝΤΩΝ ἘΦ' ἙΝΙ ΤΡΙΑΚΟΣΙΑ Λέγει δὲ τὴν μονάδα ἄλλα τε οὐκ ὀλίγα τῶν πλασμάτων τῇ περὶ αὐτὴν ἀληθείᾳ καὶ τοῖς προσοῦσι φυσικοῖς ἰδιώμασι καταμιγνύς, καὶ ὡς νοῦς τε εἴη,  εἶτα καὶ ἀρσενόθηλυς, καὶ θεός, καὶ ὕλη δέ πως, πάντα χρήματα μιγνὺς ὡς ἀληθῶς, καὶ πανδοχεὺς λοιπὸν καὶ χωρητικὴ καὶ χάος, σύγχυσις, σύγκρασις, ἀλαμπία, σκοτωδία, χάσμα, Τάρταρος. Καὶ Στύγα δὲ αὐτὴν τε ρατολογοῦσι καὶ φρικωδίαν καὶ ἀμιξίαν καὶ βάραθρον ὑποχθόνιον, καὶ Λήθην, καὶ στιφρὰν πάρθενον, καὶ Ἄ τλαντα· ἄξων τέ ἐστιν αὐτοῖς καὶ ἥλιος καὶ πυράλιος, καὶ Μορφὼ δὲ καὶ Ζανὸς πύργος, καὶ σπερματίτης λόγος, Ἀπόλλων τε καὶ προφήτης καὶ λόγιος. Ἡ δὲ τῶν ὀνομάτων αἰτία ἡ μὲν φρενὸς ἀστάτου καὶ δεισιδαι μονούσης, ἡ δὲ οὐδὲ τῆς παιδαριώδους ἀνατυπώσεως ἀπηλλαγμένη. Ἀλλ' ἡ μὲν μονὰς οὕτω Νικομάχῳ καὶ τοῖς αὐτοῦ διδασκάλοις θεολογεῖταί τε ἅμα καὶ βάλ λεται ὕβρει.
    Ἡ δὲ δυὰς τόλμα τέ ἐστιν αὐτοῖς, καὶ ὕλη, καὶ τῶν ἀνομοίων αἰτία, καὶ μεταίχμιον πλήθους καὶ μονάδος. Ἐκ συνθέσεώς τε καὶ κατακράσεως μόνη ἴσον ποιεῖ, διὸ καὶ ἴση. Ἀλλὰ καὶ ἄνισος καὶ ἔλλειψις, καὶ πλεονασμός, καὶ μόνη ἀσχημάτιστος καὶ ἀόριστος, καὶ ἄπειρος, ἀρχή τε ἀρτίου μόνη, καὶ οὐκ ἄρτιος, οὐ μὴν οὐδ' ἀρτιάκις ἀρτία, οὐδὲ περισσάρτιος, οὐδ' ἀρτιοπέριττος. Ἀλλὰ τούτων μὲν τὰ πλείω ἐγγύς ἐστι τῇ δυάδος φυ- σικῇ ἰδιότητι· ἃ δὲ τῆς τερατείας, πηγή ἐστι πάσης συμφωνίας, καὶ Μουσῶν ἡ Ἐρατώ, καὶ ἁρμονία, καὶ τλημοσύνη, καὶ ῥίζα οὐ κατ' ἐνέργειάν πω, καὶ δύ ναμις, καὶ πόδες πολυπιδάκου Ἴδης, καὶ κορυφαί, καὶ Φάνης. Ἀλλὰ καὶ ἴσον Δία τὴν δυάδα ἡ μυθοπλαστία θεολογεῖ, καὶ δίκην, καὶ Ἶσιν, καὶ φύσιν, καὶ Ῥέαν, καὶ διομάτερα, καὶ πηγὴν διανομῆς· ἔστι δ' αὐτοῖς ὡς Ῥέα καὶ Φρυγία καὶ Λυδία καὶ Διδυμήνη, καὶ Δήμητρα καὶ Ἐλευσινία, καὶ Ἄρτεμις, καὶ Ἵμερος, καὶ Δίκτυννα, καὶ Ἀερία, καὶ Ἀστερία, καὶ Δίσαμος καὶ Ἐστὼ καὶ μὴν καὶ Ἀφροδίτη καὶ Διώνη καὶ Μυχαία καὶ Κυ θέρεια, καὶ ἄγνοια καὶ ἀγνωστία καὶ ψεῦδος καὶ ἀδιο ριστία, καὶ ἑτερότης καὶ νεῖκος καὶ διχοστασία, καὶ μόρος καὶ θάνατος. Τοιαῦτα μὲν αὐτοῖς καὶ ἡ δυὰς θεολογεῖται.
    Ἡ δὲ τριάς ἐστι μὲν πρῶτος περισσὸς κατ' ἐνέρ γειαν, καὶ τέλειος πρῶτος, καὶ μεσότης, καὶ ἀναλο γία· τήν τε τῆς μονάδος δύναμιν εἰς ἐνέργειαν καὶ ἐπέκτασιν προχωρεῖν ποιεῖ. Ἀλλὰ καὶ πρωτίστη, καὶ κυ ρίως μονάδων σύστημα. Εἶτα λοιπὸν ἐντεῦθεν αὐτοῖς πρὸς τὸ φυσιολογικὸν αἴρεται ὁ ἀριθμός· αἰτία τε γὰρ τοῦ τριχῇ διαστατοῦ, καὶ περατωτικὴ τῆς ἀπειρίας τῆς ἐν ἀριθμῷ, καὶ ὅμοιον, καὶ ταὐτόν, καὶ ὁμόλογον, καὶ ὡρισμένον. Ἀλλ' οὔπω ταῦτα φορτικά· τὰ δ' οὐχ ὅμοια. Καὶ νοῦς τις ἡ τριάς, καὶ εὐβουλίας καὶ συνέσεως αἰ τία, καὶ γνῶσις, ἀριθμοῦ τὸ κυριώτατον, μουσικῆς τε πάσης κυρία καὶ σύστασις, καί γε καὶ γεωμετρίας ὅτι μάλιστα. Καὶ μὴν καὶ τῶν κατὰ ἀστρονομίαν καὶ οὐρα νίων φύσιν τε καὶ γνῶσιν αὕτη τὸ κράτος ἔχει καὶ συνέχει καὶ εἰς οὐσίωσιν ἄγει. Καὶ ἡ ἀρετὴ δὲ πᾶσα ταύτης ἐξῆπται καὶ ἐκ ταύτης πρόεισιν. Εἶτα λοιπὸν τὰ μυθώδη. Διὰ ταῦτα αὐτοῖς ἡ τριὰς Κρονία καὶ Λατὼ καὶ Ἀμαλθείας κέρας, Ὀφίονά τε αὐτὴν τερα τολογοῦσι καὶ Θέτιν καὶ Ἁρμονίαν, Ἑκάταν τε καὶ Ἐρά ναν καὶ Χαριτίαν καὶ Μουσῶν Πολυμνίαν, Ἀΐδαν τε καὶ Λοξίαν, ἄρκτον, ἕλικα, καὶ ποτὶ βυθὸν οὐ δυομέ ναν, Δαματράμην τε καὶ Διοσκορίαν, καὶ Μῆτιν καὶ τριδύμην, Τρίτωνα, θαλασσοῦχον, Τριτογένειαν, Ἀχε λῶον, Νάστιν, καὶ Ἀγυιόπεζαν Κουρητίδα, Κραταΐδα Ἁρμονίαν, Συμβηνίαν, Γάμον, Γοργονίαν, Φορ κίαν, Τρίσαμον καὶ Λύδιον. Οὕτω μὲν αὐτοῖς καὶ ἡ τριὰς καὶ εἰς τοσούτους αὐτῶν θεοὺς ἀναπλάττεται.
    Ἡ δὲ τετρὰς πάλιν αὐτοῖς θαῦμα μέγιστον, ἄλλη θεός, πολύθεος μᾶλλον δὲ πάνθεος· ἔστι γὰρ αὐτοῖς τῶν τε φυσικῶν ἀποτελεσμάτων πηγὴ καὶ κλειδοῦχος τῆς φύσεως. Ἀλλὰ καὶ τῆς κατὰ τὰ μαθήματα συστάσεώς τε καὶ διαμονῆς αὕτη προαγωγὸς καὶ αἰτία. Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ φύσις καὶ αἰόλα ἐστὶν αὐτοῖς καὶ Ἡρακλῆς καὶ Ἔξαρ μα καὶ Ἀλκιμωτάτη καὶ Ἀρρενικὴ καὶ Ἀθήλυντος, Ἑρμῆς τε καὶ Ἥφαιστος καὶ Διόνυσος καὶ Σωρίτας, καὶ Μαιαδεὺς ἢ Μαιάδης τῆς γὰρ Μαίας υἱὸς ἤτοι τῆς δυάδος ἡ τετράσ καὶ Ἐριούνιος καὶ Σῶκος καὶ Διάκτορος, καὶ Βασσαρεὺς καὶ Διμάτωρ, μητρὸς τετευχὼς δυάδος, Θηλύμορφός τε καὶ Ἔπανδρος καὶ ἀρρενουργὸς καὶ βακχασμὸν ἀνεγείρων καὶ ἁρμόνιτα ἢ Ἁρμονία, καὶ τῶν Μουσῶν ἡ Οὐρανία. Ἀλλ' οὕτω μὲν αὐτοῖς καὶ ἡ τετρὰς τερατολογουμένη θεολογεῖται, καὶ τὸ πρῶτον τῶν θεολο γουμένων ἀριθμῶν Νικομάχῳ συναπαρτίζεται βιβλίον.
    Ἐν δὲ τῷ β μετὰ τὸ προοίμιον ἡ πεντὰς αὐτῷ πληροῖ τὸν ἀγῶνα. Ἡ γὰρ πεντὰς πρώτη μεσότητος τῆς ἀρίστης καὶ φυσικωτάτης ἐμφατική, κατὰ διάζευξιν ἀμφοτέροις πέρασι τοῦ φυσικοῦ ἀριθμοῦ, μονάδι μὲν ὡς ἀρχῇ δεκάδι δὲ ὡς τέλει συνεζευγμένη, καὶ συλ ληπτικὴ τῶν ἐν τῇ κοσμικῇ φύσει φαινομένων· καὶ γὰρ κατὰ μὲν τὴν μονάδα ὁ κόσμος ἐρρίζωται, ἤνυσται δὲ καὶ πέφανται κατὰ τὴν δεκάδα. Ἀλλὰ καὶ ὅτι προσε χέστατον καὶ μόνον μέρος τῆς δεκάδος. Καὶ τὰ στοιχεῖα δὲ τοῦ παντὸς κατὰ τὴν πεντάδα· προστίθησι γὰρ τοῖς τέσσαρσι καὶ τὸν αἰθέρα, ὃ οὐκ ἂν ἀνέξοιτο ὑμνῶν τὴν τετράδα. Καὶ πολλὰ τοιαῦτα ἀλλ' οὔπω ταῦτα κομψὰ καὶ σοφά. Τὰ δ' ἐφεξῆς σκόπει. Ἀνεικία γὰρ ἡ πεντὰς καὶ Ἀλλοίωσις καὶ Φάος καὶ Δικαιοσύνη, καὶ ἐλαχίστη ἀκρότης τῆς ζωότητος, καὶ Νέμεσις, καὶ Βου βάστια καὶ Δίκησις καὶ Ἀφροδίτη καὶ Γαμηλία καὶ Ἀνδρογυνία, καὶ Κυθέρεια, καὶ Ζωναία, καὶ Κυκλιοῦχος, καὶ Ἁμίθεος, καὶ Ζανὸς πύργος, καὶ Διδυμαία, καὶ Ἄξων ἑδραία. Ἄμβροτόν τε αὐτὴν ὑψηλολογοῦσι καὶ Παλλάδα, καὶ Κραδεᾶτιν καὶ Ἁγεμονίαν καὶ Ἀκρεῶτιν καὶ Ἀτάλαν τον καὶ Ἄζυγα καὶ Ὀρθιᾶτιν, καὶ Μουσῶν Μελπομένην, καὶ ἀμειβομένην ὀπὶ καλῇ, καὶ μέσων μέσην καὶ Ἀκρότη τα γονίμων. Ἐπὶ τούτοις μὲν οὖν σεμνύνει καὶ τὴν πεντάδα.
    Ἡ δὲ ἑξὰς Εἶδος εἴδους αὐτῷ αἰτιολογεῖται, καὶ τῇ ψυχῇ μόνος ἀριθμῶν ἁρμόζων, καὶ Διάρθρωσις τοῦ παντὸς ψυχοποιὸς καὶ τῆς ζωτικῆς ἕξεως ἐμποιη τική παρὸ καὶ ἑξάσ καὶ Ἁρμονία καὶ Οὐλομέλεια καὶ κυρίως αὕτη μᾶλλον Ἀφροδίτη ζυγία τε καὶ γαμη λία καὶ Ἀνδρογυνία θεολογεῖται. Ἀλλὰ καὶ Ζυγῖτις καὶ Φι λοτησία καὶ Εἰρήνη καὶ Φιλία καὶ Ὑγεία, Ἄκμων τε καὶ Ἀλήθεια, καὶ Μοιρῶν δὲ Λάχεσιν αὐτὴν ποιοῦσι, καὶ ἀρχὴν καὶ ἥμισυ παντός, καὶ Ἑκατηβελέτιν, καὶ Τριοδῖτιν καὶ Διχρονίαν καὶ Περσείαν καὶ Τρίμορφον, καὶ Ἀμφιτρίτην, καὶ Ἀγχιδίκαν, καὶ Μουσῶν Θάλειαν, καὶ Πανάκειαν. Οὕτω μὲν οὐδ' ἡ ἑξὰς αὐτοῖς θεὸς εἶναι καὶ θεοῖς διέφυγε φιλοτιμεῖσθαι.
    Ἡ δὲ ἑβδομάς - τί ἄν τις καὶ εἴποι, εὐθὺς μὲν γάρ ἐστι σεπτάς· κἂν τὸ <σ> φθείροι ἡ συνήθεια, ἕλκει τοῦτο ῥᾷστα ἐκ διπλοῦ τοῦ <ξ>, ὅπερ τῷ πρὸ αὐτοῦ ἀριθμῷ ἡ φύσις πρὸς τῷ τέλει ἀπεπλήρωσεν, ἵν' ᾖ τοῦτο ἐπικού ρημα τῷ σεβαστῷ ἀριθμῷ πρὸς τὴν ἐπιβουλὴν τὴν ἀπὸ τῶν πολλῶν. Τοιαύτη μὲν ἡ ἀπόδειξις θαυμαστή, ὡς ἔστι πάντως σεπτὰς καὶ σεβασμοῦ ἄξιος ὁ ἑπτά. Πά λιν δὲ καὶ αὐτὴ μεσότης μονάδος καὶ δεκάδος Τύχη καὶ Καιρός, Ἀθηνᾶ καὶ Ἄρης, καὶ Ἀκρεῶτις, καὶ Ἀγε λεία, καὶ Ἀτρυτώνη, Φυλακῖτις, Ὀβριμοπάτρα, Τρι τογένεια, Γλαυκῶπις, Ἀλαλκομένεια, Παντευχία, Ἐρ γάνη, Πολυαρήτη, Οὐλομέλεια, Ἀμαλθείας γένος, Αἰ γίς, Ὄσιρις, Ὄνειρος, Φωνή, Αὐδή, καὶ Μουσῶν ἡ Κλειώ, εἰ βούλει δὲ καὶ Κρίσις καὶ Ἀδράστεια καὶ πολὺς φλύαρος τοιοῦτος. Οὕτω μὲν ἡ πάνσεπτος αὐτοῖς ἑπτὰς μακρο τέρῳ πόνῳ μέγας καὶ πολὺς θεὸς ἀνυμνεῖται.
    Ἡ δ' ὀκτάς, εἰ καὶ μὴ τοῖς ἴσοις μηδ' ὀγδόῳ μέ ρει, ἀλλ' οὖν τῷ θεὸς αὐτοῖς εἶναι οὐδ' αὐτὴ τοῦ θρό νου ἀπερρίφη· Παναρμονίαν γὰρ αὐτὴν προσκυνοῦσι, καὶ Καδμείαν Μητέρα τε καὶ Ῥέαν καὶ Θηλυποιὸν καὶ Κυ βέλην, Κυβήβην τε καὶ Δινδύμην καὶ Πολιοῦχον, Ἔρωτά τε καὶ Φιλίαν, Μῆτιν, Ἐπίνοιαν, Ὀρείαν, Θέμιν, Νόμον, Ἠλιτομήναν καὶ τῶν Μουσῶν τὴν Εὐτέρπην.
    Καὶ ἡ ἐννὰς δὲ ὑστερεῖ μὲν καὶ τῆς θειότητος καὶ τῆς μακρᾶς συγγραφῆς, οἷς ἡ ἑβδομὰς ὑπερῆρτο· πλὴν τῆς ὀκτάδος ἐγγὺς θεολογεῖται. Ὠκεανὸς γὰρ αὐτοῖς αὕτη περιρρεῖται, καὶ Ὁρίζων ἀνυμνεῖται· Προμηθέα τε αὐτὴν καὶ Ὁμόνοιαν καὶ Περσείαν καὶ Ἅλιον ἱερο λογοῦσιν, Ἀνεικίαν, Ὁμοίωσιν, Ἥφαιστον, Ἥραν, Διὸς ἀδελφὴν καὶ σύνευνον, Ἑκάεργον, Παιᾶνα, Νυς σηΐδα, Ἀγυιέα, Ἐνυάλιον, Ἀγελείαν, Τριτογένειαν, Ὁμό νοιαν, Πειθώ, Κουρητίδα τε καὶ Κόρην, Ὑπερίονα, καὶ Μου σῶν Τερψιχόρην.
    Ἡ μέντοι δεκὰς αὕτη ἐστὶν αὐτοῖς τὸ Πᾶν, Θεὸς Ὑπέρθεος καὶ Θεὸς θεῶν, ὅτι δέκα χειρῶν καὶ δέκα ποδῶν δάκτυλοι, καὶ δέκα κατηγορίαι, καὶ τοῦ λόγου δέκα μέρη· ἵνα γὰρ ᾖ αὐτοῖς πάντα ἡ δεκάς, προστι θέασι τοῖς τοῦ λόγου μέρεσι προσηγορίαν καὶ παρα πλήρωμα. Τί δεῖ λέγειν ὡς ἐν αὐτῇ περιλαμβάνουσι τά τε στερεὰ καὶ τὰ ἐπίπεδα, ἄρτια, περισσά, ἀρτιο πέρισσα, τέλεια, πρῶτα καὶ ἀσύνθετα, ἰσότητα καὶ ἀνι σότητα, τὰς δέκα σχέσεις, τὰ σφαιρικά, τὰ κυκλικά, γεννητικά, τελεστικά, ἐναρμόνια, τὰ τοιαῦτα, ἀλλ' ὅπως αὐτοῖς Κόσμος ἡ δεκὰς καὶ Οὐρανός, Εἱμαρμένη, Αἰών, Κράτος, Πίστις, Ἀνάγκη, Ἄτλας, Ἀκάμας θεός, Φάνης, Ἥλιος, Οὐρανία, Μνήμη, Μνημοσύνη; Καὶ πάντα ἂν οἶμαι τὰ προειρημένα τῶν θεῶν αὐτῶν ὀνόματα τῇ δεκάδι ἀνήψαντο ἄν, εἰ μὴ προλαβόντες ἐκεῖνοι ταῦτα ἰδιοποιήσαντο καὶ συνεχῶς τὰ αὐτὰ κατὰ πάντων λέ γειν οὗτοι ἀπώκνησαν, ἐπεὶ Ὑπέρθεός γε αὐτοῖς ἡ δεκάς, καὶ τὸ κράτος τῆς ἐν ἀριθμοῖς ἔχουσα θεότητος. Διὰ τοῦτο Νικομάχῳ καὶ πολύστιχος ὁ περὶ αὐτὴν πόνος. Εἰ γὰρ καὶ πολλῷ μακροστιχώτερος ὅ τε τῆς μονάδος καὶ ἑβδομάδος, ἀλλ' ὁ μὲν τῆς μονάδος, ὅτι καὶ περὶ τῶν ἑξῆς ἀριθμῶν οὐκ ὀλίγα διεξέρχεται καὶ προοιμίοις πλατύνεται. Πλὴν ἐν ἀμφοῖν πολλὰ καὶ περὶ τῆς δε κάδος ἐμφιλοχωρεῖ, ὥσπερ καὶ ἐν τῷ περὶ τῆς πεντάδος λόγῳ μικροῦ πρὸς τὸν τῆς ἑβδομάδος.

  • Οι λόγοι των αποστάσεων

    Οι λόγοι των αποστάσεων έπαιξαν σημαντικό ρόλο και καθοριστικό στην νοητή ευθεία σύνδεση των Αρχαίων Ελληνικών Ιερών ή Ιερών Τόπων. Αυτά τα Ιερά ή Τόποι σχηματίζουν γιγαντιαία τρίγωνα στη γη της Ελλάδας, των οποίων οι πλευρές έχουν λόγους που προκύπτουν από αριθμητικές γεωμετρικές ή αρμονικές αναλογίες κι από λόγους κανονικών γεωμετρικών σχημάτων στα οποία ανήκουν. Ένας σαφής και βαθυστόχαστος προβληματισμός διαιωνίζεται ανάμεσα στους ερευνητές. Είναι απλές παραστάσεις ή σκόπιμες παρουσιάσεις των Παγκοσμίων Νόμων της Δημιουργίας; Μεταξύ των λόγων των αποστάσεων είναι οι λόγοι 3:2, 4:3, 1:1 κι άλλα. Ακόμα, βρίσκεται ο αριθμός π που ισούται με 3,14159 και κυρίως ο λόγος του μεγαλύτερου τμήματος της χρυσής τομής προς το μικρότερο δηλαδή, ο Χρυσούς Αριθμός, το Φ (1,618034), γνωστός από τα πολύ αρχαία χρόνια. Το ενδέκατο θεώρημα του Ευκλείδη είναι το λεγόμενο πρόβλημα της Χρυσής Τομής, δηλαδή, η διαίρεση ενός δεδομένου ευθυγράμμου τμήματος σε δύο τμήματα τέτοια, ώστε το ορθογώνιο το έχον πλευρές την δοθείσα και το ένα μέρος αυτής να ισούται προς το τετράγωνο του άλλου μέρους. Είναι το πρόβλημα του χωρισμού ευθύγραμμου τμήματος σε μέσο και άκρο λόγο. Η διαίρεση ενός ευθύγραμμου τμήματος σε μέσο και άκρο λόγο θεωρούνταν η πιο τέλεια αισθητικά, από την αρχαιότητα. Για τον ίδιο λόγο ονομάστηκε και "Θεία Αναλογία". Ο Χρυσούς Αριθμός Φ είναι μέγεθος ή αριθμός εν δυνάμει και κατά τον Πλάτωνα βρίσκεται στον υπερουράνιο τόπο. Οι Αρχαίοι χρησιμοποιούσαν κατά τις μετρήσεις τον αριθμό αυτό. Στους θεωρητικούς αριθμούς χρησιμοποιούσαν την τιμή Φ=1,62, την οποίαν θεωρούσαν “Ουράνια Τιμή” ή αριθμό “εν τοις νοητοίς” και προέρχεται από το λόγο 81:50=1,62.
    Η επίδρασή της Χρυσής Τομής, σαν στοιχείο αισθητικό περίπλεξε για πολλούς αιώνες τους ερευνητές. Τη σχέση 1/1,618034 τη ξαναβρίσκουμε σε διάφορα πεντάγωνα, κύκλους, δεκάγωνα και ιδιαίτερα στο “Χρυσό Ορθογώνιο”, που οι πλευρές του είναι αμοιβαία ανάλογες με 1 και 1,681034 και όπως λέγουν, αποτελεί για το μάτι την ποιο αρμονική γεωμετρική μορφή. Έτσι, στο πέρασμα των αιώνων, οι ειδικοί βρήκαν παραδείγματα εφαρμογής της σχέσης αυτής, σχεδόν παντού, στην ελληνική αρχιτεκτονική, καθώς και στα αριστουργήματα της Τέχνης. Σήμερα η αισθητική αξία της αμφισβητείται, η Χρυσή Τομή, όμως εμφανίζεται σε έργα τέχνης τόσο συχνά, ώστε να αποκλείεται η συμπτωματικότητα. Ένα τέτοιο έργο τέχνης αποτελεί ο Παρθενών των Αθηνών, εφ’ όσον προστεθεί το κατεστραμμένο αέτωμά του και προσαρμόζεται ακριβώς στο Χρυσό Ορθογώνιο. Ακόμα, ο Λεονάρντο Ντα Βίτσι, στα διάφορα έργα του, δείχνεται να υιοθετεί μια τέτοια θεωρεία καθότι γοητευμένος από τα μαθηματικά και φαίνεται να απολάμβανε αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε “Γεωμετρική Αναψυχή”. Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι υποστήριζε ότι ο ομφαλός είναι το σημείο της χρυσής τομής του ανθρώπινου σώματος, το χωρίζει δηλ. σε μέσο και άκρο λόγο.
    Κλασικό παράδειγμα της Χρυσής Τομής είναι οι αριθμοί του Φιμπονάτσι, που εκτός από την περίεργη σχέση τους με τη βοτανική, συνδέονται μυστηριωδώς με την τέχνη και την αρχιτεκτονική. Η σχέση που υπάρχει μεταξύ δύο διαδοχικών αριθμών πέρα από 3, της σειράς του Φιμπονάτσι είναι περίπου 1/1,618034.
    Ο Χρυσος Αριθμός Φ αποτελεί ρίζα της γενικής εξίσωσης:
    Ο λόγος π=3,14159 είναι ο λόγος της περιφέρειας προς τη διάμετρο κύκλου. Ο κύβος του π ισούται με τον αριθμό 31, σπουδαίο αριθμό κατά την αρχαιότητα και όχι μόνον. Αξιοσημείωτο είναι ότι στον αριθμό 31 ανήκει η αριθμητική αξία δύο γραμμάτων, Α=1 και Λ=30. Αυτά τα δύο γράμματα, είτε σαν αρχική συλλαβή είτε σαν τελική, δείχνουν προσωπικότητες ή μορφές που καθορίζουν την πνευματική και κοσμική εξέλιξη των λαών και ίσως όλου του πλανήτη μας. Ο κύκλος με ακτίνα π έχει εμβαδόν π3δηλαδή το κύβο του π και ισούται με 31,006198, του οποίου το διπλάσιο συν 100, ισούται με μεγάλη προσέγγιση, με την αντίστοιχη τιμή με του εκατονταπλάσιου Φ, δηλαδή 1,62.

    Διάφορες τιμές των π και Φ

    π=3,14159 π2=9,8695877 π3=31,006198 π4=97,408761 π5=306,01838
    Φ=1,618304 Φ2=2,618034 Φ3=4,236068 Φ4=6,854102 Φ5=11,09017
    Φ6=17,944272 Φ7=29,034442 Φ8=46,978714 Φ9=76,013156 Φ10=122,99187
    Φ11=199,00502 Φ12=321,99688 Φ13=521,00189 Φ14=842,99877 Φ15=1364,0006
    τετραγωνική ρίζα π=1,7724531 τετραγωνική ρίζα π3=5,5683209 τετραγωνική ρίζα π5=17,493381
    τετραγωνική ρίζα Φ=1,2720196 τετραγωνική ρίζα Φ3=3,3301906 τετραγωνική ρίζα Φ5=2,058171
    (π+Φ)=4,759624 (π+Φ)2=22,65402 π*Φ=5,0831994 (π*Φ)2=25,838916 (π*Φ)3=131,344336
    Φ/π=0,5150366 π/Φ=1,9416093 π22=3,769847 Φ22=0,2652627
    1000/Φ=618,03398 1001/Φ=618,65201 1000/π=318,31015 1001/π=318,62846
    1000/Φ2=381,966 1001/Φ2=382,34797 1000/π2=101,32135 1001/π2=101,42267
    1000/Φ3=236,06797 1001/Φ3=236,30404 1000/π3=32,251616 1001/π3=32,283867
    360/Φ=222,49223 360/Φ2=137,50776 360/Φ3=84,984471
    360/π=114,59165 360/π2=36,475687 360/π3=11,610581
  • Ορφέας, Ορφικά και Θράκη

    Πώς αναταράσσονται μέσα στο απέραντο σύμπαν, πώς στριφογυρίζουν και αλληλοζητούνται αυτές οι αμέτρητες ψυχές που αναβρύζουν απ’ τη μεγάλη ψυχή του κόσμου! Πέφτουν από πλανήτη σε πλανήτη και κλαίνε μέσα στην άβυσσο την ξεχασμένη πατρίδα. Είναι τα δάκρυά σου Διόνυσε.... Ω μεγάλο Πνεύμα, ώ Θείε Λυτρωτή, ξαναπάρε τις κόρες σου στον φωτεινό σου κόλπο.

    Όρφικό απόσπασμα

    Η Θράκη κατά τη μυθολογία είναι μια περιοχή πολύ ευρύτερη από το γνωστό γεωγραφικό χώρο. Για τους Έλληνες του νότου η Θράκη ήταν ο τόπος που γεννήθηκε και κατοικούσε ένας από τον δώδεκα θεούς ο Άρης ο τρομερός θεός του πολέμου. Απόγονοι του Άρη υπήρξαν οι βασιλιάδες της Θράκης Τηρέας, Λυκούργος και Διομήδης. Από την Θράκη ωστόσο κατάγονται ο Ορφέας, ο Μουσαίος, ο Εύμολπος, η Καλλιόπη, η Ευτέρπη και η Τερψιχόρη, πρόσωπα τα οποία δημιουργούν την κορωνίδα της μουσικής τέχνης το ανυπέρβλητο κάλλος των ποιημάτων και ασμάτων που ξεπερνά το ανθρώπινο γίνεται θετικό και έχει μαγικές ικανότητες που ημερεύει πλέον κάθε τι το άγριο.

    Μέσα στα Ιερά του Απόλλωνα, μια μυστηριώδη γιορτή γινόταν στην εαρινή Ισημερία. Ήταν η γέννηση του Ορφέα, γιου του Οιάγρου και της μούσας Καλλιόπης, που γεννήθηκε στην Πίμπλεια, μια κωμόπολη πλησίον της πόλης Δίον, στην Πιερία περίπου την 13η χιλιετία πΧ. Ο Ορφέας, το όνομά του προέρχεται από τη ρίζα ερεφ- ή ρεφ- που σημαίνει το σκότος της νύχτας, έλαβε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία, είχε άμεση σχέση με τους Καβείρους από τους οποίους επηρεάστηκε και μυήθηκε.

    Ο Ορφέας έγινε το έμψυχο πνεύμα της Ιερής Ελλάδας, αφύπνισε τη Θεία ψυχή. Η επτάχορδη λύρα του αγκαλιάζει όλο το σύμπαν. Φημισμένος ιδιαίτερα για την επίδοση του στο άσμα ο Ορφέας μαγεύει τα πουλιά που γοητευμένα πετούν γύρω του, τα ψάρια πετούν έξω από το νερό για να τον ακούσουν και τα άγρια ζώα μαζεύονται γύρω του να τον ακούσουν. Εκτός από αοιδός ο Ορφέας ήταν ο μέγας κιθαρωδός με έμβλημά του τη λύρα στην οποία πρόσθεσε δύο ακόμα χορδές από τις πέντε που είχε πρώτα. Ο Ορφέας θεωρείται πως μαζί με τον Πυθαγόρα είναι οι μέγιστοι Μάγοι της Ελλάδας. Αναφέρεται ως ιδρυτής μυστηρίων και ιερών τελετών (Ορφικά μυστήρια) που θεωρήθηκαν ως αίρεση, στην εκστασιακή Διονυσιακή λατρεία. Οι τελετές των Ορφικών λάμβαναν μέρος την νύκτα. Η ουσία των Μυστηρίων είναι η μετάβαση από το σκότος στο φως με διάφορους αλληγορικούς και συμβολικούς τρόπους. Στο άδυτο του ναού ο Ιεροφάντης άναβε την τελετουργική Πυρά από μία συνεχώς καίουσα Ιερά Πηγή και εμφανιζόταν μπροστά στους μυημένους. Οι ναοί των Ορφικών είτε ήταν κτιστοί, είτε απλά σπήλαια. Οι Ορφικοί Ύμνοι των τελετών είναι πανάρχαιοι και ανάγονται στην 11η χιλιετία π.Χ. Εξυμνούν διάφορες θεότητες και περιγράφουν στοιχεία της Ορφικής Κοσμολογίας, για τη γένεση του Σύμπαντος, την θεωρία του Κοσμικού Ωού, την πίστη στην Συμπαντική Αρμονία, την αναφορά στο Ζωδιακό Κύκλο, την αστρονομία, τις Ισημερίες και τα Ηλιοστάσια. Η Αρχαία Ελληνική Θεολογία προήλθε από τους Ορφικούς και επηρέασε τόσο τον Πυθαγόρα όσο και τον Πλάτωνα, ο οποίος μάλιστα στον αποκαλεί «Θεολόγο».

     Ο Ορφέας, ο ξανθομάλλης Δωριεύς με τα βαθυγάλανα μάτια, μίλησε για το αρχικό Ύδωρ και την ύλη από την οποία σχηματίστηκε η Γη. Για την απόρρητη φύση της αρχεγόνου ύλης, δεν μίλησε, για την Άρρητη Αρχή δεν ανέφερε τίποτα.
    Από αυτά δημιουργείται μια νέα αρχή, ο Χρόνος που δεν είναι υλικό στοιχείο, αλλά μια νέα προκοσμική κατάσταση ενοποίησης των πάντων και μία νέα δημιουργική αρχή, από όπου προκύπτει ο Αιθέρας και το Χάος. Μέσα στο Χάος από τον Χρόνο και τον Αιθέρα προήλθε το Κοσμογονικό Ωόν από το οποίο εμφανίζεται ο Θεός Φάνης.

    Η αριθμολογική αξία του ονόματος Φάνης είναι 759, πολλαπλάσιο 69*11.
    Από τον Φάνητα προέρχεται η Νυξ, που σημειοδοτεί μια περίοδο σκότους που ακολούθησε αυτή του θεϊκού φωτός. Εκ της Νυκτός προήλθαν η Γαία και ο Ουρανός και εκ τούτου ο Ωκεανός και η Τηθύς και μετά γεννήθηκαν όλα τα όντα, όπως οι Μοίρες, οι Εκατόγχειρες, οι Κύκλωπες και οι Τιτάνες κλπ, όπως αναφέρεται στη Θεογονία του Ησίοδου.

    Η θεολογική μορφή της διδασκαλίας του Ορφέα διαμορφώνει διαδοχικές καταστάσεις διαχωρισμού και ενοποιήσης, μιας η δυο αρχών. Η κάθε αρχή μαζί με τις προηγούμενες η ακολούθως με τις δύο επόμενες, σχημάτιζαν δημιουργικές τριάδες αρχών, οι ενέργειες των οποίων αναπτύσσονταν λεπτομερώς μέσα στο όλο σύστημα.
    Ο Ερμείας κάνει αναφορά στην εξέλιξη, πως με την εμφάνιση του Ζηνός όλες οι διεργασίες αναφέρονται σε θεϊκά επίπεδα. Λέγει λοιπόν, στο «Των εις τον Πλάτωνος Φαίδρον Σχολίων», στη σελίδα 138, γραμμή 11 – σελίδα 139 γραμμή 8: « Επειδή ο αριθμός 12 είναι εκ του τέλειου τρία και του γενεσιουργού τέσσερα που γεννήθηκε από την συγκράτηση (το ένα μέσα στο άλλο, πολλαπλασιασμός), περιέχει όλο το Θείο διάκοσμο των θεών, οι δε αρχές είναι του τρία η μονάδα, του τέσσερα η δυάδα, ενώ είναι η μονάδα ο Αιθέρας, η δυάδα το Χάος, η τριάδα το Ωόν (διότι είναι ακέραιο), η τετράδα ο Φάνης, όπως λέγει και ο Ορφέας. Βλέποντας με τέσσερις οφθαλμούς, εκεί και εκεί.

    Άλλο εξάλλου είναι το πλήρες για να λέγεται στο διάκοσμο των θεών, στη δωδεκάδα ότι απαρτίζεται σαν τέλειος αριθμός από τους πρώτους αριθμούς σε ένωσης γινόμενο και όσα άλλα κατά το συνηθισμένο τρόπο λέγεται, άλλο πάλι είναι να λέγεται για το δώδεκα τους ηγεμόνες του κόσμου με αυτόν το αξίωμα θεωρούμενους. Διότι όλοι είναι υπέρ το σύμπαν. Και λέγεται η μεν Εκάτη έλκει μαζί της το δώδεκα, ως τα τέλη του θείου αριθμού ορίζουσα. Στο δε Διόνυσο το δεκατρία καταλήγει καθότι είναι μετά τους θεούς και των θεοποιημένων. 

    ……………… μερικοί δε και αριθμητικά σε καθένα του δέκα εφάρμοσαν στης δεκάδας τους αριθμούς, βγάζοντας τις δύο μονάδες, και αυτήν την τετάρτη το Δία και αυτή της Εστίας, δίνοντας το ένα στον Απόλλωνα, το δύο στην Ήρα, το τρία στον Ποσειδώνα (για αυτό και τριαινούχος), το τέσσερα στον Ερμή, το πέμπτο στον Άρη, το έξι στην Αφροδίτη, το επτά στην Αθηνά, το οκτώ στην Δήμητρα, το εννιά στην Άρτεμη, το δέκα στον Ήφαιστο».

    Ἐπειδὴ δὲ ὁ δωδέκατος ἀριθμὸς ἐκ τοῦ τελείου ἀριθμοῦ τοῦ τρίτου καὶ τοῦ γενεσιουργοῦ τοῦ τετάρτου κατὰ σύγκρασιν ἀπεγεννήθη, ὅλον τὸν τῶν θεῶν περιέχων θεῖον διάκοσμον, τοῦ δὲ τρίτου καὶ τετάρτου ἀρχαὶ μονὰς καὶ δυὰς, εἴη ἂν μονὰς μὲν ὁ αἰθὴρ, δυὰς δὲ τὸ χάος, τριὰς δὲ τὸ ᾠὸν τέλειον γάρ ἐστι, τετρὰς δὲ ὁ Φάνης, ὡς καὶ Ὀρφεύς φησι· τετράσιν ὀφθαλμοῖσιν ὁρώμενος ἔνθα καὶ ἔνθα.
    Ἄλλο δέ ἐστιν ὅλον τὸν τῶν θεῶν διάκοσμον εἰς τὴν δωδεκάδα λέγειν ἀπαρτίζεσθαι ὡς τέλειον ἀριθμὸν καὶ ἐκ τῶν πρώτων ἀριθμῶν κατὰ σύγκρασιν ἀπογεννώμενον καὶ ὅσα ἄλλα εἴωθε λέγεσθαι, ἄλλο πάλιν τὸ λέγειν δώδεκα εἶναι τοὺς ἡγεμόνας τοῦ κόσμου ὡς ἐν τῇ αὐτῇ τάξει θεωρουμένους· πάντες γὰρ ὑπερκόσμιοί εἰσι· καὶ ἡ μὲν Ἑκάτη τὸν δώδεκα λέγεται συνελίσσειν, ὡς τὰ πέρατα τοῦ θείου ἀριθμοῦ παντὸς ἀφορίζουσα· ὁ δὲ Διόνυσος τὴν τρισκαιδεκάτην εἰληχέναι ὡς μετὰ θεοὺς ὢν καὶ τῶν ἐκθεουμένων. Ἐνταῦθα δὲ οὐκ ἐν ἑνὶ ὁ δώδεκα, ἀλλ' ἕτερον τρόπον τῆς ἐν πᾶσι τάξεως ἐνδεικτικόν. Ἡ δὲ τάξις οὐχ ὡς ἄλλη ἐν ἄλλοις, ἀλλ' αὐτὸ τὸ εἶναι τῶν θεῶν ἡ τάξις αὐτῶν ἐστι. Τριττὴ δὲ ἡ τάξις· ἢ γὰρ ὡς ἐξῃρημένη, οἵα ἡ ἐν τῷ ἐξῃρημένῳ Διὶ, ἀφ' ἧς τάξεως καὶ αὐτὴ ἡ ἐν τοῖς δώδεκα ἐνδίδοται· ἢ ὡς ἐν αὐτοῖς τοῖς τεταγμένοις, οἷον ἡ ἐν αὐτοῖς τοῖς δώδεκα·
    ἡ τρίτη ὡς ἡ ἐν μεταδόσει, οἷον ἡ ἀπ' αὐτῶν τῶν δώδεκα καὶ εἰς τὰ καταδεέστερα ἐνδιδομένη καὶ εἰς ὅλον τὸν κόσμον. Τινὲς δὲ καὶ ἀριθμητικῶς ἑκάστῳ τῶν ἐν τῷ δεκάτῳ ἐφήρμοσαν τοὺς ἐν τῇ δεκάδι ἀριθμοὺς, ἐξελόντες τὰς δύο μονάδας, τήν τε τετάρτην Διίαν καὶ τὴν τῆς Ἑστίας,
    μονάδα μὲν Ἀπόλλωνι δόντες, δυάδα Ἥρᾳ, τριάδα Ποσειδῶνι διὸ καὶ τριαινοῦχοσ, τέταρτον Ἑρμῇ, πέμπτον Ἄρῃ, ἕκτον Ἀφροδίτῃ, ἕβδομον Ἀθηνᾷ, ὄγδοον Δήμητρι, ἔνατον Ἀρτέμιδι, δέκατον Ἡφαίστῳ.

    Ο Πρόκλος αναφέρει πως η Ορφική θεολογία κυριάρχησε για αιώνες στον Ελληνικό χώρο και άσκησε τεράστια επίδραση. Στο έργο του «Η πολιτεία του Πλάτωνα», αναφέρει πως ο θεολόγος Ορφέας έδωσε τρία γένη στους ανθρώπους, το χρυσό, το αργυρό και το τιτανικό από το οποίο κυριάρχησε ο Δίας.

     Ὁ μὲν θεολόγος Ὀρφεὺσ τρία γένη παραδέδωκεν ἀνθρώπων· πρώτιστον τὸ χρυσοῦν, ὅπερ ὑποστῆσαι τὸν Φάνητά φησιν· δεύτερον τὸ ἀργυροῦν, οὗ φησιν ἄρξαι τὸν μέγιστον Κρόνον· τρίτον τὸ Τιτανικόν, ὅ φησιν ἐκ τῶν Τιτανικῶν μελῶν τὸν Δία συστήσασθαι· συννοήσας ὡς ἐν τρισὶν ὅροις τούτοις πᾶν εἶδος περιέχεται τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς. ἢ γὰρ νοερόν ἐστιν καὶ θεῖον, αὐτοῖς τοῖς ἀκροτάτοις τῶν ὄντων ἐνιδρυμένον, ἢ πρὸς ἑαυτὸ ἐπέστραπται καὶ νοεῖ ἑαυτὸ καὶ ἀγαπᾷ τὴν τοιαύτην ζωήν, ἢ πρὸς τὰ
    χείρονα βλέπει καὶ μετ' ἐκείνων ἐθέλει ζῆν ἀλόγων ὄντων.
    τριττῆς οὖν οὔσης τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς τὸ μὲν πρώτιστον ἀπὸ τοῦ Φάνητός ἐστιν, ὃς πᾶν τὸ νοοῦν συνάπτει τοῖς νοητοῖς, τὸ δὲ δεύτερον ἀπὸ τοῦ Κρόνου τοῦ πρώτου, φησὶν ὁ μῦθος, <ἀγκυλομήτου> καὶ πάντα πρὸς ἑαυτὰ ποιοῦντος ἐπιστρέφειν, τὸ δὲ τρίτον ἀπὸ Διὸς τοῦ τῶν δευτέρων προνοεῖν καὶ διακοσμεῖν τὰ χείρονα διδάσκοντος· τοῦτο γὰρ ἴδιον δημιουργίας.
    «…Ήταν λένε, η ώρα της θυσίας. Οι ιερείς της Ροδόπης κάνουν τη θυσία της φωτιάς, κάνουν μια προσφορά με αρωματικό ξύλο. Στο τέλος, ο ποντίφηκας βγαίνει από το ναό, ντυμένος όπως και οι άλλοι με άσπρα λινά ρούχα, στεφανωμένος με μυρτιά και κυπαρίσσι. Κρατάει σκήπτρο από έβενο με κεφάλι από ελεφαντόδοντο και φοράει χρυσή ζώνη της οποίας τα κρύσταλλα ρίχνουν θαμπές φωτιές, σύμβολα μιας μυστηριακής βασιλείας. Είναι ο Ορφέας.

    Οδηγεί από το χέρι ένα μαθητή, παιδί των Δελφών, που περιμένει ωχρός, φοβισμένος και μαγεμένος, με το ρίγος των μυστηρίων, τα λόγια του μεγάλου εμπνευσμένου.

    Ο Ορφέας εφησυχάσει τον εκλεκτό της καρδιάς του μύστη και με ύφος επίσημο του λέει: «Διπλώσου ως το βάθος τού εαυτού σου για να υψωθείς στην Αρχή των πραγμάτων, στην μεγάλη Τριάδα πού ακτινοβολεί μέσα στον άρχοντα Αιθέρα. Κατανάλωσε το σώμα σου με τη φλόγα της σκέψης σου αποσπάσου από την ύλη όπως η φλόγα από το ξύλο που το κατατρώει. Τότε το Πνεύμα σου θα ορμήσει προς τον αγνό αιθέρα των αιώνιων Αιτιών, όπως ο αετός στο θρόνο τού Δία.

    Θα σου αποκαλύψω το μυστικό των κόσμων, τη ζωή της φύσης, την ουσία τού Θεού. Άκουσε πρώτα το μεγάλο μυστικό. Ένα μονάχα όν βασιλεύει στο βαθύ ουρανό και μέσα στην άβυσσο της γης, ο βροντερός Δίας, ο αιθέριος Δίας.

    Αυτός είναι και η βαθιά σκέψη, και το ισχυρό μίσος κι’ η γλυκιά αγάπη. Βασιλεύει μέσα στα βάθη της γης και στα ύψη του έναστρου ουρανού: πνοή των πραγμάτων, φλόγα αδάμαστη, αρσενικό και θηλυκό, ένας βασιλιάς, μια εξουσία, ένας Θεός, ένας μεγάλος δάσκαλος.

    Ο Δίας είναι ο Θείος κι η Θεία σύζυγος. Άντρας και Γυναίκα, Πατέρας και Μητέρα. Απ’ τον Ιερό τους γάμο, άπ’ τον αιώνιο υμέναιό τους βγαίνουν αδιάκοπα η φωτιά και το νερό, η Γη κι ο Αιθέρας, η Νύχτα κι η Μέρα, οι περήφανοι Τιτάνες, οι ανίκητοι Θεοί και το κινούμενο σπέρμα των ανθρώπων.

    Οι έρωτες του Ουρανού και της Γης δεν είναι γνωστοί στους βέβηλους. Τα μυστήρια του Συζύγου και της Συζύγου αποκαλύπτονται μόνο στους θείους ανθρώπους. Εγώ θα φανερώσω μόνο αυτό που είναι αληθινό. Πριν από λίγο η βροντή συγκλόνιζε τους βράχους αυτούς. Ο κεραυνός έπεφτε σαν ζωντανή φωτιά, σαν φλόγα που σκορπάει. Κι οι αντίλαλοι των βουνών μούγκριζαν από χαρά. Συ όμως έτρεμες, γιατί δεν γνώριζες από πού προέρχεται η φωτιά αυτή ούτε πού χτυπάει. Είναι το πύρ το αρσενικό, σπέρμα του Δία κινείται μέσα σε όλα τα όντα. Όταν πέφτει ο κεραυνός το πύρ εκπορεύεται απ’ το δεξί του χέρι.

    Και τώρα, δες το στερέωμα. Κοίτα εκείνο το λαμπρό κύκλο με αστερισμούς που είναι ριγμένη πάνω του η λεπτή εσάρπα του γαλαξία, σκόνη από ήλιους και κόσμους. Δες πως φεγγοβολάει ο Ωρίων, πως τρεμοσβήνουν οι Δίδυμοι, πως αστράφτει η Λύρα. Είναι το σώμα της Θείας Συζύγου που γυρίζει μέσα σ’ αυτόν τον αρμονικό ίλιγγο απ’ τα τραγούδια του ιλίγγου.

    Δες με τα μάτια του πνεύματος, και θα δεις το αναποδογυρισμένο της κεφάλι, τα τεντωμένα της μπράτσα και θα ανασηκώσεις τον πέπλο της, τον διασκορπισμένο με αστέρια..

    Ο Δίας είναι ο Θείος κι η Θεία σύζυγος. Να το πρώτο μυστήριο.

    Τώρα όμως παιδί των Δελφών προπαρασκευάσου για την δεύτερη μύηση. Ανατρίχιασε, κλάψε, ευχαριστήσου, λάτρεψε! Γιατί το πνεύμα σου θα βυθισθεί στη φλογερή ζώνη όπως ο μεγάλος Δημιουργός ανακατώνει την ψυχή με τον κόσμο μέσα στο κύπελλο της ζωής. Όταν ποτισθούν στο μεθυστικό αυτό κύπελλο, όταν τα όντα λησμονούν την Θεία διαμονή τους και κατεβαίνουν μέσα στην επίπονη άβυσσο των γεννήσεων.

    Ο Δίας είναι ο μεγάλος Δημιουργός. Ο Διόνυσος είναι ο γιός του, ο εκδηλωμένος Λόγος του. Ο Διόνυσος, το ακτινοβόλο πνεύμα, η ζωντανή διάνοια, φεγγοβολούσε μέσα στο σπίτι του πατέρα του, στο ανάκτορο του ακίνητου Αιθέρα. Μια μέρα, βυθισμένος μέσα απ’ τούς αστερισμούς στις αβύσσους του ουρανού είδε μέσα στα γαλάζια βάθη την αντανάκλαση της ίδιας του εικόνας που του πρότεινε τα χέρια. Γοητευμένος απ’ το όμορφο αυτό φάντασμα, ερωτευμένος με το ομοίωμά του, όρμησε για να τ’ αρπάξει. Η εικόνα όμως απομακρύνονταν, απομακρύνονταν συνεχώς. Στο τέλος βρέθηκε σε μια σκιερή και αρωματισμένη κοιλάδα, απολαμβάνοντας τις γλυκιές αύρες που χάιδευαν το σώμα του. Μέσα σε μια σπηλιά διέκρινε την Περσεφόνη. Η Μαία ύφαινε ένα πέπλο που φαίνονταν να κυματίζουν οι εικόνες όλων των όντων. Μπροστά στη θεϊκή παρθένα σταμάτησε βουβός από γοητεία. Εκείνη τη στιγμή οι περήφανοι Τιτάνες, οι πρώτοι ζηλότυποι για την ομορφιά του, ρίχτηκαν πάνω του και τον έκαναν κομμάτια. Έπειτα, αφού μοιράστηκαν τα μέλη του, τα έβρασαν μέσα σε νερό και έθαψαν την καρδία του. Ο Δίας κατακεραύνωσε τους Τιτάνες κι η Αθηνά μετέφερε την καρδιά του Διόνυσου στους αιθέρες κι έγινε ένας καυτός ήλιος. Απ’ τον καπνό του σώματός του βγήκαν όμως, οι ψυχές των ανθρώπων που προχωρούν προς τον ουρανό. Όταν οι ωχρές σκιές θα ξανασμίξουν με τη σπινθηροβόλα καρδιά του Διόνυσου, θα ανάψουν σαν φλόγες, ο Διόνυσος θα αναστηθεί στα ύψη του εμπύρειου, πιο ζωντανός από κάθε άλλη φορά.

    Να το μυστήριο του θανάτου του Διόνυσου…..»

    «……. Ήπιες απ’ τις βρύσες του άγιου φωτός, είπε ο Ορφέας, μπήκες μέσα στα άδυτα των μυστηρίων με αγνή καρδιά. Ήρθε η σημαντική ώρα που θα σε κάνω να εισχωρήσεις ως τις πηγές της ζωής και του φωτός. Εκείνοι που δεν σήκωσαν το πυκνό πέπλο που σκεπάζει απ’ τα μάτια των ανθρώπων τα θαυμαστά αόρατα, αυτοί δεν έγιναν γιοι των Θεών.

    Άκουσε λοιπόν τις αλήθειες που πρέπει να αποκρύβεις απ’ το πλήθος, αυτές που συνιστούν την Ισχύ των Ιερών Αδύτων.

    Ο Θεός είναι ένας και όμοιος με τον εαυτό του. Βασιλεύει παντού. Οι Θεοί όμως είναι πάρα πολλοί και αδιάφοροι, γιατί ή Θεότητα είναι αιώνια και άπειρη. Οι μεγαλύτεροι θεοί είναι οι ψυχές των αστέρων. Ήλιοι, αστέρες, γαίες και σελήνες, κάθε αστέρι έχει τη δικιά του ψυχή και όλες τους είναι βγαλμένες μέσα απ’ την ουράνια φωτιά του Δία κι απ’ το αρχικό φως. Απροσπέλαστα, αμετάβλητα, κυβερνούν το μεγάλο παν με τις κανονικές κινήσεις. Λοιπόν, κάθε αστέρι που κυλάει σέρνει μέσα στην αιθέρια σφαίρα του φάλαγγες από ημίθεους ή ψυχές ακτινοβολούσες.

    Αυτά κάποτε ήταν άνθρωποι και αφού κατέβηκαν τα σκαλοπάτια των βασιλείων μετά ανέβηκαν δοξασμένα τους κύκλους για να γλιτώσουν τελικά απ’ τον κύκλο των γεννήσεων. Μέσω αυτών των Θεϊκών πνευμάτων αναπνέει ο Θεός, ενεργεί, παρουσιάζεται. Είναι η πνοή της ζωντανής του ψυχής, οι ακτίνες της αιώνιας συνείδησή ς τους. Διοικούν τις στρατιές των κατώτερων πνευμάτων που δίνουν ζωή στα στοιχεία. Διευθύνουν τους κόσμους. Μας κυκλώνουν κι από κοντά κι από μακριά κι είναι φτιαγμένα από Θεία ουσία, ντύνονται όμως με μορφές που αλλάζουν πάντοτε, ανάλογα με τους λαούς, τους χρόνους και τους τόπους.

    Ο άσεβής που τα αρνείται, τα τρέμει. Ο ευσεβής τα λατρεύει χωρίς να τα γνωρίζει. Ο μύστης τα γνωρίζει, τα τραβάει και τα βλέπει.

    "Αν αγωνίσθηκα να βρω αυτούς τους θεσμούς, αν αψήφησα το θάνατο, αν κατέβηκα όπως λένε στον Άδη, αυτά όλα τα έκανα για να δαμάσω τους δαίμονες της αβύσσου, για να σμίξει ο Ουρανός με τη Γη, για ν’ ακούει η γοητευμένη Γη τις Θείες φωνές. Η ουράνια ομορφιά θα ενσαρκωθεί μέσα στη σάρκα των γυναικών, η φωτιά του Δία θα διαποτίσει το σώμα των ηρώων, και πολύ πριν ανεβούν προς τα αστέρια, οι γιοι των Θεών θα ακτινοβολήσουν σαν τους αθάνατους.";

     

    Ξέρεις τι είναι η Λύρα τού Ορφέα; Είναι ο απόηχος των εμπνευσμένων ναών. Γιατί χορδές έχει Θεούς.

    Και τώρα θα επικαλεσθώ τους Θεούς μας…..

    ………..«Κυβέλη! Κυβέλη! Μεγάλη μητέρα, άκουσέ με! Πρωτότυπο φως, φλόγα ευκίνητη, αιθέρια, που πάντοτε αναπηδάς μέσα στα διαστήματα, που κλείνεις μέσα σου τις απηχήσεις και τις εικόνες όλων των πραγμάτων! Ω παγκόσμια ψυχή των αβύσσων που σπέρνεις ήλιους, που αφήνεις να κυλιέται μέσα στον αιθέρα ο κάτασπρος μανδύας σου φως λεπτότατο κρυμμένο, αόρατο στα μάτια της σάρκας μεγάλη μητέρα των Κόσμων και των Θεών, εσύ που κλείνεις μέσα σου τους αιώνιους τύπους! Αρχαία Κυβέλη, σ’ εμένα! Σ’ εμένα! Στο όνομα του μαγικού μου σκήπτρου, στο όνομα της συμφωνίας μου με τις Δυνάμεις, στην ψυχή της Ευρυδίκης!... Σε επικαλούμαι, πολύμορφε Σύζυγε, πειθαρχική που δονείσαι με τη φωτιά του Αιώνιου Άρρενος. Απ’ το πιο ψηλό μέρος των διαστημάτων, από το πιο βαθύ μέρος της αβύσσου, απ’ όλα τα μέρη, έλα πλημμύρισε, γέμισε τη σπηλιά αυτή με τα ρευστά σου. Τριγύρισε τον γιο των Μυστηρίων με οχυρό διαμαντένιο και κάνε τον να δει στους βαθύς σου κόλπους τα Πνεύματα της Αβύσσου, της Γης και των Ουρανών!»

    Στα λόγια αυτά μια υπόγεια βροντή τράνταξε τα βάθη της αβύσσου και κουνήθηκε ολόκληρο το βουνό. Κρύος ιδρώτας πάγωσε το σώμα του μαθητή. Δεν έβλεπε πια τον Ορφέα, παρά μόνο μέσα από ένα καπνό που όλο και μεγάλωνε. Σε μια στιγμή προσπάθησε να παλέψει με μια φοβερή δύναμη που τον σύντριβε…...

    ……..  «Παιδί των Δελφών, από πού έρχεσαι;» ρώτησε ο Ιεροφάντης.

    «Δάσκαλε των μυστών, ουράνιε μαγευτή, θαυμαστέ Ορφέα, είδα ένα Θείο όνειρο. Μήπως ήταν καμιά γοητεία της μαγείας, κάποιο δώρο των Θεών; Τι συνέβη λοιπόν; ‘Ο κόσμος άλλαξε; Πού βρίσκομαι τώρα;»

    «Κατάκτησες το στέμμα της μύησης και έζησες το όνειρό μου: την αθάνατη Ελλάδα! Ας βγούμε όμως από εδώ γιατί για να εκπληρωθεί αυτό πρέπει, εγώ να πεθάνω και συ να ζήσεις.»

     Τα Ορφικά κείμενα, όσα υπάρχουν, είναι μεγάλης σπουδαιότητας γιατί περιέχουν πληροφορίες για την ζωή των Ελλήνων και τις επιστήμες τους, όπως η αστρονομία και άλλα. Τα Ορφικά έργα είναι τα «Αργοναυτικά>», οι «Ύμνοι», τα «Λιθικά», τα «Αστρονομικά», τα «Αποσπάσματα» και τα «Ανέκδοτα». Ωστόσο, πολλές πληροφορίες έχουν διασώσει και διάφοροι συγγραφείς στα έργα τους.

    Είναι άξιο σημείωσης, πως στα Ορφικά υπάρχουν πληροφορίες για κλίμα της Γης, κάτι για το οποίο ο Πρόκλος λέει: «ο Ορφέας έτσι όρισε, όρισε δε στους ανθρώπους χωριστά να ρέει από το θρόνο των αθανάτων, να κατευθύνεται ο μέσος άξονας του ηλίου, να μην είναι ψυχρός, ούτε θερμός, αλλά το μέσον.»

    Ὀρφεὺσ οὑτωσὶ διορίζων· διώρισε δ' ἀνθρώποισι χωρὶς ἀπ' ἀθανάτων ναίειν ἕδος, ᾗ μέσος ἄξων ἠελίου τρέπεται ποτινεύμενος οὔτε τι λίην ψυχρὸς ὑπὲρ κεφαλῆς οὔτ' ἔμπυρος, ἀλλὰ μεσηγύσ.
    Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις των επιστημόνων, δίνονται αστρονομικές πληροφορίες για φυσικά φαινόμενα που έγιναν περίπου το 3600 πΧ, το 5000 πΧ και το 11585 πΧ.

    Ο σπουδαίος αστρονόμος Κωνσταντίνος Χασάπης με βάση τον στίχο : "μίξας χειμώνος θέρεός τ' ίσον αμφοτέροισιν, ταίς υπάταις χειμώνα, θέρος νεάταις διακρίνας" "μίξας χειμώνος θέρεός τ' ίσον αμφοτέροισιν, ταίς υπάταις χειμώνα, θέρος νεάταις διακρίναςστον ύμνο στον Απόλλωνα, δηλώνει πως γίνεται λόγος περί ισότητος των εποχών και υπολόγισε σύμφωνα με την μετάπτωση των εποχών, τις δύο ημερομηνίες που συνέβηκε αυτό το φαινόμενο, δηλαδή το 1.366 π.Χ. ή 1.361 π.Χ. διορθωμένη ημερομηνία από υπολογιστή, το 11.835 π.Χ. ή 11.809 π.Χ. διορθωμένη ημερομηνία από υπολογιστή. Καθότι ο Ορφέας πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία, η δεύτερη ημερομηνία που αναφέρεται, δικαιολογεί το κείμενο. Αυτό γιατί ο Ορφέας έζησε πολύ πριν τον Τρωικό πόλεμο, που σύμφωνα με τους επιστήμονες είναι το 1450 π.Χ.
    Υπήρξε Ισότητα Εποχών, δηλαδή ισότητα Θέρους – Φθινοπώρου με ταυτόχρονη ισότητα Χειμώνα - Άνοιξης, 2.612 έτη πριν το 1361 π.Χ. δηλαδή το 3.973 π.Χ.. Πηγαίνοντας πιο πίσω άλλα 2.162 έτη, βρισκόμαστε στο 6.585 π.Χ. όπου ισχύει το ίδιο. Κάνοντας το ίδιο, φθάνουμε το 9.197 π.Χ., όπου ισχύει πάλι το ίδιο.  Και ακόμα 2.162 έτη πίσω, φτάνουμε στο 11.809 π.Χ. που έχουμε ξανά το ίδιο Φαινόμενο.

  • ΟΡΦΕΩΣ ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΑ

    Ὦναξ Πυθῶνος μεδέων, ἑκατηβόλε, μάντι,
    ὃς λάχες ἠλιβάτου κορυφῆς Παρνασσίδα πέτρην
    σὴν ἀρετὴν ὑμνῶ· σὺ δέ μοι κλέος ἐσθλὸν ὀπάσσαις·
    πέμπε δ' ἐπὶ πραπίδεσσιν ἐμαῖς ἐτυμηγόρον αὐδήν
    ὄφρα πολυσπερέεσσι βρότοις λιγύφωνον ἀοιδήν
    ἠπύσω Μούσης ἐφετμαῖς καὶ πηκτίδι πυκνῇ.
    Νῦν γάρ σοι, λυροεργὲ, φίλον μέλος ἀείδοντι
    θυμὸς ἐποτρύνει λέξαι τάπερ οὔποτε πρόσθεν
    ἔφρασ' ὅταν Βακχοῖο καὶ Ἀπόλλωνος ἄνακτος
    κέντρῳ ἐλαυνόμενος, φρικώδεα κῆλ' ἐπίφαυσκον
    θνητοῖς ἀνθρώποισιν ἄκη· μετὰ δ' ὅρκια μύσταις·
    ἀρχαίου μὲν πρῶτα χάους ἀμέγαρτον ἀνάγκην
    καὶ Κρόνον ὃς ἐλόχευσεν ἀπειρεσίοισιν ὑφ' ὁλκοῖς
    Αἰθέρα καὶ διφυῆ περιωπέα κυδρὸν Ἔρωτα
    Νυκτὸς ἀειγνήτης πατέρα κλυτόν· ὃν ῥα Φάνητα
    ὁπλότεροι καλέουσι βροτοί· πρῶτος γὰρ ἐφάνθη·
    Βριμοῦς τ' εὐδυνάτοιο γονὰς, ἠδ' ἔργ' ἀΐδηλα
    Γηγενέων, οἳ λυγρὸν ἀπ' οὐρανοῦ ἐστάξαντο
    σπέρμα γονῆς, τὸ πρόσθεν ὅθεν γένος ἐξεγένοντο
    θνητῶν, οἳ κατὰ γαῖαν ἀπείριτον ἀιὲν ἔασι·
    θητείαν τε Ζηνὸς, ὀρεσσιδρόμου τε λατρείαν
    μητρὸς ἅτ' ἐν Κυβέλοις ὄρεσιν μητίσατο κούρην
    Φερσεφόνην περὶ πατρὸς ἀμαιμακέτου Κρονίωνος·
    εὐμήλου θ' Ἡρακλῆος περίφημον ἄμυξιν·
    ὅρκιά τ' Ἰδαίων, Κορυβάντων τ' ἄπλετον ἰσχύν.
    Δήμητρός τε πλάνην, καὶ Φερσεφόνης μέγα πένθος,
    θεσμοφόρος θ' ὡς ἦν· ἠδ' ἀγλαὰ δῶρα Καβείρων,
    χρησμούς τ' ἀρρήτους Νυκτὸς περὶ Βάκχου ἄνακτος,
    Λῆμνόν τε ζαθέην ἠδ' εἰναλίην Σαμοθράκην,
    αἰπεινήν τε Κύπρον, καὶ Ἀδωναίην Ἀφροδίτην
    ὄργια Πραξιδίκης, καὶ ἀρείνης νυκτὸς Ἀθήνης
    θρήνους τ' Αἰγυπτίων καὶ Ὀσίριδος ἱερὰ χύτλα.
    Ἀμφὶ δὲ μαντείης ἐδάης πολυπείρονας οἴμους
    θηρῶν οἰωνῶν τε καὶ ἣ σπλάγχνων θέσις ἐστίν·
    ἠδ' ὅσα θεσπίζουσιν ὀνειροπόλοισιν ἀταρποῖς
    ψυχαὶ ἐφημερίων, ὕπνῳ βεβολημέναι ἦτορ·
    σημείων τεράτων τε λύσεις, ἄστρων τε πορείας·
    ἁγνοπόλον τε καθαρμὸν ἐπιχθονίοις μέγ' ὄνειαρ·
    ἱλασμούς τε θεῶν, φθιμένων τ' ἐπινήχυτα δῶρα.
    Ἄλλα δέ σοι κατέλεξ' ἅπερ εἴσιδον ἠδ' ἐνόησα,
    Ταίναρον ἡνίκ' ἔβην σκοτίην ὁδὸν, Ἄϊδος εἴσω,
    ἡμετέρῃ πίσυνος κιθάρῃ δι' ἔρωτ' ἀλόχοιο·
    ἠδ' ὅσον Αἰγυπτίων ἰερὸν λόγον ἐξελόχευσα,
    Μέμφιν ἐς ἠγαθέην περάσας, ἱεράς τε πόληας
    Ἄπιδος ἃς πέρι Νεῖλος ἀγάρροος ἐστεφάνωται·
    πάντα μάλ' ἀτρεκέως ἀπ' ἐμῶν στέρνων δεδάηκας.
    Νῦν δ' ἐπεὶ ἀερόφοιτος ἀπέπτατο δήϊος οἶστρος,
    ἡμέτερον δέμας ἐκπρολιπὼν εἰς οὐρανὸν εὐρύν,
    πεύσῃ ἀφ' ἡμετέρης ἐνοπῆς ὅσσα πρὶν ἔκευθον.
    Ὥς ποτε Πιερίην Λειβήθρων τ' ἄκρα κάρηνα
    ἡρώωντε καὶ ἡμιθέων πρόμος ἐξεπέρησε
    λισσόμενός μ' ἐπίκουρον ἑοῦ νόστοιο γενέσθαι
    ποντοπόρῳ σὺν νηῒ πρὸς ἄξενα φῦλ' ἀνθρώπων,
    ἔθνος ἐς ἀφνειὸν καὶ ἀτάσθαλον ᾧ ἐνὶ κραῖνεν
    Αἰήτης υἱὸς φαεσιμβρότου ἠελίοιο.
    Θέσφατα γὰρ Πελίας δειδίσσετο μή οἱ ὄπισθεν
    χειρὸς ὕπ' Αἰσονίδα καθέλῃ βασιλήϊον ἀρχήν.
    Καί οἱ ὑπὸ πραπίδεσσι δόλου τρίβον ἠπερόπευε·
    τάσσε γὰρ ἐκ Κόλχων χρύσειον κῶας ἐνεῖκαι
    Θεσσαλίην εὔπωλον. Ὁ δ' ὡς κλύεν ἔκνομον αὐδήν
    χεῖρας ἐπαντείνας ἐπεκέκλετο πότνιαν Ἥρην·
    τήνδε γὰρ ἐκ μακάρων περιώσια κυδαίνεσκεν.
    Ἡ δὲ παρ' εὐχωλῇσιν ἐφέσπετο κηδομένη περ·
    ἔξοχα γὰρ μερόπων ἠγάζετο καὶ φιλέεσκεν
    δεινοβίην ἥρωα, περικλυτὸν Αἴσονος υἷα,
    καί ῥα καλεσσαμένη ἐπετέλλετο Τριτογενείη.
    Καί οἱ φηγινέην πρῶτον τεκτήνατο νῆα,
    ἣ καὶ ὑπ' εἰλατίνοις ἐρετμοῖς ἁλιμυρέα βένθη
    πρώτην ὑπεξεπέρησε, τρίβον δ' ἤνυσσε θαλάσσης.
    Ἀλλ' ὅτε δὴ συνάγειρεν ἀγακλειτοὺς βασιλῆας,
    Θρῄκην εἰς εὔπωλον ἐπείγετο δῖος Ἰήσων,
    καί μ' ἔκιχεν κιθάρην πολυδαίδαλον ἐντύνοντα,
    ὄφρα κέ σοι μέλπων προχέω μελίγηρυν ἀοιδήν,
    κηλήσω δέ τε θῆρας ἰδ' ἑρπετὰ καὶ πετεηνά.
    Ἡνίκα δ' εἰς ἄντρον πολυήρατον εἰσεπέρησε,
    μείλιχον ἐκ λασίων στέρνων ἀνενείκατο φωνήν·
    Ὀρφεῦ Καλλιόπης τε καὶ Οἰάγρου φίλε κοῦρε,
    Βιστονίῃ Κικόνεσσι πολυρρήνοισιν ἀνάσσων
    χαῖρ' ἐπεὶ Αἱμονίους ὀχεὰς πρώτιστον ἱκάνω,
    Στρυμονίους τε ῥοὰς, Ῥοδόπης τ' αἰπεινὰ πρὸς ἄγκη.
    Εἰμὶ δ' ἐγὼ Μινύαισι πανέξοχον αἷμα λελογχώς
    Θεσσαλὸς Αἰσονίδης· ξεῖνος δέ τοι εὔχομαι εἶναι.
    Ἀλλὰ, φίλος, πρόφρων μ' ὑποδέχνυσο καὶ κλύε μῦθον
    μειλιχίαις ἀκοαῖς, καὶ λισσομένῳ ὑπάκουσον
    Ἀξείνου Πόντοιο μυχοὺς καὶ Φᾶσιν ἐρυμνόν
    νηῒ σὺν Ἀργῴῃ πελάσαι δεῖξαί τε θαλάσσης
    παρθενίης ἀτραποὺς, ἐπιήρατον ἡρώεσσιν,
    οἵ ῥα τεὴν μίμνουσι χέλυν καὶ θέσφατον ὀμφήν
    ἐλπόμενοι ξυνὸν πελάγει ἐπαρηγόνα μόχθων.
    Οὐ γὰρ δὴ πλῶσαι πρὸς βάρβαρα φῦλα μέδονται
    νόσφι σέθεν· καὶ γάρ ῥα ποτὶ ζόφον ἠερόεντα
    νείατον εἰς κευθμῶνα, λιτῆς εἰς πυθμένα γαίης,
    μοῦνον ἀπ' ἀνθρώπων πελάσαι καὶ νόστον ἀνευρεῖν·
    ὧν ἕνεκεν ξυνήν τε δύην Μινύαισιν ἀρέσθαι
    καὶ κλέος ἀνθρώποισιν ἐπ' ἐσσομένοισι πυθέσθαι.
    Τὸν μὲν ἐγὼ μύθοισιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
    Αἰσονίδη, τί με ταῦτα παραιφάμενος ἐρεείνεις,
    ὄφρα κεν ἐς Κόλχους Μινύαις ἐπιήρανος ἔλθω,
    νηῒ σὺν εὐσέλμῳ πλεύσας ἐπὶ οἴνοπα πόντον;
    ἤδη γάρ μοι ἅλις καμάτων, ἅλις ἔπλετο μόχθων,
    ὧν ἱκόμην ἐπὶ γαῖαν ἀπείριτον ἠδὲ πόληας
    Αἰγύπτῳ Λιβύῃ τε βροτοῖς ἀνὰ θέσφατα φαίνων.
    Καί με ἀλητείης τε καὶ ἐξ οἴστρου ἐσάωσε
    μήτηρ ἡμετέρη καί ῥ' εἰς δόμον ἤγαγεν ἄλλον
    ὄφρα τέλος θανάτοιο κίχω μετὰ γήραϊ λυγρῷ.
    Ἀλλ' οὐκ ἔσθ' ὑπαλύξαι ἃ δὴ πεπρωμένα κεῖται.
    Μοιρῶν ἐννεσίῃσιν ἐπείγομαι· οὐ γὰρ ἄτιμοι
    ἱκεσίου Ζηνὸς κοῦραι Λιταί· ἵξομαι ἤδη
    ὁπλοτέροις βασιλεῦσι καὶ ἡμιθέοις ἐνάριθμος.
    Καὶ τότε δὴ λίπον ἄντρον ἐπήρατον ἠδ' ἐπέρησα
    αὐτῇ σὺν φόρμιγγι καὶ εἰς Μινύας ἀφίκανον
    λαιψηροῖσι πόδεσσιν, ὑπὲρ Παγασηΐδας ἀκτάς.
    Ἔνθα δ' ἀριστήων Μινυῶν λόχος ἠγερέθοντο
    στεῖνον δὴ ψαμάθους ὁμάδῳ, ῥηγμῖνα τ' Ἀναύρου.
    Ἀλλ' ὅτε δή μ' ἐνόησαν ἀταρπιτὸν ἐξανύοντα,
    ἀσπασίως ἤγερθεν· ἐγήθεε δ' ἦτορ ἑκάστῳ·
    αὐτὰρ ἐμυθεόμην, ἐρεείνων ἄνδρας ἀρίστους.
    Πρῶτα δὲ εἶδα βίην Ἡρακλῆος θείοιο
    ὃν τέκεν Ἀλκμήνη Ζηνὶ Κρονίωνι μιγεῖσα
    ἦμος ὅτε τρισσὴν μὲν ἐλείπετο Σείριος αἴγλην
    Ἠέλιος, δολιχὴ δ' ἐπεμαίετο πάντοθεν ὄρφνη·
    Τῖφύν τ' Ἀγνιάδην, δολιχῆς ἰθύντορα νηός·
    Θεσπιέων δ' ὅγε τῆμος ἐφ' ὕδασι Τελμισσοῖο
    ἄγχουρος λαοῖς Σιφάεσι ῥεῖθρον ἄμειβεν·
    ὃς περὶ μὲν βύκταισι καὶ ἀργήεσσιν ἀέλλαις
    νῆα κατιθύνειν δέδαεν πολυμήτιδι τέχνῃ·
    Κάστορά θ' ἱππόδαμον Πολυδεύκεά τ' εἰσενόησα
    καὶ Μόψον Τιταρῆθεν, ὃν Ἄμπυκι νυμφευθεῖσα
    Χαονίην ὑπὸ φηγὸν Ἀρηγονὶς ἐξελόχευσε·
    Πηλέα τ' Αἰακίδην, Αἰγίνης ἀγλαὸν υἱόν
    ὃς Δολόπεσσιν ἄνασσεν ἐνὶ Φθίῃ ἐριβώλῳ.
    Τρισσὴν δ' Ἑρμείαο κλυτὴν εἰσέδρακα γένναν,
    Αἰθαλίδην, ὃν ἔτικτε περικλυτὴ Εὐπολέμεια,
    Μυρμιδόνος θυγάτηρ, Ἀλόπῃ ἐνὶ πετρηέσσῃ
    ἠδ' Ἔρυτον, καὶ καλὸν Ἐχίονα, τούς ποτε Νύμφῃ
    Λαοθόῃ Μενετοῖο παρευνηθεὶς ἐλόχευσε
    Κυλλήνης μεδέων χρυσόρραπις Ἀργειφόντης.
    Αὐτίκα δ' Ἀκτορίδης καὶ βουφάγος ἦλθε Κόρωνος.
    Ἴφικλος αὖ Φυλάκου δῖον γένος ἀντετόρησεν
    Βούτης τ' Αἰνειάδης, ἴκελος χρυσάορι Φοίβῳ.
    Κάνθος δ' Εὐβοίηθεν Ἀβαντιάδης ἐπέρησεν
    ὃν δὴ μοῖρ' ἐδάμασσε, τέλος δ' ἐπέθηκεν ἀνάγκη
    φθίσθαι ὑπὲρ Λιβύης, νόστον δ' οἴκοιο λαθέσθαι.
    Ἄλκωνος δὲ Φάληρος ἀπ' Αἰσήποιο ῥοάων
    ἤλυθεν, ὃς Γύρτωνος ἁλιστεφὲς ἔκτισεν ἄστυ.
    Ἴφιτος αὖ μετὰ τοῖσιν ἐφέσπετο Ναυβόλου υἱός
    Φωκίδος ὅς ῥ' ἤνασσε καὶ εὐπύργοιο Τανάγρης.
    Λαοδόκος, Ταλαὸς καὶ Ἀρήϊος, υἱοὶ ἄμωμοι
    ἦλθον Ἀβαντιάδαι περιώνυμοι οὓς τέκε Πηρώ.
    Ἰφιδάμας δ' Ἀλέου παῖς ἤλυθε· πέμψε γὰρ αὐτόν
    ἴφθιμος γενέτης, Τεγέης ὅρια προλιπόντα.
    Ἤλυθε δ' Ἐργῖνος, Βράγχου πολύπυρον ἄρουραν
    ἐκπρολιπὼν καὶ τύρσιν ἐρυμνῆς Μιλήτοιο,
    ἔνθα ῥοαὶ κλύζουσι πολυπλανέος Μαιάνδρου.
    Ἐν δὲ Περικλύμενος Νηλήϊος εἰσαφίκανεν,
    ἀγχόθι Πελλήνης τε καὶ εὐύδροιο Λιπάξου
    ἄστυ λιπὼν ἀφνειὸν ὀρειονόμους τε Κολώνας.
    Ἐκ δὲ λιπὼν Καλυδῶνα θοὸς Μελέαγρος ἔβαινεν.
    Οἰνεὺς τόν ῥ' ἐλόχευσε καὶ Ἀλθαίη ῥοδόπηχυς.
    Ἴφικλος αὖτ' ἐπέρησε λιπὼν Ἀτρακηίδα λίμνην,
    σύγγονος Ἀλθαίης· περὶ δ' αὖ τίεν ἔξοχα πάντων
    εὐειδῆ Μελέαγρον, ἰδ' ἀγλαὰ ἔργ' ἐδίδασκεν.
    Ἀστερίων δ' ἐπέρησε πάϊς κλεινοῖο Κομήτου,
    Πειρεσίην ὃς ἔναιεν ἐπ' Ἀπιδανοῖο ῥεέθροις·
    Πηνειὸς μίσγων ξυνὸν ῥόον εἰς ἅλα πέμπει.
    Εὐρυδάμας δ' ἐπόρευσε λιπὼν Βοιβηΐδα λίμνην,
    ἀγχόθι Πηνειοῖο καὶ εὐπελαγέος Μελιβοίης.
    Αὐτὰρ ἔπειτ' Ἐλάτοιο πάϊς Πολύφημος ἵκανεν
    ὅς σφιν ἐν ἠνορέῃσι μετέπρεπεν Ἡρώεσσιν·
    Ἠνειὸς Καινῆος ἀφίκετο, τόν ῥά τε φασί
    μισγόμενον Λαπίθαις ὑπὸ Κενταύροισι δαμῆναι,
    θεινόμενον πεύκαισι τανυφλοίοις τ' ἐλάτῃσι,
    καὶ οἱ ἀνατλῆναι καὶ ἀκαμπέα γούνατ' ἐρεῖσαι
    ζῳόν τ' ἐν φθιμένοισι μολεῖν ὑπὸ κεύθεα γαίης.
    Ἄδμητος δ' ἀφίκανε Φεραιόθεν, ᾧ ποτε Παιὰν
    θητεύων ὑπόεικε· Διὸς δ' ἠλεύατο μῆνιν
    οὕνεκά τοι Κύκλωπας ἀμαιμακέτοισιν ὀϊστοῖς
    ἐν φθιτοῖσιν ἔτευξ' Ἀσκληπιοῦ εἵνεκα λώβης.
    Ἤλυθε δ' Εὐρυτίων Ἴρου παῖς Ἀκτορίωνος
    τρηχείην Ὀπόεντα λιπὼν, σὺν δ' ἤλυθεν Ἴδας
    Λυγκεύς θ', ὃς τήλιστα δι' αἰθέρος ἠδὲ θαλάσσης
    βένθεα, καὶ Πλουτῆος ὑποχθονίοιο ῥέεθρα
    μοῦνος ἀπ' ἀνθρώπων δεινοῖσιν ὀπώπεεν ὄσσοις.
    Αὐτὰρ ἐπεὶ Τελαμὼν συνεφέσπετο, τόν ῥ' ἐλόχευσεν
    Αἰακῷ ἀτρύτῳ κούρη κλυτοῦ Ἀσωποῖο
    Αἴγιν' ἐν κροκάλῃσιν ἀλιστεφέος Σαλαμῖνος.
    Δὴ τότ' Ἄβαντος παῖς νόθος ἤλυθε καρτερὸς Ἴδμων,
    τόν ῥ' ὑποκυσσαμένη τέκεν Ἀπόλλωνι ἄνακτι
    Ἀμφρύσου παρὰ χεῦμα Φερητιὰς Ἀντιάνειρα.
    Τῷ καὶ μαντοσύνην ἔπορεν καὶ θέσφατον ὀμφήν
    Φοῖβος, ἵν' ἀνθρώποισιν ἀρηρότα μυθίζοιτο.
    Ἤλυθε δ' αὖ μετὰ τοῖσι Μενοίτιος ἐξ Ὀπόεντος,
    σύγχορτος Μινύαις· ἐπὶ δ' ἤλυθε δῖος Ὀϊλεύς.
    Φλίας δ' ἐξίκανε περικλυτός ὅν ποτε Βάκχῳ
    νύμφη ὑποκλινθεῖσα παρ' Ἀσωποῖο ῥοῇσι
    τίκτεν, ἄμωμον ἔχοντα δέμας καὶ ἐπίφρονα μῆτιν.
    Κηφεύς τ' Ἀρκαδίηθε μεθ' ἡρώεσσι πελάσθη.
    Ἀλκαῖον δ' ἄν' ὅμιλον ἀπ' Ἀρκαδίης πολυμήλου
    πέμψε πατὴρ γηραιὸς ἐπὶ πλόον Ἀξείνοιο·
    οὗτος δ' οὔποτε χλαῖναν ἐπὶ στιβαροῖς βάλεν ὤμοις,
    ἀλλ' ἄρκτου λάσιον στέρνοις ἀμπίσχετο δέρμα.
    Ναύπλιος αὖθ' ἵκανεν, Ἀμυμώνης φίλος υἱός,
    ὃν τέκεν εὐνηθεῖσα περικλυτῷ Ἐννοσιγαίῳ
    ἀγλαὸν ἠνορέην δέμας εἴκελον ἀθανάτοισι.
    Ταιναρίευς δ' Εὔφημος ἔβη Μαλεάτιδος ἄκρης
    ἐκπρολιπὼν αὐλῶνας, ἁλικλύστους τε θεράπνας.
    Ἀγκαῖός τ' ἔμολε Πλευρώνιος, ὅς ῥα πορείας
    οὐρανίας ἄστρων ἐδάη, κύκλους τε πλάνητας.
    Δίζετο γὰρ τά τ' ἐόντα τά τ' ἐσσόμεν' ἀνθρώποισιν.
    Ἐν δὲ Παλαιμόνιος Λέρνου νόθος ἤλυθεν υἱός·
    σίνετο δὲ σφυρὰ δισσὰ πόδας δ' οὐκ ἦεν ἀρηρώς·
    τοὔνεκεν Ἡφαίστοιο γόνον καλέεσκον ἅπαντες.
    Ἤλυθε δ' Ἀλφειοῖο λιπὼν Πισάτιδας ὄχθας
    Αὐγείης, υἱὸς πυριφεγγέος Ἠελίοιο.
    Ναὶ μὴν καὶ δίσσοι ὅρπηκες ἀμύμονες ἧκον,
    Ἀμφίων κλυτόφημος ἰδ' Ἀστέριος μενεχάρμης
    Πελλήνην προλιπόντ' ἠδ' ἤθεα πατρίδος αἴης.
    Δισσὸν δ' αὖ Βορέου καλὸν στάχυν εἰσενόησα,
    οὓς τέκ' Ἐρεχθῆος θείου κλυτὴ Ὠρείθυια
    Ἰλισσοῦ παρὰ χεῦμα θεοῦ φιλότητι μιγεῖσα·
    οἳ δὴ καὶ ταρσοῖσιν ὑπουατίοις πεπότηντο,
    Ζήτης καὶ Κάλαϊς δέμας εἴκελοι ἀθανάτοισιν.
    Αὐτὰρ δὴ Πελίαο Φεραιόθεν ἤλυθ' ἄνακτος
    ἀγχιστεύς· νηὸς γὰρ ἐπ' Ἀργῴας γεγένητο
    ἄξεινον ποτὶ Φᾶσιν ἅμ' ἡρώεσσιν ἐλάσσαι.
    Σὺν δέ οἱ ἦλθ' ἕταρος Ἡρακλέεος θείοιο
    καλὸς Ὕλας· τὸν δ' οὔπω ὑπὲρ δροσεροῖο γενείου
    ἀργεννὰς ἐρύθηνε παρηίδας ἁβρὸς ἴουλος,
    ἀλλ' ἔτι κοῦρος ἔην, πολὺ δ' ἤνδανεν Ἡρακλῆϊ.
    Οὗτοι μὲν ποτὶ νῆα καὶ ἐς λόχον ἠγερέθοντο.
    Καί ῥά οἱ ἄλλοθεν ἄλλος ἐκέκλετο ἠδ' ἀγόρευε.
    Δεῖπνα δ' ἐπορσύνοντο πολυξείνοιο τραπέζης,
    Αὐτὰρ ἐπεὶ σίτοιο ποτοῦ θ' ἅλις ἔπλετο θυμός,
    ἥμενοι ἑξείης πόθεεν μέγα ἔργον ἕκαστος.
    Ἀνστάντες δ' ἅμα πάντες ἀπὸ ψαμάθοιο βαθείης
    ἤϊον, ἔνθά τ' ἔμιμνεν ὑπὲρ ψαμάθου ἁλίη ναῦς,
    τήν ῥά ποτ' εἰσορόωντες ἐθάμβεον· αὐτὰρ ἔπειτα
    Ἄργος ἐφημοσύναισι νόου πόρσυνεν ὀχλίζειν,
    δουρατέαισι φάλαγξι καὶ εὐστρέπτοισι κάλωσι
    πρυμνόθεν ἀρτήσας. Κάλεεν δ' ἐπὶ μόχθον ἱκάνειν
    πάντας κυδαίνων. Οἱ δ' ἐσσυμένως ὑπάκουσαν·
    τεύχεα δ' ἐκδύνοντο, περὶ στέρνοισι δ' ἀνῆπτον
    σειραίην μήρινθον. Ἐπέβριθεν δ' ἄρ' ἕκαστος
    αἶψα θοὸν ποτὶ κῦμα κατειρύσαι εὔλαλον Ἀργώ.
    Ἣ δέ οἱ ἐγχριφθεῖσα ποτὶ ψαμάθῳ βεβάρητο,
    αὐαλέοις φυκέεσσιν ἐρυκομένη ποτὶ χέρσῳ
    ἡρώων παλάμῃσιν ὑπὸ στιβαρῇσιν ἀπειθής.
    Παχνώθη δ' αὖ θυμὸς Ἰάσονος· αὐτὰρ ἔμοιγε
    νεῦσεν ὀπιπτεύων ἵνα οἱ θάρσος τε βίην τε
    μολπῇ ὑφ' ἡμετέρῃ κεκμηόσιν αἰὲν ὁρίνω.
    Αὐτὰρ ἐγὼ φόρμιγγα τιτηνάμενος μετὰ χερσί,
    μητρὸς ἐμῆς ἐκέρασσ' εὐτερπέα κόσμον ἀοιδῆς,
    καί οἱ ἀπὸ στηθέων ὄπα λείριον ἐξελόχευσα·
    Ἔξοχον Ἡρώων Μινυήιον αἷμα γενέθλης,
    εἰ δ' ἄγε νῦν στερροῖσιν ὑπὸ στέρνοισι κάλωας
    βρίσαθ' ὁμορροθέοντες, ἐρείσατε δ' ἴχνια γαίῃ
    ταρσοῖσιν ποδὸς ἄκρον ὑπερβλήδην τανύσαντες·
    καὶ χαροπὸν ποτὶ χεῦμα γεγηθότες ἕλξατε νῆα.
    Ἀργὼ πεύκῃσιν τ' ἠδὲ δρυσὶν γομφωθεῖσα
    ἄι' ἐμῆς ἐνοπῆς καὶ γὰρ πάρος ἔκλυες ἤδη
    ἡνίκα δένδρε' ἔθελγον ἐν ὑλήεντι κολώνῃ
    πέτρας τ' ἠλιβάτους, καί μοι κατὰ πόντον ἔβαινες
    οὔρε' ἀποπρολιποῦσα, ἐπέσπεο δ' αὖτε θαλάσσης
    παρθενίης ἀτραπούς· σπέρχου δ' ἐπὶ Φᾶσιν ἀμείβειν,
    ἡμετέρῃ πίσυνος κιθάρῃ καὶ θεσκέλῳ ὀμφῇ.
    Δὴ τότ' ἐπιβρομέουσα Τομαριὰς ἔκλυε φηγός
    ἥν οἱ ὑποτροπίην Ἄργος θέτο νηῒ μελαίνῃ
    Παλλάδος ἐννεσίῃσιν· ἀνηέρθη δὲ μάλ' ὦκα
    δούρατ' ἐλαφρίζουσα, θοὴ δ' ὠλίσθανε πόντῳ·
    καί οἱ ἐπειγομένη θαμινὰς ἐκέδασσε φάλαγγας
    αἵ οἱ ὑπὸ τρόπι κεῖντο μιᾶς σχοίνοιο ταθεῖσαι.
    Ἐν δ' ἄρ' ἔβη, λιμένος χαροπὸν δ' ἀνεχάσσατο κῦμα·
    Θῖνες δ' ἀμφέκλυσθεν· ἐγήθει δὲ φρέν' Ἰήσων,
    ἆλτο δ' ἔσω νεὸς Ἄργος, ἐφέσπετο δ' ἀγχόθι Τῖφυς
    καί οἱ ἐπάρτια θῆκαν ἀρηρότα πορσύνοντες,
    ἱστόν τ' ἠδ' ὀθόνας· ἐπὶ δ' αὖτ' οἴηκας ἔδησαν,
    πρυμνόθεν ἀρτήσαντες, ἐπεσφίγξαντο δ' ἱμᾶσιν.
    Αὐτὰρ ἔπειθ' ἑκάτερθεν ἐρετμοὺς ἡπλώσαντο,
    εἰσβαίνειν δ' ἐκέλευον ἐπειγομένους Μινύηας.
    τοῖσιν δ' Αἰσονίδης ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
    Κέκλυτέ μευ, βασιλῆες ἀμύμονες, οὐ γὰρ ἔμοιγε
    ἁνδάνει ἐν πραπίδεσσιν ἀρειοτέροισιν ἀνάσσειν.
    Ὑμεῖς δ', ὅντιν' ἄρα κραδίη θυμὸς τε μενοινᾷ
    ἡγεμόνα στήσασθε· καὶ ᾧ περὶ πάντα μελήσει
    σημανέειν ὅ τι κεν ῥέξαι ἔπος ἠδὲ καὶ ἔργον
    πόντον ἐπιπλώσουσιν ἀφιξομένοις τ' ἐπὶ γαῖαν,
    εἴτε καὶ ἐς Κόλχους καὶ ἐς ἀλλοδαποὺς ἀνθρώπους.
    Καὶ γὰρ δὴ μοῦνοι σὺν ἐμοὶ πόλεες τε καὶ ἐσθλοί,
    οἵ ῥα καὶ ἀθανάτου ῥίζης γένος εὐχετάασθε,
    ξυνὸν ἀνηρείψασθε πόνον, κλέος ὄφρ' ἂν ἄροισθε.
    Ἀλλ' οὐ δὴ κάρτιστον ἀρειότερόν τε γενέσθαι
    Ἡρακλῆος ἄνακτος οἴομαι· ἴστε καὶ αὐτοί.
    Ὣς ἔφαθ', οἱ δ' ἄρα πάντες ἐπῄνεον· ἐν δ' ἄρα φωνῇ
    λαὸς ἐπερρόθεεν, Μινύαις ἐπικοίρανον εἶναι
    Ἀλκείδην, ὃς πᾶσι μέγ' ἔξοχος ἦεν ἑταίροις.
    Ἀλλ' οὐ πεῖθον ἄνακτα πεπνυμένον, ὅς ῥά οἱ ᾔδη
    Ἥρης ἐννεσίῃσι τετιμένον Αἴσονος υἱόν,
    ὥς δή οἱ κλέος ἐσθλὸν ἐπεσσομένοισιν ὄπαζεν·
    ὡς ῥά οἱ αὐτὸς ἔνισπεν, Ἰήσονα κοίρανον εἶναι
    πεντήκοντ' ἐρέταισιν, ἀνὰ τραφερήν τε καὶ ὑγρήν.
    Καὶ τότε δὴ μάλα πάντες ἐπῄνεον, ὡς ἐκέλευεν
    Ἡρακλέης, καὶ θῆκαν Ἰήσονα κοίρανον εἶναι.
    Ἦμος δ' ἠέλιος τὸν ἀπείριτον αἰθέρα τέμνων
    ἵπποις ὠκυπόδεσσι κελαινὴν ἔντυε νύκτα,
    τῆμος ἐνὶ πραπίδεσσιν ἐμήτιεν Αἴσονος υἱός
    πίστιν ἐφ' ἡρώεσσι καὶ ὅρκια συνθεσιάων
    θέσθαι ὄφρ' ἔμπεδα πάντα φυλασσόμενοι πεπίθοιντο·
    καὶ τότε τοι, Μουσαῖε, φίλον τέκος Ἀντιοφήμου,
    πορσύναι μ' ἐκέλευε θοῶς ἱερήϊα καλά.
    Αὐτὰρ ἐγὼ ψαφαραῖσιν ἐπ' ἠϊόνεσσιν ἐνεῖκα
    κᾶλα, τά τ' ἐκ δρυός ἐστι φερεσβίου· ἐν δ' ἄρ' ὕπερθε
    πέπλῳ παρκατέθηκα θεοῖς ἐπινήχυτα δῶρα.
    Καὶ τότε δὴ κραντῆρα βοῶν περιμηκέα ταῦρον
    σφάζον, ἀνακλίνας κεφαλὴν εἰς αἰθέρα δῖαν,
    ζωόταμον· περὶ δ' αἷμα πυρῇ χέον ἔνθα καὶ ἔνθα.
    Αὐτὰρ ἐπεὶ κραδίην θραύσας ποπάνοισιν ἔθηκα,
    λείψας ὑγρὸν ἔλαιον, ἐπ' αὐτῷ δὲ γλάγος ἄμνης.
    Ἥρωας δ' ἐκέλευσα περισταδὸν ἀμφιχυθέντας
    δούρατ' ἐπαμπήξασθαι ἰδ' ἄορα κωπήεντα,
    βύρσῃ τε σπλάγχνοισι τ' ἐρειδομέναις παλάμῃσι.
    Θῆκα δ' ἄρ' ἐν μέσσῳ τεῦχος κυκεῶνος ἐρείσας
    ὀστράκεον, τῷ πάντα περιφραδέως ἐμέμικτο,
    Δήμητρος μὲν πρῶτα φερέσβιος ἀλφίτου ἀκτή,
    αἷμα δ' ἐπὶ ταύροιο, θαλάσσης θ' ἁλμυρὸν ὕδωρ.
    Στέψασθαι δ' ἐκέλευσα κύκλους ἐρόεντας ἐλαίης·
    καὶ τότε χρυσείην φιάλην χείρεσσιν ἐμαῖσιν
    ἀμπλήσας κυκεῶνος, ἐφεξείης ἐπένειμον
    γεύειν ἄνδρα ἕκαστον ἐρισθενέων βασιλήων.
    Πυρκαϊῇ δ' ἐκέλευον Ἰήσονα λαμπάδα θέσθαι
    πεύκης ἀζαλέης· ὑπὸ δ' ἔδραμε θεσπεσίη φλόξ.
    Δὴ τότ' ἐγὼ πρὸς χεῦμα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης,
    χεῖρας ἐπαντείνας, τάδ' ἀπὸ γλώσσης ἀγόρευσα,
    Ὠκεανοῦ μεδέοντες ἁλικλύστοιό τε πόντου
    ἐμβύθιοι μάκαρες, καὶ ὅσοι ψαμμώδεας ἀκτάς
    ναίεθ' ἁλικροκάλους, καὶ Τηθύος ἔσχατον ὕδωρ.
    Νηρέα μὲν πρώτιστα καλῶ πρέσβυστον ἁπάντων,
    ἄμμιγα πεντήκοντα κόραις πάσαισιν ἐρανναῖς·
    Γλαυκὴν δ' ἰχθυόεσσαν, ἀπείριτον Ἀμφιτρίτην,
    Πρωτέα καὶ Φόρκυνα, καὶ εὐρυβίην Τρίτωνα,
    λαιψηρούς τ' ἀνέμους, αὔραις μίγα χρυσεοτάρσαις,
    ἄστρα τε τηλεσίφαντα, καὶ ἀχλύα νυκτὸς ἐρεμνῆς
    αὐγήν τ' ἠελίοιο ποδῶν προποδηγέτιν ἵππων
    δαίμονας εἰναλίους τε μιγαζομένους ἥρωσιν,
    ἀκταίους τε θεοὺς, ποταμῶν θ' ἁλιμυρέα ῥεῖθρα·
    αὐτόν τε Κρονίδην σεισίχθονα κυανοχαίτην,
    κύματος ἐκπροθορόντα μολεῖν ἐπιτάρροθον ὅρκων.
    Τόφρα μὲν οὖν ἐπίκουροι Ἰάσονος ἔμπεδον αἰεί
    μίμνωμεν προφρόνως ξυνῶν ἐπαρηγόνες ἄθλων,
    ζῳοὶ νοστήσωμεν ἑὰ πρὸς δώμαθ' ἕκαστος·
    ὃς δέ κε συνθεσίης δηλήσεται οὐκ ἀλεγίζων
    ὅρκον ὑπερβάσιον, τούτου δ' ἐπιμάρτυροι ἔστων
    ἰθύντειρα Δίκη καὶ Ἐριννύες αἰνοδότειραι.
    Ὣς ἐφάμην· οἱ δ' αὖτις ὁμοφροσύνῃ κατένευσαν
    ὅρκια δειμαίνοντες, ἐσημήναντο δὲ χερσίν.
    Αὐτὰρ ἐπεί ῥ' ὄμοσάν τε τελεύτησαν τε τὸν ὅρκον,
    δὴ τότε νηὸς ἑῆς κοῖλον κύτος εἰσεπέρησαν
    πάντες ἐφεξείης, ὑπὸ δὲ ζυγὰ τεύχε' ἔθεντο,
    χεῖρας ἐρετμώσαντες· ἐκέκλετο δ' αὐτόθι Τῖφυς
    ἐκταδίοις ὅπλοις δῆσαι παρὰ κλίμακα μακρήν
    ἱστία δ' ἁπλῶσαι, λιμένος δ' ἐκ πείσματα θέσθαι.
    Καὶ τότε δὴ λίγυν οὖρον ἐπιπροέηκε νέεθαι
    Ἥρη, Ζηνὸς ἄκοιτις, ἐπείγετο δ' ἐς πλόον Ἀργώ.
    Οἱ δ' ἄρ' ἐπ' εἰρεσίην ἔπεχον χεῖράς τε νόον τε
    ἄκμητοι βασιλῆες, ἐτέτμετο δ' ἄσπετος ἅλμη,
    ἀφροῦ ἅμ' οἰδαίνοντος ὑπὸ τρόπιν ἔνθα καὶ ἔνθα.
    Τῆμος δ' ἱερὸς ὄρθρος ἀπ' Ὠκεανοῖο ῥοάων
    ἀντολίας ἤνοιγεν, ἐπέσπετο δ' Ἠριγένεια
    ἡδὺ φάος θνητοῖσι καὶ ἀθανάτοισι φέρουσα·
    καὶ τότε δὴ σκοπιαί τε καὶ ἠνεμόεσσα κολώνη
    Πηλίου ὑλήεντος ἀπ' ἠϊόνος κατέφαινε.
    Τῖφυς δ' ἀμπαύσας δισσῆς οἰήια χειρός
    τυτθὸν ὑπειρεσίῃσιν ἐκέκλετο κῦμα χαράσσειν·
    καί ῥα θοῶς ἀκτῇσιν ὑπέδραμον· ἐκ δ' ἄρα νηός
    κλίμακα δαυρατέην λιμένων ἔντοσθε χάλασσαν.
    Ἐκ δ' ἔβαν ἥρωες Μινύαι, παύσαντο δὲ μόχθου·
    τοῖσι δὲ μύθων ἦρχεν ὁμιλαδὸν ἱππότα Πηλεύς·
    Ὦ φίλοι, ἀθρεῖτε σκοπιῆς προὔχοντα κολωνόν,
    μέσσῳ ἐνὶ πρηῶνι κατάσκιον, ἐνθάδε Χείρων
    ναίει ἐνὶ σπήλυγγι, δικαιότατος Κενταύρων
    οἳ τράφεν ἐν Φολόῃ, Πίνδου τ' αἰπεινὰ κάρηνα,
    ὅς ῥα δικασπολίῃ μέλεται καὶ ἀκεύμασι νούσων·
    ἄλλοτε δ' αὖ Φοίβου κιθάρην μετὰ χερσὶν ἀράσσων,
    ἢ λιγυρὴν φόρμιγγα χελυκλόνον Ἑρμάωνος,
    πᾶσι περικτιόνεσσι δικασπολίας ἀναφαίνει.
    Τόφρα καὶ ἡμέτερον κοῦρον Θέτις ἀργυρόπεζα
    νήπιον, ἀρτιγένεθλον, ἐν ἀγκαλίδεσσι λαβοῦσα,
    Πήλιον εἰνοσίφυλλον ἔβη, Χείρωνί τ' ἔδωκεν
    εὖ καὶ ἐπισταμένως ἀγαπαζέμεν ἠδ' ἀτιτάλλειν.
    Ὃν δή μοι πόθος ἐστὶ περὶ φρένα θηήσασθαι.
    Ἀλλὰ, φίλοι, πελάσωμεν ἐπὶ σπέος, ὄφρα ἴδωμαι
    ἕξιν παιδὸς ἐμοῖο, καὶ ἤθεσιν οἷσι κέκασται.
    Ὣς εἰπὼν ἐξῖκεν ἀταρπιτόν· οἷ δ' ἑπόμεσθα·
    Αὐτὰρ ἐπ' εἰς αὐλὴν εἰσήλθομεν ἠεροειδῆ
    καὶ προσκεκλιμένος μὲν ἐπ' οὐδαίοιο χαμεύνης
    κεῖτο μέγας Κένταυρος, ἀπηρήρειστο δὲ πέτρῃ
    ἱππείαισιν ὁπλαῖσι τανυσσάμενος θοὰ κῶλα.
    Ἀγχοῦ δ' ἱστάμενος Θέτιδος καὶ Πηλέος υἱός
    χειρὶ λύραν ἤρασσε, φρένας δ' ἐπετέρπετο Χείρων.
    Ἀλλ' ὅτε δή ῥ' ἄθρησεν ἀγακλειτοὺς βασιλῆας
    ἀσπασίως ἀνόρουσε, κύσεν δ' ἄρα φῶτα ἕκαστον·
    δαῖτά τ' ἐπόρσυνεν· μέθυ δ' ἀμφιφορεῦσι κόμισσεν,
    ῥωγαλέαις τ' ἔστρωσεν ὑπὸ στιβάδεσσι πέτηλα·
    κλινθῆναι δ' ἐκέλευσεν, ἀδαιδάλτοις δ' ὑπὸ πλακταῖς
    κρεῖα χύδην προὔθηκε συῶν ἐλάφων τε ταχειῶν·
    αὐτὰρ ἔπειτ' ἐπένειμε ποτὸν μελιηδέος οἴνου.
    Ἀλλ' ὅτε δὴ δόρποιο ποτοῦ θ' ἅλις ἔπλετο θυμός
    χερσὶν ἐπικροτέοντες ὁμόκλεον, ὄφρ' ἂν ἔγωγε
    δηρίσω Χείρωνι διωλύγιον κιθαρίζων.
    Ἀλλ' ἐγὼ οὐ πιθόμην· περὶ γάρ με ἐπήλυθεν αἰδώς,
    ὁπλότερον γεγαῶτα γεραιτέρῳ ἰσοφαρίζειν·
    μέσφ' αὐτὸς Χείρων ἐλιλαίετο καί μ' ἀέκοντα
    ἠνώγει ᾄδων ἐριδαινέμεν εἵνεκα μολπῆς.
    Πρῶτος δ' αὖ Κένταυρος ἀείρατο πηκτίδα καλήν
    ἥν ῥα τότ' ἐν χείρεσσι φέρων ὤρεξεν Ἀχιλλεύς.
    Ὅς δ' ἄρ' ἄειδε μάχην Κενταύρων ὀμβριμοθύμων,
    οὓς Λαπίθαι κατέπεφνον ἀτασθαλίης ἕνεκα σφῶν
    ἠδ' ὥς Ἡρακλῆϊ καταντία μαιμώοντες
    ἐν Φολόῃ δήρισαν· ἐπεὶ μένος οἴνου ἔγειρεν.
    Αὐτὰρ ἔγωγε μετ' αὐτὸν ἑλὼν φόρμιγγα λιγεῖαν,
    ἐκ στόματος μελίγηρυν ἱεὶς ἀνέπεμπον ἀοιδήν·
    Πρῶτα μὲν ἀρχαίου χάεος μελανήφατον ὕμνον,
    ὡς ἐπάμειψε φύσεις, ὥς τ' οὐρανὸς ἐς πέρας ἦλθε·
    γῆς τ' εὐρυστέρνου γένεσιν, πυθμένας τε θαλάσσης·
    πρεσβύτατόν τε καὶ αὐτοτελῆ πολύμητιν Ἔρωτα,
    ὅσσα τ' ἔφυσεν ἅπαντα, διέκρινε δ' ἄλλον ἀπ' ἄλλου·
    καὶ Κρόνον αἰνολέτην, ὥς τ' ἐς Δία τερπικέραυνον
    ἤλυθεν ἀθανάτων μακάρων βασιλήϊος ἀρχή.
    Μέλπον θ' ὁπλοτέρων μακάρων γένεσίν τε κρίσιν τε·
    καὶ Βριμοῦς, Βάκχοιο, Γιγάντων τ' ἔργ' ἀΐδηλα,
    ἀνθρώπων τ' ὀλιγοδρανέων πολυεθνέα φύτλην
    ἤειδον· στεινὸν δὲ διὰ σπέος ἤλυθεν αὐδή,
    ἡμετέρης χέλυος μελιχρὴν ὄπα γηρυούσης.
    Ἔστατο δ' ἄκρα κάρηνα καὶ ἄγκεα δενδρήεντα
    Πηλίου, ὑψηλάς τε μετὰ δρύας ἤλυθε γῆρυς.
    Καί ῥ' αἱ μὲν πρόρριζοι ἐπ' αὔλιον ἐθρώσκοντο
    πέτραι τ' ἐσμαράγουν· Θῆρες δ' ἀΐοντες ἀοιδῆς,
    σπήλυγγος προπάροιθεν ἀλυσκάζοντες ἔμιμνον·
    οἰωνοί τ' ἐκυκλοῦντο βοαύλια Κενταύροιο
    ταρσοῖς κεκμηῶσιν, ἑῆς δ' ἐλάθοντο καλιῆς.
    Αὐτὰρ ὁρῶν Κένταυρος ἐθάμβεε, χεῖρ' ἐπὶ καρπῷ
    πυκνὸν ἐπισσείων, οὖδας δ' ἤρασσεν ὁπλῇσι.
    Τῖφυς δ' εἰσεπέρησε νεὼς ἄπο, καί ῥ' ἐκέλευσεν
    ὦκα περᾶν Μινύαισιν· ἐγὼ δ' ἄμπαυον ἀοιδῆς,
    οἳ δὲ θοῶς ἤγερθεν, ἔδυνε δὲ τεύχε' ἕκαστος.
    Παῖδα δ' ἐν ἀγκαλίδεσσιν ἀνίσχανεν ἱππότα Πηλεύς,
    καί ῥ' ἔκυσεν κεφαλήν τε καὶ ἄμφω φώεα καλά,
    δακρυόεν γελόων· κηλήθη δὲ φρέν' Ἀχιλλεύς.
    Αὐτὰρ ἐμοὶ Κένταυρος ἑῇ γέρας ὤπασε χειρί,
    νεβρὴν παραλέην ξεινήιον ὄφρα φέροιμι.
    Ἀλλ' ὅτε δὴ σπήλυγγος ἄπο προθορόντες ἔβημεν
    ἄκρης ἐκ σκοπιῆς ὁ γέρων ἀνὰ χεῖρας ἀείρων
    Φιλλυρίδης ἠρᾶτο, θεοὺς δ' ἐπεκέκλετο πάντας
    νόστον μὲν Μινύαισιν, ἰδὲ κλέος ἐσθλὸν ἀρέσθαι
    ὁπλοτέροις βασιλεῦσι καὶ ἐσσομένοις μερόπεσσιν.
    Αὐτὰρ ἐπεί τ' ἐπὶ θῖνα καὶ ἐς νέα πάντες ἔβησαν,
    ἐν προτέροις θώκοισι καθίζανον· ἐν δ' ἄρ' ἐρετμοῖς
    χεῖρας ἐφαπλώσαντες, ἐπί ῥ' ἅλα τύπτον ἕκαστος,
    Πήλιον ἐκνεύσαντες· ὑπὲρ μέγα λαῖτμά τε πόντου
    ἀφρὸς ἐπιζείων χαροπὴν λεύκαινε θάλασσαν.
    Πισσαίη δ' ἀπέκρυφθεν ἄκρη καὶ Σηπιὰς ἀκτή,
    φάνθη δὲ Σκίαθος, Δολοπός τ' ἀνεφαίνετο σῆμα,
    ἀγχίαλός θ' Ὁμόλη, ῥεῖθρόν θ' ἁλιμυρὲς ἐναύλου
    ὃς διὰ πολλὴν γαῖαν ἱεῖ μεγαλόβρομον ὕδωρ.
    Οὐλύμπου δὲ βαθυσκοπέλου πρηῶνας ἐρυμνούς
    εἰσέδρακον Μινύαι, καὶ Ἄθω δενδρώδεα κάμψαν,
    Πελλήνην τ' εὐρεῖαν· ἰδὲ ζαθέην Σαμοθρῄκην,
    ἔνθα καὶ ὅρκια φρικτὰ θεῶν ἄρρηκτα βροτοῖσιν,
    ἄσμενοι εἰσεπέρησαν ἐμῇς ὑποθημοσύνῃσιν
    ἥρωες· μέγα γάρ σφιν ὀφέλσιμον ἀνθρώποισι
    τῆσδε θυηπολίης, ἄμοτον πλωτῆρσιν ἑκάστοις.
    Σιντιακαῖς δ' ὀφρῦσιν ἐκέλσαμεν ὠκύαλον ναῦν
    Λήμνῳ ἐν ἠγαθέῃ· τόθι περ κακὰ ἔργα μεμήλει
    θηλυτέραις· αἳ γάρ κεν ἀϊστώσαντο συνεύνους
    σφῇσιν ἀτασθαλίῃσι, καὶ ἡ κλυτὴ Ὑψιπύλεια
    ἐλδομέναις κραίνεσκε, γυναικῶν εἶδος ἀρίστη.
    Ἀλλὰ τί σοι περὶ τῶνδε πόλυν λόγον ἀμφαδὸν εἰπεῖν,
    ὅσσον ἐφ' ἵμερον ὦρσεν ἀγαυαῖς Λημνιάδεσσι
    Κύπρις ἐρωτοτρόφος, Μινύαις εἰς λέκτρα μιγῆναι;
    φίλτροις Ὑψιπύλην ἐρατοῖς ἐδάμασσεν Ἰήσων·
    ἄλλῃ δ' ἄλλος ἔμικτο· καὶ ἐκλελάθοντο πορείης,
    εἰ μὴ ἀποτροπίοις ἐνοπαῖς θελξίφρονι θυμῷ
    ἡμετέρῳ θελχθέντες ἔβαν ποτὶ νῆα μέλαιναν,
    εἰρεσίην ποθέοντες ἐπεμνήσαντο δὲ μόχθου.
    Ἔνθεν ἐς Ἑλλήσποντον ἅμ' ἠῴους φέρεν οὖρος
    ἀκραὴς Ζέφυρος, στεινῆς ἀπάτερθεν Ἀβύδου,
    Ἴλιον Δαρδανίην, Πιτύην τ' ἐπὶ δέξι' ἔχοντας,
    οὗ καὶ Ἀβαρνιάδος Περκώτης τ' εὔσταχυν αἶαν
    ἀργυρέαις Αἴσηπος ἐπικλύζει προχοῇσιν.
    Αἶψα δ' ἐπιθρώσκουσα θέεν πολυηγόρος Ἀργώ.
    Αὐτὰρ ἐπεὶ ψαμάθοισιν ἐκέλσαμεν, ἐν δ' ἄρα Τῖφυς
    ἰθύντωρ ἀκάτοιο, καὶ ἀγλαὸς Αἴσονος υἱός,
    σύν τ' ἄλλοι Μινύαι γλαυκώπιδι Τριτογενείῃ
    θῆκαν ἀείραντες βριθὺν λίθον, ἔνθα δὲ νύμφαι
    κρήνῃ ὑπ' Ἀρτακίῃ καλὰ νάματα πλημμύρουσιν·
    οὕνεκά οἱ πλώουσιν ἀνὰ πλατὺν Ἑλλήσποντον
    εὔδιος ἀντεβόλησε μυχοῦ ἔντοσθε γαλήνη,
    οὐδ' εἰς γαῖαν ἔριψαν ἐϋγνάμπτους ἀγκύρας,
    κύμασι θεινόμενοι ὑπὸ χειμερίαισιν ἀήταις.
    Ἐνθάδε προσύνοντες ἐπὶ κροκάλαις προυχούσαις
    δεῖπνά τε καὶ κλισίην, δόρπου μεμνήμεθ' ἕκαστοι.
    Δὴ τότε κεκλιμένοισιν ἐπήλυθε Κύζικος ἥρως,
    ὃς Δολόπων ἤνασσε περικτιόνων ἀνθρώπων.
    Αἰνῆος φίλος υἱὸς ὅν οἱ τέκε δῖα γυναικῶν
    Εὐσώρου θυγάτηρ Αἰνίππη καλλιπάρῃος·
    ὅς ῥα φιλοξενίῃ Μινύας ἐγέρηρεν ἅπαντας,
    σφάζων πῖά τε μῆλα καὶ εἱλίποδας ἕλικας βοῦς,
    ἀγροτέρους τε σύας· δῶκεν δ' ἔπι οἶνον ἐρυθρόν,
    σῖτον δ' ἄφθονον ἧκεν ἀποπλώουσι φέρεσθαι,
    χλαίνας τ' ἠδὲ τάπητας, ἐϋννήτους τε χιτῶνας.
    Φίλετο δ' αὖ παρεόντας ὁμηλικίης ἕνεκα σφῆς·
    καί ῥα πανημερίῃσιν ἐν εἰλαπίναισιν ὅμαρτεν.
    Ἀλλ' ὅτε γ' Ὠκεανοῖο ῥόον βαπτίζετο Τιτάν,
    μήνη δ' ἀστροχίτων ἔπαγεν μελαναυγέα ὄρφνην,
    τῆμος ἀρηίφατοι κίον ἀνέρες, οἵ ῥα νέμοντο
    ἀρκτῴοις ἐν ὄρεσσι, τεθηπότες εἴκελα θηρσί
    Τιτᾶσι, βριαροῖς τ' ἐναλίγκιοι ἠδὲ Γίγασιν·
    ἓξ γὰρ χεῖρες ἑκάστῳ ἀπ' ὤμων ἀΐσσοντο.
    Οὓς τότ' ἐσαθρήσαντες ἀμαιμάκετοι βασιλῆες,
    ἐς μόθον ὁρμαίνοντες ἀρήϊα τεύχε' ἔδυνον.
    Καὶ ῥ' οἳ μὲν πευκῇσιν ἀμύνονθ' οἳ δ' ἐλάτῃσιν·
    ἐν δ' ἔπεσαν Μινύαισι κατὰ σκοτόεσσαν ὁμίχλην.
    Οὕς τοι ἐπειγομένους κτεῖνεν Διὸς ἄλκιμος υἱός,
    τόξῳ ὀϊστεύων· σὺν δ' Αἰνέος ὤλεσε παῖδα
    Κύζικον, οὔτι ἑκὼν, ἀλλ' ἀφραδίῃσι πεδηθείς·
    τῷ δ' ἄρα μόρσιμον ἧεν ὑφ' Ἡρακλῆι δαμῆναι.
    Αἶψα δέ οἱ Μινύαι κοίλης ἔντοσθεν ἔβησαν
    νηὸς τευχήρεις, ποτὶ δὲ ζυγὸν ἷζον ἕκαστος.
    Τῖφυς δὲ πρύμνηθεν ἐπήπυεν ἠδ' ἐκέλευε
    κλίμακα νηὸς ἔσω ἐρύσαι, καὶ πείσματα λῦσαι.
    Ἀλλ' οὔ οἱ λύοντο κάλοι, δεσμοῖσι δ' ἀφύκτοις
    ὠκείης στροφάλιγγος ἀρηρότες ἐσφίγγοντο,
    νῆα κατείργοντες· θάμβησε δὲ Τῖφυς ἀμύμων,
    ἄφθογγος δέ οἱ ἧκε χερῶν οἰήϊα νηός
    Ἀργῴης· οὐ γάρ οἱ ἐέλπετο κῦμα περῆσαι.
    Ῥείη γὰρ κοτέεσκε δεδουπότος εἵνεκα λαοῦ·
    Ἀλλ' ὅτε πρὸς μέσατον νυκτὸς προὔβαινεν ἀταρπός,
    ἄστρα τε τηλεφανῆ δῦνεν ῥόον Ὠκεανοῖο,
    ὄσσε κυβερνήτῃ προσεπέστιχε νήδυμος ὕπνος.
    Τῷ δὲ βαθὺ κνώσσοντι θεὰ μενέδουπος Ἀθήνη
    ἄγχι παρισταμένη παρ' ἐτήτυμα σήματ' ἔφαινεν·
    ὧδε δ' ὁμοκλήσασα θεηγόρον ἔννεπε μῦθον·
    Εὕδεις Ἀγνιάδη, γλυκερῷ βεβολημένος ὕπνῳ,
    κῶμα περὶ βλεφάροισι βαλών· ἀλλ' ἔγρεο Τῖφυ,
    κέκλεο δ' ἡρώεσσι μολεῖν ἐπὶ νήνεμον ἀκτήν,
    νηὸς ἄπο προθορόντας, ὅθι ξένος ἐν ψαμάθοισι
    κεῖται ἀποφθίμενος· τῷ οἱ κτέρεα κτερεΐξαι
    παμμήτειρα Ῥέη κέλεται γέρα, ἠδέ τε λοιβάς
    δοῦναι ὑποχθονίοισι καὶ δάκρυα λειβέμεν ὄσσων,
    αἰδομένους Θέμιν ἀγνοτελῆ ξενίην τε τράπεζαν·
    ὅν ῥ' ἀέκων ἔκτεινε βαλὼν διὰ νύκτερον ὄρφνην
    Ἡρακλέης, θυμὸν δὲ θεᾶς ἐχολώσατε Ῥείης.
    Ἀλλ' ὁπόταν θεσμοῖς ξεῖνον σεβάσησθε θανόντα
    Δίνδυμον αὐτίκ' ἔπειτα Ῥέης ἕδος εἰσαναβάντες
    ἱλασμοῖς ἱεροῖς Γαίης ἀρέσασθε θύγατρα,
    πείσματα δ' ἀράμενοι, τότε δὴ μνώεσθε πλοοῖο.
    Ὣς εἰποῦσα θεὰ πάλιν ἐτράπετ', ἶσον ὀϊστῷ
    οὐρανὸν ἐσσυμένη. Τοῦ δ' αὐτίκα κῶμ' ἐκεδάσθη,
    πρύμνης δ' ἆλτο θοῶς· ἀνέγειρε δὲ λαὸν ἀϋτῇ
    τοίχων ἔνθα καὶ ἔνθα παρακλιδὸν ὑπνώοντας,
    ψυχῇ ὑποτρομέων· ἄφαρ ἡρώεσσι δ' ὀνείρου
    φάσματα πᾶσιν ἔειπεν, ἐπιδρομάδην ἀγορεύων.
    Οἱ δὲ θοῶς ἤγερθεν, ἐπ' ᾐόνα δ' ἆλτο ἕκαστος.
    Ἡ δὲ κατ' ὀρφναίοιο πόλου χρυσήνιος ἠὼς
    ἀντολίας ἤνοιγεν, ἐδέχνυτο δ' οὐρανὸς ὄρθρον·
    καὶ τότ' ἀριστῆες Μινύαι νέκυν εἰσενόησαν
    αἵματι καὶ κονίῃ πεπαλαγμένον· ἀμφὶ γὰρ ἄλλοι
    δήϊοι ἀμφὶς ἔκειντο, πελώρια σώματα θηρῶν.
    Ἀλλ' οἳ μὲν βασιλῆα περισταδὸν ἀμφιχυθέντες
    Κύζικον εὐξέστοισιν ὑπὸ πλακέεσσιν ἔθηκαν,
    ἂν δ' ἄρα τύμβον ἔχευαν, ἐδωμήσαντο δὲ σῆμα.
    Φιτροὺς δ' αἶψα κόμιζον, ἰδ' ἔντομα πορσύνοντες
    παμμέλαν' ἐν βόθροις μετεκίαθον· αὐτὰρ ἔγωγε
    ψυχὴν ἱλασάμην, σπένδων μειλίγματα χύτλων
    ὕδατί τ' ἠδὲ γάλακτι, μελισσορύτων ἀπὸ νασμῶν
    λοιβαῖς συμπροχέων, καὶ ἐμοῖς ὕμνοισι γεραίρων.
    Αὐτὸς δ' Αἰσονίδης προυθήκατο πᾶσιν ἄεθλον,
    τυμβιδίου ἐπ' ἀγῶνος ἑταίροις ἔμμεν' ἄεθλα,
    δῶρα τά οἱ πόρεν Ὑψιπύλη Λήμνοιο φέρεσθαι.
    Ἀγκαίῳ μὲν δῶκε πάλης γέρας ἀμφικύπελλον
    χρύσειον πολυχανδὲς ἔχειν· Πηλῆι δ' ἔδωκε
    θάσσοντι σταδίοισι, ποδωκείης ἕνεκα σφῆς
    χλαῖναν φοινικέην, πολυδαίδαλον ἔργον Ἀθήνης.
    Αὐτὰρ παγκρατίοιο δόκεν γέρας Ἡρακλῆϊ
    ἀργύρεον κρητῆρα παναίολον· ἱππασίης δέ
    Κάστορι, χρυσείων φαλάρων πολυτεχνέα κόσμον·
    πυγμαχίης δὲ τάπητα λιανθέα δῶκε φέρεσθαι
    ἀθλοφόρῳ Πολυδεύκει· ὃ γὰρ κλυτὸν ᾔρατο νῖκος.
    Αὐτὸς δ' εὐκαμπὲς τόξον λάβεν ἠδ' ἄρ' ὀϊστούς,
    τεινάμενος δέ οἱ ἧκε βέλος, τὸ δ' ἀπέπτατο τηλοῦ·
    Δῶκε δ' ἄρ' Αἰσονίδῃ Μινύης λόχος εἵνεκα τιμῆς
    πλέξας εὐανθῆ στέφανον τανυφύλλου ἐλαίης.
    Αὐτὰρ ἐμοὶ μολπῆς γέρας ὤπασε δῖος Ἰήσων
    ἐμβάδα χρυσείην γε τιταινομένην πτερύγεσσι.
    Λῦτο δ' ἀγὼν, φήμη δὲ διέπτατο δώματος εἴσω
    Κυζίκου οἰχομένου· τοῦ δ' ὡς κλύε σύγγαμος αἰνή
    στήθεα δρυπτομένη λίγ' ἐκώκυεν· ἀμφὶ δὲ δειρῆς
    ἀψαμένη μήρινθα, βρόχῳ ἀπὸ θυμὸν ὄλεσσε.
    Γῆ δ' ὑποδεξαμένη πλακὶ δάκρυα, πίδακος ἧκε
    βλύζουσ' ἀργυροειδὲς ὕδωρ κρήνης ἀπὸ μέσσης
    ἀέναον· Κλείτην δὲ περικτίονες καλέουσι.
    Καὶ τότε δὴ βασιλῆες ὀνειροπόλον διὰ πύστιν,
    κνημὸν ἐπὶ ζάθεον καὶ Δίνδυμον ἀκρώρειαν,
    ὄφρα κε μειλίξαιντ' εὐοινίστοις ἐπὶ λοιβαῖς
    Ῥείην πρεσβυγενῆ, θυμὸν δ' ἀλέαιντο ἀνάσσης.
    Αὐτὰρ ἐγὼν ἑπόμην, φόρμιγγα δὲ χερσὶν ἄειρον,
    Ἄργος δ' αὖθ' ἵκανε, λιπὼν εὐεργέα νῆα,
    ὅσγε τανυφλοίου ἐλάτης ἀμφιπλεκὲς ἔρνος
    ἀμπέλου αὐαλέης ὀξεῖ ἀπέκερσε σιδήρῳ·
    Ξέσσε δ' ἐπισταμένως βρέτας ἱερὸν ἰδμοσύνῃσι,
    μίμνειν ἔμπεδον αἰὲν ἐπεσσομένοις ἀνθρώποις·
    λάασι δ' εὐτύκτοις δωμήσατο οἶκον ἀνάσσῃ.
    Ἐν δ' ἄρ' ἐπειγόμενοι Μινύαι μέγα δ' ἔξοχα πάντων
    Αἰσονίδησ λιθάκεσσιν ἀρηρότα βωμὸν ἔτευξαν
    ᾧ ἔπι ταυροθύτους λοιβὰς ἠδ' ἱερὰ καλά
    ῥέξαν ἀριστῆες· σπονδαῖσι δ' ἐτέρπετο Ῥείη.
    Αὐτὰρ ἔμ' ἤνωγον κλῇσαι θεὸν ἠδὲ γερῆραι,
    ὄφρα κεν ἀντομένοις νόστον μελιηδέ' ὀπάσσοι.
    Ἀλλ' ὅτε δὴ θυέεσσι λιταῖσί τε γουνασάμεσθα,
    Ἀργῴην ποτὶ νῆα κατήλθομεν· ἐν δ' ἄρα Τῖφυς
    ἥρωας πρύμνηθεν ἐκέκλετο· σὺν δ' ἄρα πάντες
    ἐσσύμενοι θώκοισιν ἐπὶ προτέροισι κάθιζον,
    βάντες ὑπὲρ θώκοιο, καὶ εἰρεσίης μνώοντο.
    Ἀπροφάτως δ' ἀπὸ γῆς λεπτοὶ λύοντο κάλωες
    πείσματα δ' ἡπλώθη· κραιπνὸν δ' ἀπὸ Δινδύμου ἄκρης
    ἴκμενον οὖρον ἐφῆκε Ῥέη λιπαροκρήδεμνος.
    Ἡμεῖς δ' αὖτ' ἐπὶ νηὶ γεράσμια πέμπομεν ἱρά,
    Βωμὸν ἐπιστέψαντες ἐπεσσομένοισι πυθέσθαι
    Πεισματίην τόθι πείσματ' ἐεργομένης λύθεν Ἀργοῦς.
    Αὐτὰρ ἐπεί γ' ὀθόνας ἀκάτου πλήρωσεν ἀήτης,
    θῦνε διαπρήσσουσ' ἁλιμυρέα κύματα πόντου,
    Μύσια δὲ σχεδόθεν παραμείβετο πείρατα γαίης·
    αἶψα δὲ Ῥυνδακίους προχοὰς ἤμειψε θέουσα,
    καλούς τ' ἐς λιμένας ψαμαθώδεας εἰσεπέρησε,
    κέλσε δ' ἐπ' αἰγιαλῷ· προτόνοις δ' ἐπὶ χεῖρα βαλόντες,
    ἱστία μηρύσαντο καὶ ἀμφ' ἱμᾶσιν ἔδησαν,
    κλίμακα δ' ἐξώκειλαν ἐπὶ χθονὸς, ἐκ δ' ἔβαν αὐτοί,
    σίτου καὶ πόσιος λελιημένοι· ἀμφὶ δὲ κναμός
    Ἀργάνθου κατέφαινε, βαθυσκόπελοί τε κολῶναι.
    Ἡρακλέης δ' ἠπείγετ' ἀν' ὑλήεντας ἐναύλους,
    τόξον ἔχων παλάμαις ἰδὲ τριγλώχινας ὀϊστούς
    ὄφρα κε θηρήσαιτο, πόροι δ' ἐπὶ δόρπον ἑταίροις,
    ἢ σύας, ἢ πόρτιν κεραὴν, ἢ ἄγριον αἶγα.
    Τοῦ δ' ἀφομαρτήσαντος Ὕλας ἐξίκετο νηός
    λάθρα ἐπισπόμενος· σκολιῆς δ' ἀλίτησεν ἀταρποῦ
    ὕλῃ ἔνι πλαγχθεὶς, ἐν δὲ σπέος ἥλυθε Νυμφῶν
    Λιμνακίδων· αἱ δέ σφιν ἐσαθρήσασαι ἰόντα
    κοῦρον ἔτ' ἀντίθεον κατερύκανον, ὄφρα σὺν αὐταῖς
    ἀθάνατός τε πέλῃ καὶ ἀγήραος ἤματα πάντα.
    Ἀλλ' ὅτε πρὸς μεσάτην ἠῶ φέρεν ὠκέας ἵππους
    Ἠέλιος, κραιπνὸς δ' ἐξ οὔρεος ἔπνεεν οὖρος,
    ἐν δ' ἔπεσ' ἀργενναῖς ὀθόναις, Τῖφυς δ' ἐγεγώνει
    νηὸς ἔσω περάαν, θινὸς δ' ἐκ πείσματα λύειν·
    οἳ δὲ κυβερνητῆρος ἐφημοσύναις ἐπίθοντο.
    Εἰλατίδης δ' ἀνὰ πρῶνα θοῶς Πολύφημος ἔβαινεν,
    ὄφρα κεν Ἡρακλῆα θοῶς ἐπὶ νῆα καλέσσοι·
    ἀλλ' οὔ οἱ ξύμβλητο· μολεῖν γάρ οἱ οὔτι πέπρωτο
    Φᾶσιν καλλίροον μένος ὄβριμον Ἡρακλῆος.
    Αὐτὰρ ἐπηῶοι λυγρὴν ἐπεράσσαμεν αἶαν,
    ἔνθ' Ἄμυκος Βεβρύκεσσιν ὑπερφιάλοισιν ἄνασσεν·
    ὅστε Πανομφαίου Ζηνὸς θέμιν οὐκ ἀλεγίζων
    ἆθλον ἐπὶ ξείνοισι περικτιόνων ἀνθρώπων,
    ὅστις ἐπὶ σταθμοὺς ἠδ' ἀστεμφῆ δόμον ἵξῃ,
    θήκατο, πυγμαχίης ὑπερόπλου πειρηθῆναι.
    Τὸν μὲν ἄρ' ἠΐστωσε βίῃ κρατερὸς Πολυδεύκης,
    τύψας ἀπροφάτως κεφαλὴν σκληροῖσιν ἱμᾶσι·
    λαοὺς δ' αὖ Βεβρύκων Μινύαι χαλκῷ κατένηραν·
    Ἔνθα δ' ἀφορμηθέντες, ὑπ' εἰρεσίῃ δὲ καμόντες,
    Βιθυνῶν μέγα ἄστυ βαθείῃ κέλσαμεν ἀκτῇ
    σπεύδοντες προχοαῖς ἠδ' ἐν νιφαργέσιν ὕλαις,
    ἕσπεροι αὐλισθέντες ἐφωπλισσάμεθα δόρπον.
    Ἔνθα ποτ' αἰνόγαμος Φινεὺς ὑπερήνορι θυμῷ
    δοιοὺς ἐξαλάωσε γόνους, προβλῆσί τε πέτραις
    θηρσὶν ἕλωρ προὔθηκε γυναίων εἵνεκα φίλτρων·
    τοὺς δὲ καὶ ἀσκηθεῖς καὶ ὀπωπότας αὖθις ἔτευξαν
    παῖδε κλυτοῦ Βορέου· Φινεῖ δέ οἱ ὤπασαν ἄτην
    ἀργαλέοιο κότου, φωτὸς δ' ἀπενόσφισαν αὐγάς.
    Αὐτὰρ ἐπεὶ ζαμενὴς Βορέης στροφάδεσσιν ἀέλλαις
    ἁρπάξας ἐκύλινδεν διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλας
    Βιστονίης, ἵνα κῆρ ὀλοὴν καὶ πότμον ἐπίσπῃ.
    Αὐτὰρ ἐπεὶ Φινῆος Ἀγηνορίδαο λιπόντες
    αὖλιν, ὑπὲρ μέγα λαῖτμα θαλάσσης ἐξικόμεσθα
    ἀγχοῦ Κυανέαις πέτραις, ἅς μοι ποτὲ μήτηρ
    ἡμετέρη κατέλεξε περίφρων Καλλιόπεια.
    Οὐ γάρ οἱ ἐξυπάλυξις ὀϊζυροῖο πόνοιο,
    ἀλλὰ κατειρύμεναι ἀνέμων ἀργῇσιν ἀέλλαις
    ξυμβλῆτες πίπτουσιν ἐπ' ἀλλήλαισιν ἰοῦσαι·
    δοῦπός τ' ἂμ πέλαγός τε καὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἵκανεν
    ῥηγνυμένοιο κλύδωνος, ὀρινομένης τε θαλάσσης·
    κύματι παφλάζοντι περιβρέμει ἄσπετος ἅλμη.
    Ἀλλ' ἐγὼ Ἀγνιάδῃ τάδ' ἀπὸ γλώσσης ἀγόρευσα,
    πρύμναν ἔπειθ' ὁρόειν ὄφρ' ἂν πεφυλαγμένος εἴη.
    Τοῦ δὲ καὶ εἰσαΐοντος ἐπαχνώθη φίλον ἦτορ,
    ἐν στέρνοισι δὲ κεῦθεν, ἅ οἱ τελέεσθαι ἔμελλεν,
    μοῦνος ἀφ' ἡρώων· ἀλλὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη
    Ἥρης ἐννεσίῃσιν ἐρωδιὸν ἧκε φέρεσθαι
    ἄκρην ἱστοκεραῖαν· ὃ δ' ἀσχαλόων πεπότητο,
    πέτραις δ' ἐν μυχάταισιν ὑπὸ πτερύγεσσιν ἀερθείς
    δινεῖται· ταὶ δ' αἶψα κραδαινόμεναι ἑκάτερθεν
    σύμπεσον ἀλλήλαισι, καὶ οὐρῆς ἄκρον ἔκερσαν
    ὄρνιθος· περὶ δέ σφιν ἐτώσιον ἠρείσαντο.
    Τῖφυς δ' ἐκπρολιπόντος ἐρωδιοῦ αἰπὺν ὄλεθρον
    σῖγα μὲν ἡρώεσσιν ἐκέκλετο· τοὶ δ' ἀΐοντες,
    ἱέμενοι θοὰ κύμαθ' ὑπειρεσίῃσι χάρασσον·
    αὐτὰρ ἐγὼ μολπῇσι παρήπαφον ἡμετέρῃσι
    πέτρας ἠλιβάτους· αἱ δ' ἀλλήλων ἀπόρουσαν.
    Κῦμα δ' ἀνερρόχθησε· βυθὸς δ' ὑποείκαθε νηί,
    ἡμετέρῃ πίσυνος κιθάρῃ, διὰ θέσκελον αὐδήν.
    Ἀλλ' ὅτε δὴ πορθμοῖο κατὰ στόμα καὶ διὰ πέτρας
    Κυανέας ἤμειψε λάλος τρόπις, αὐτίκ' ἄρ' αἵ γε
    βυσσόθεν ἐρριζοῦντο, καὶ ἔμπεδον αἰὲν ἔμιμνον.
    Οὕτω γὰρ Μοῖραι τάδ' ἐπεκλώσαντο βαρεῖαι.
    Καὶ τότε δὴ προφυγόντες ἀδευκέα πήματ' ὀλέθρου,
    Ῥηβανοῦ προχοαῖσι μέλαιν' ἐξικόμεθ' ἀκτήν,
    νῆσον ὑπὲρ δολιχὴν Θυνηίδα, τῆς ἀπάτερθεν
    Τέμβριος ἰχθυόεις θαλεραῖς πλημμύρεται ὄχθαις,
    Σαγγάριός θ' ὃς κύματ' ἐπιτρέχει Εὐξείνοιο.
    Ἀλλ' ὅτ' ἐπ' αἰγιαλὸν ἐπενεισάμεθ' εἰρεσίῃσιν,
    ἀμφὶ Λύκοιο ῥέεθρον ἐκέλσαμεν, ᾧ ἔπι λαοῖς
    κραῖνε Λύκος ποταμοῖο φερώνυμος, ὅς ῥ' ὑπέδεκτο
    ἥρωας Μινύας, ξενίῃ δ' ὑπέδεκτο τραπέζη,
    φίλετο δ' αὖ νύκτας τε καὶ ἤματα συνεχὲς αἰεί.
    Ἔνθα καὶ αἶσα παρέσχε καταφθίσθαι δύο φῶτας,
    Ἀμπυκίδην Ἴδμωνα, κυβερνητῆρά τε Τῖφυν.
    Τοῦ μὲν δὴ κατὰ σῶμα λυγρὴ ἠρείσατο νοῦσος,
    τὸν δ' ἔκτεινεν θὴρ, σῦς ἄγριος· αὐτὰρ ὃ τοῖς γε
    τύμβους χευάμενοι πολιὴν ἐπένησαν θῖνα
    Ἀγκαίῳ πίσυνοι· τὸν γὰρ φάσαν ἴδριν ἅπαντες
    ναυτιλίης σφετέρῃσι δαημοσύνῃσι κεκάσθαι.
    Αὐτὰρ πηδαλίων οἰήια λάζετο χειρί
    νῆα κατιθύνων ἐπὶ Παρθενίοιο ῥέεθρα,
    ὃν δὴ Καλλίχορόν μιν ἐπώνυμόν οἱ καλέουσιν,
    ὅν τοι ἐγὼ μύθοισιν ἐπὶ προτέροισιν ἔλεξα.
    Ἔνθεν ἄκραν προβλῆτα παραπλώσαντες ἔβημεν
    γῆν ἐπὶ Παφλαγόνων, τὴν δὴ παράμειψε θέουσα
    Ἀργὼ ὑπὲρ μέγα λαῖτμα· Καραμβιακὴν δ' ἵκετ' ἄκρην,
    ᾗ ἐνὶ Θερμώδων κεῖται Ἅλυος τε ῥέεθρον,
    βάλλον ἐπ' αἰγιαλὸν, δίνας ἁλιμυρέας ἕλκον.
    Νέρθε δ' ὑποθρώσκουσι βορειάδος ἀντίον ἄρκτου
    μακρὰ Θεμισκύρης Δοιαντίδος ἅψεα κεῖται
    ἄγχι δ' Ἀμαζονίδων δαμνίππων ἄστεα κεῖται,
    καὶ Χάλυβες, Τιβαρηνά τ' ἔθνη, λαοί τε Βέχειρες
    μίγδην ἐν Μοσύνοισι πέδον περιναιετάουσι·
    λαιὰ δ' ἐπιπλώσαντες ἐκέλσαμεν αἰγιαλοῖσι
    ἧχι τε Μάκροι ἔσαν Μαριανδύνοισιν ὅμουροι.
    Νέρθε δέ τοι Ἑλίκης δολιχὸς παρακέκλιται αὐχὴν
    ἔνθα δ' ὑπωρείῃσιν ἐπὶ προβλῆσι κυκλοῦνται
    τηλεφανεῖς αὐλῶνες ὑπὲρ μυχὸν εὐρέα κόλπου·
    οὗ Σύμης ὄρος ἐστὶ πολύς τ' εὐθαλὴς λειμών,
    ἐνθάδ' Ἀράξου ῥεῦμα μεγαβρεμέτου ποταμοῖο,
    ἐξ οὗ Θερμώδων Φᾶσις Τάναΐς τε ῥέουσιν,
    οὗ Κόλχων κλυτὰ φῦλα καὶ Ἡνιόχων καὶ Ἀραξῶν.
    Ὃν παραμειβόμενοι, μυχάτοις ἐπεπλείομεν ὅρμοις
    Οὔρων, Χιδναίων τε, Χαρανδαίων, Σολύμων τε
    Ἀσσυρίων τε λεὼν, τρηχὺν δ' ἀγκῶνα Σινώπης,
    καὶ Φίλυρας Ναπάτας τε καὶ ἄστεα πυκνὰ Σαπείρων
    Βύζηράς τ' ἐπὶ τοῖσιν, ἰδ' ἄξενα φῦλα Σιγύμνων.
    Ἷκτο δ' ὑπὸ πνοιῇς ἀνέμου πλησίστιος Ἀργὼ
    ὄρθριον, ἐρχομένης ἠοῦς ἐπ' ἀπείρονα κόσμον,
    ἐσχατ' ἔπ' Ἀξείνου Φᾶσιν κατὰ καλλιρέεθρον.
    Αὐτὰρ ἐπεὶ ποταμοῖο διὰ στόμα πρηῢ ῥέοντος
    ἱκόμεθ' αὐτίκ' ἄρα στέφανον καὶ τεῖχος ἐρυμνόν
    Αἰήτου κατέφαινε καὶ ἄλσεα τοῖς ἔπι κῶας
    χρύσεον ᾐώρητο χαλαζαίῃ ἐπὶ φηγῷ.
    Ἀγκαῖος δ' ἤνωγε παραιφάμενος ἐπέεσσι
    λαίφεά τε στέλλειν, καὶ ἐπίκριον αὖθι χαλάσσαι
    ἱστὸν ἀνακλίναντας, ὑπ' εἰρεσίῃ δὲ νέεσθαι.
    Ὣς οἳ μὲν τὰ ἕκαστα πονήατο· αὐτὰρ Ἰήσων
    αὐτίκα μερμήριζε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν,
    ξυνὴν μὲν Μινύαισιν ἄδην ἀνενείκατο φωνήν,
    ἠέ γ' ἐπ' Αἰήταο μόλῃ δόμον οἶος ἀπ' ἄλλων,
    μειλιχίοις στέρξῃ τε παραιφάμενος ἐπέεσσιν·
    ἠὲ μεθ' ἡρώεσσι καὶ ἐς μόθον αὐτίκα λεύσσοι.
    Ἀλλ' οὐ γὰρ Μινύαισιν ἐπήνδανε πᾶσι νέεσθαι·
    δεῖμα δ' ἐνὶ φρεσὶ θῆκε θεὰ λευκώλενος Ἥρη,
    ἀμβολίην θ' ἵνα δὴ τελέσῃ, τάπερ αἶσα γενέσθαι.
    Ὦκα δ' ἄρ' οὖλον ὄνειρον ἀπ' οὐρανοῦ ἧκε φέρεσθαι
    εἰς δόμον Αἰήταο· συθεὶς δ' ὅγε δεῖμα πέλωρον
    Ἔσκηψεν βασιλῆα περὶ φρένας, ὅς νιν ἔδοξε
    παρθένου ἣν ἀτίταλλεν ἐνὶ μεγάροισιν ἑοῖσι
    Μηδείας κόλποισιν ἐν ἱμερτοῖσι συθῆναι
    ἀστέρα παμφανόωντα δι' ἠερίοιο πορείης.
    Ἣ δ' ἐπεὶ ἐν πέπλοισι λάβεν κεχαρηότι θυμῷ,
    ἧκε φέρουσ' εἰς χεύματ' ἐυρρείτου ποταμοῖο
    Φάσιδος· ἀστέρα δ' αἰὲν ἀναρπάξαντα ῥέεθρον
    οἴχεσθαι πόντοιο δι' Ἀξείνοιο φέροντα.
    Ταῦτα δ' ἐσαθρῆσας δολίου ἐξέσσυτο ὕπνου,
    ἀπροφανῆ, στυγερὸν δὲ περὶ φρένας εἵλκετο δεῖμα·
    ἆλτο δ' ἄρ' ἐξ εὐνῆς· δμωσὶ δὲ οἱ ὦκ' ἐπέτελλεν
    ἵππους ἐντύνειν, ὑπὸ δὲ ζεύξασθαι ἀπήνην,
    ὄφρα κε μειλίξαιτο κιὼν ἐπὶ ῥεῖθρον ἐραννόν
    Φᾶσι δινήεντα, σὺν ἐνδαπίῃς μίγα νύμφαις,
    ψυχάς θ' Ἡρώων, ὅσσαι τ' ἐπὶ ῥεῖθρον ἄμειβον.
    Θυγατέρας δ' ἔκλῃζε θυώδεος ἐκ θαλάμοιο,
    Χαλκιόπην σὺν παισὶν ἀποφθιμένου Φρίξοιο,
    ἠδ' ἁπαλὴν Μήδειαν ἀριπρεπὲς εἶδος ἔχουσαν
    παρθένον αἰδοίην, ὄφρ' ἂν συνέποιτο κίοντι.
    Ἄψυρτος δ' ἀπάνευθε δόμους ναίεσκε πόληος·
    ἅρμα δ' ἐπὶ χρύσειον ἔβη μίγα θυγατέρεσσιν
    Αἰήτης· τὸν δ' αἶψα δι' ἐκ πεδίου φέρον ἵπποι
    χεῖλος ὑπὲρ ποταμοῦ δονακώδεος, ἔνθα περ αἰεί
    εὐχωλὰς ῥείθροισι καὶ ἱερὰ κάλ' ἐκόμιζεν.
    Κείναισιν δ' ὄχθαισιν ὑπόδρομος ἤλυθεν Ἀργώ.
    Καί ῥα τότ' Αἰήτης εἰσέδρακεν, ἐν δ' ἄρα πολλούς,
    ἑξείης ἥρωας ὁμιλαδὸν ἑδριόωντας,
    ἀθανάτοις ἰκέλους· περὶ γάρ ῥά ἑ τεύχεα λάμπε.
    Τοῖσι δ' ἄρ' ἐν πάντεσσι μετέπρεπε δῖος Ἰήσων.
    Ἥρη γὰρ περὶ πάμπαν ἐτίετο, καί οἱ ἔδωκε
    κάλλος τε μέγεθός τε καὶ ἠνορέην ὑπέροπλον.
    Ἀλλ' ὅτε δὴ σχεδὸν ὄντες ἐπ' ἀλλήλοις βάλον ὄσσε,
    Αἰήτης Μινύαι τε, περὶ φρένα παχνώθησαν.
    Πρόσθε γὰρ Αἰήτης μὲν ἐφ' ἅρματος ἠέλιος ὣς
    λάμπετο μαρμαρυγαῖσι πέριξ χρυσέων ἀπὸ πέπλων·
    ἀμφὶ δέ οἱ στεφάνην κεφαλὴ ἔχε θυσσανόεσσαν
    ἀκτῖσιν φλογέαις· σκῆπτρον δ' ἐν χερσὶν ἐνώμα
    ἀστεροπαῖς ἴκελον· δοιὼ δ' ἑκάτερθεν ἕηστον
    θυγατέρες· ταῖς γάρ κεν ἀγαλλόμενος πεφόρητο.
    Σμερδνὸν ὑπ' ὀφθαλμοῖσιν ἐσέδρακε νηὶ πελασθείς,
    καί οἱ ἀπὸ στηθέων βριαρὴν ἀνενείκατο φωνήν
    δεινὸν ὁμοκλήσας· μέγα δ' ἀντιάχων ἐγεγώνει·
    Φράζετον οἵτινες ἐστὲ, τί δὲ χρέος ὗμας ἱκάνει,
    ἔκ ποθεν ἐλδομένοισι Κυτηΐδα γαῖαν ἀμεῖψαι,
    οὐδ' ἄρ' ἐμὴν ἀλέγοντες ἀνακτορίην πεφόβησθε,
    οὐδὲ λεὼν σκήπτροισιν ἐπήρανον ἡμετέροισι
    Κόλχων, οἵ κεν Ἄρηϊ δορυσσόῳ εἰσὶν ἀτειρεῖς,
    ἐς μόθον ἱεμένοις εὖ εἰδότες ἶφι μάχεσθαι.
    Ὣς ἔφαθ'· οἱ δ' ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ.
    Αἰσονίδῃ δ' ἄρα θάρσος ἐνὶ πραπίδεσσιν ὄπασσεν,
    Ἥρη πρέσβα θεά· μέγα δ' ἀντιάχων ἐγεγώνει·
    Οὔτέ νυ ληιστῆρες ἱκάνομεν, οὔτέ τιν' ἄλλην
    γαῖαν ἐπιστρωφῶντες, ἐγείρομεν ὕβριος αἴσῃ
    ἔργ' ἄδικ' ἀνθρώποισιν, ἃ δὴ πολέες μεμάασι
    τετλάμεν ἐν βιοτῇ κέρδους ἕνεκεν σφετέροιο.
    Ἀλλά μοι ἆθλον ἔταξε Ποσειδῶνος φίλος υἱός
    πατροκασίγνητος Πελίας, χρύσεον ποτὶ κῶας
    λαζομένους ἀφικέσθαι ἐϋκτιμένην ἐς Ἰωλκόν.
    Οὐδέ τι δὴ νώνυμνοι ἐμοὶ ἐρίηρες ἑταῖροι·
    οἳ μὲν γὰρ μακάρων, οἳ δ' ἡρώων γένος ἐσμέν.
    Οὐδέ τι μὴν πολέμου ἀδαήμονες οὐδὲ μόθοιο,
    ξεῖνοι δ' εὐχόμεθ' εἶναι ἐφέστιοι, ὣς γὰρ ἄμεινον.
    Ὣς φάτο· τοῦ δ' ἄρα θυμὸς ὀρίνετο ἶσος ἀέλλῃ
    Αἰήτεω, καὶ σμερδνὸν ἐσέδρακεν ὀφθαλμοῖσιν,
    φρικτὸν ἐφ' ἡρώεσσι δόλον καὶ μῆτιν ὑφαίνων·
    ὀψὲ δὲ δὴ Μινύαισι τοίην ἀνενείκατο φωνήν·
    Εἰ μὲν δὴ Κόλχοισιν ἀρηιφάτοισιν ἐσάντα
    μαρναμένοις ἐπιθεῖσθον, ἀποφθίσειν μένος ἀνδρῶν
    ἔλπεσθ' ὥς κεν ἀδήριτον γέρας ἔσσετ' ἐν ὑμῖν,
    κῶας ἀειρομένους ἰέναι πρὸς πατρίδα γαῖαν;
    εἰ δέ γε παῦροι ἐόντες ὑποκλίνοιτε φάλαγγι
    ἡμετέρῃ, τότε νῆα καταφθιμένοισι κεάξαι·
    εἰ δέ κέ μοι πείθοισθε, τὸ καὶ πολὺ κέρδιόν ἐστιν,
    κρίναντες τιν' ἄριστον, ἢ ὃς βασιλεύτερός ἐστιν,
    ὄφρά κε πειρηθεὶς ἀέθλων οὓς αὐτὸς ἐνίσπω,
    κῶας ἕλῃ χρύσειον, ὃ καὶ γέρας ἔσσεται ὑμῖν.
    Ὣς εἰπὼν ἵπποισιν ἐκέκλετο· τοὶ δ' ἄρ' ὀπίσσω
    βῆσαν ἀμειβόμενοι, Μινύαις δ' ἄχος ἔπλετο θυμῷ,
    καί ῥα τόθ' Ἡρακλῆος ἔχον πόθον, οὐ γὰρ ἔμιμνον
    ἔθνος ἀμαιμάκετον Κόλχων καὶ θούριον Ἄρην.
    Νῦν δέ σοι, ὦ Μουσαῖε, παραδρομάδην ἀγορεύσω
    οἷά περ αἰνόμοροι Μινύαι πάθον, ἠδ' ὅσ' ἔρεξαν·
    ὥς τ' ἄψορρος ὄρουσ' ἐκ δώματος Αἰήταο
    Ἄργος ἐϋμμελίης Φρίξου παῖς ὅν ῥα ἔτικτε
    Χαλκιόπη τῷ γὰρ παρελέξατο πατρὸς ἐνιπῇ
    ἡνίχ' ὑπὲρ νώτῳ κριοῦ Κόλχοισι πελάσθη
    ἀγγέλλων Μινύαισιν, ἃ δὴ τελέεσθαι ἔμελλε
    σφῇσιν ἀτασθαλίησι πολυφθόρου Αἰήταο·
    ἠδ' ὡς παρθενίοις αὐτοῦ φίλτροις ἐδαμάσθη
    αἰνόγαμος Μήδεια, θεᾶς Ἥρης διὰ βουλάς,
    ἐν γάρ οἱ ἵμερον ὦρσεν ἐρωτοτρόφος Κυθέρεια,
    ἧκε δ' ἄρ' ἰὸν ὑπὸ σπλάγχνοις δασπλῆτις Ἐριννύς·
    ὥς τε βόας ζεύγλαισι δαμάσσατο πυριπνέοντας
    τετράγυον θέμενος σπόρον αὔλακι, τόν ῥ' ἐκόμισσε
    Φρίξος ἐϋμμελίης, ὅτ' ἔβη δόμον Αἰήταο,
    ἕδνον ἐνυάλιόν τε δρακοντείων ἀπ' ὀδόντων·
    ἠδ' ὡς δυσμενέων σπαρτῶν στάχυν ἐξενάριξεν
    αὐτοφόνῳ παλάμῃ, πῶς δ' ἀγλαὸν ᾔρατο κῦδος
    Αἰσονίδης· ὥς δ' ἦλθε δι' ἐκ μεγάρων λελαθοῦσα
    λῖτι καλυψαμένη ἑανῷ, διὰ νύκτερον ὄρφνην,
    παρθένος αἰνολεχής· περὶ γάρ ῥά ἑ τεῖρον ἔρωτες
    νηὸς ἐπ' Ἄργῴας πελάσαι, καὶ πότνι' Ἀνάγκη
    οὔτιν' ὀπιζομένη, πατρὸς χόλον οὐκ ἀλέγουσα·
    ἠδ' ὡς ἀμφιπλακεῖσα περιπτύξασά τε μορφάς,
    στέρνα τε μαιμώωσα κύσεν χαρίεν τε πρόσωπον,
    δάκρυσι πλημμύρουσα γενειάδας· οὐδέ τιν' αἰδῶ
    ἔσχε πόθων ἥρωος, ἐλαυνομένη δ' ὑπὸ φίλτρων,
    παρθενίην ἔρριψε, γάμων τ' εὐήνορα θυμόν,
    ἄλλα τ' αὖ πολλὰ καὶ ἐσύστερον αὖθις ἀκούσῃ,
    Ἀλλ' ὅτε δὴ Μήδεια λίπεν δόμον Αἰήταο
    λαθριδίῃ καὶ νηὸς ἐφ' ἡμετέρης ἐπελάσθη,
    δὴ τότ' ἄρα κατὰ θυμὸν ἐμηδόμεθ', ὄφρα μολόντες
    ἀμφ' ἱερῆς φηγοῖο δέρας χρύσειον ἕλωμεν
    ῥᾷστα· περὶ φρεσὶ δ' ᾗσι δοκεύομεν, οὐδέ τις ἡμέων
    ἔγνω μόχθον ἄελπτον· ἐφέσπετο γὰρ μέγα ἔργον
    πᾶσιν ἐφ' ἡρώεσσι, κακῶν δ' ἀνεφαίνετο πυθμήν·
    Πρόσθε γὰρ Αἰήταο δόμων ποταμοῖό τ' ἐρυμνοῦ,
    ἐννέ' ἐπ' ὀργυιῶν ἕρκος περιμήκετον ἄντην
    φρουρεῖται πύργοισι καὶ εὐξέστοισι μύδροισιν,
    ἑπτὰ περὶ στεφάνοισι κυκλούμενον· ἐν δ' ἄρα τρισσαί
    χαλκήρεις πύλαι εἰσὶ πελώριοι· ἐν δ' ἄρα ταῖσι
    τεῖχος ἐπιθρώσκει, περὶ δ' αὖ χρύσειαι ἐπάλξεις.
    Αὐτὰρ ἐπὶ σταθμοῖο πυλῶν τηλῶπις ἄνασσα
    ἵστανεν αἰθύουσα πυρὸς σέλας, ἥν κέ νυ Κόλχοι
    Ἄρτεμιν ἐμπυλίην κελαδοδρόμον ἱλάσκονται,
    δεινήν τ' ἀνθρώποισιν ἰδεῖν δεινήν τ' ἐσακοῦσαι,
    εἰ μή τις τελεταῖς πελάσει καὶ θύσθλα καθαρμῶν,
    ὅσσα περ ἀρήτειρα καθάρματα μύστις ἔκευθε,
    δεινολεχὴς Μήδεια Κυτηιάσιν μίγα κούραις.
    Οὐδέ τις ἐνδοτέρω κείνην ὁδὸν εἰσεπέρησεν
    ἐνδάπιος, ξεῖνός τε βροτῶν ὑπὲρ οὐδὸν ἀμείψας·
    εἴργει γὰρ πάντη δεινὴ θεὸς ἡγεμόνεια,
    λύσσαν ἐπιπνείουσα ὑπὲρ γαληνοῖς σκυλάκεσσιν.
    Ἐν δέ σφιν πυμάτῳ μυχῷ ἕρκεος ἄλσος ἀμείβει,
    δένδρεσιν εὐθαλέεσσι κατάσκιον, ᾧ ἔνι πολλαί
    δάφναι τ' ἠδὲ κράνειαι ἰδ' εὐμήκεις πλατάνιστοι·
    ἐν δὲ πόαι ῥίζῃσι κατηρεφέες χθαμαλῇσιν,
    ἀσφόδελος, κλύμενός τε καὶ εὐειδὴς ἀδίαντος,
    καὶ θρύον ἠδὲ κύπειρον, ἀριστερεών τ', ἀμενηνά
    ὅρμιόν τε καὶ εἰρύσιμον, κύκλαμίς τε θεουδής,
    στοιχὰς, παιονίη τε πολύκνημόν τε κάτερνες·
    μανδραγόρης, πόλιόν τ', ἐπὶ δὲ ψαφαρὸν δίκταμνον
    εὔοδμός τε κρόκος, ἰδὲ κάρδαμον· ἐν δ' ἄρα κῆμος,
    σμίλαξ, ἠδὲ χαμαίμηλον, μήκων τε μέλαινα,
    ἄλκυα καὶ πάνακες, καὶ κάρπασον, ἠδ' ἀκόνιτον,
    ἀλλά τε δηλήεντα κατὰ χθόνα πολλὰ πεφύκει.
    Μέσσον δ' ἠερόμηκες ἐπὶ στύπος ἄλσεϊ πολλῷ
    ἥπλωται φηγοῖο πέριξ κλαδεῶσιν ἐρυμνόν,
    ἐν δ' ἄρα οἱ χρύσειον ἐπεκρέματ' ἔνθα καὶ ἔνθα
    ὅρπηκος ταναοῖο δέρας, τό κεν αἶψα δοκεύει
    δεινὸς ὄφις, θνητοῖς ὀλοὸν τέρας, οὐ φατὸν εἰπεῖν.
    Χρυσαῖς γὰρ φολίδεσσιν ἐθείρεται, ἐν δ' ἄρα πρέμνον
    ἀπλάτοις ὁλκοῖσι φορεύμενος ἀμφιπολεύει
    σῆμα χαμαζήλοιο Διὸς, ποτὶ κῶας ἀμείβων·
    φρουραῖς δ' ἀδμήτοις ἐπιμαίεται ἄμμορος ὕπνου
    γλαυκοῖς ἀμφ' ὄσσοισιν ἀναιδέα κανθὸν ἑλίσσων.
    Αὐτὰρ ἐπεὶ κλύομεν τόδ' ἐτήτυμον ὡς ἐτέτυκτο,
    ἀμφί γε Μουνυχίης Ἑκάτης φρουρῆς τε δράκοντος,
    πάνθ' ὅσα οἱ κατέλεξεν ἀριφραδέως Μήδεια,
    διζόμεθ' ἠμὲν ἄελπτον ὀϊζυροῖο πόνοιο
    ὥς κέ νιν Ἀγροτέρην μειλιξάμενοι πεπίθοιμεν,
    ἠδ' ὡς θῆρα πέλωρον ἱκοίμεθα, τόφρ' ἀνελόντες
    δέρμ' ἀπονοστήσαιμεν ἑὴν ἐς πατρίδα γαῖαν.
    Καὶ τότε δὴ μετὰ πᾶσιν ὁμόκλεεν ἡρώεσσι
    Μόψος ὁ γάρ τ' ἐδάη σφῇσιν τάδε μαντοσύνῃσιν
    ὄφρ' ἐμὲ γουνάσωνται, ἐπιστίβωσι δὲ ἔργον,
    Ἄρτεμιν ἵλασθαι, θέλξαι δ' ὑπερήνορα θῆρα.
    Ὣς οἳ μὲν λίσσοντο περισταδόν· αὐτὰρ ἔγωγε
    Αἰσονίδην ἐκέλευσα δύω δὴ φῶτε κραταιώ
    Κάστορά θ' ἱππόδαμον καὶ πὺξ ἀγαθὸν Πολυδεύκεα,
    Μόψον τ' Ἀμπυκίδην ἰέναι πρὸς τέρματα μόχθου·
    Αὐτὰρ ἐμοὶ Μήδεια συνέσπετο μούνη ἀπ' ἄλλων.
    Ἡνίκα δ' εἰς σηκοὺς ἱκόμην ζάθεόν τε θεράπνην,
    χώρῳ ἐπὶ πλακόεντι βόθρον τρίστοιχον ὄρυξα,
    φιτρούς τ' ἀρκεύθοιο καὶ ἀζαλέης ἀπὸ κέδρου,
    ῥάμνον τ' ὀξυτέροιο, πολυκλαύτων τ' αἰγείρων,
    ὦκα φέρων, ἔνησα πυρὴν ἔμπροσθε βόθροιο.
    Πολλὰ δέ μοι φέρε πάμπαν ἐπισταμένη Μήδεια,
    φωριαμῶν ἀνελοῦσα θυώδεος ἐξ ἀδύτοιο.
    Αὐτίκα δ' οὐλαοπλάσμαθ' ὑπὸ πέπλους ἐπονεύμην
    ἂν δὲ πυρὴν ἐπέβαλλον, ἰδ' ἔντομα θύματ' ἔρεζον,
    σκύμνους παμμέλανας σκυλάκων τρισσοὺς ἱερεύσας.
    Αἵματι δ' αὖ χάλκανθον ἰδὲ στρούθεον ἔμιξα,
    κνῆκόν τε σχιστὴν, ἐπί τε ψύλλιον ἀηδὲς,
    ἄγχουσάν τ' ἐρυθρὴν, ἰδὲ χάλκιμον· αὐτὰρ ἔπειτα
    νηδύας ἐμπλήσας σκυλάκων, φιτροῖσιν ἔθηκα·
    ὕδατι δ' αὖ μίξας χολάδας χεόμην περὶ βόθρον,
    ὄρφνινα θ' ἑσσάμενος φάρη καὶ ἀπεχθέα χαλκόν
    κρούων ἐλλισάμην· αἱ δ' ὁτραλέως ἐπάκουσαν,
    ῥήξασαι κενεῶνας ἀμειδήτοιο βερέθρου,
    Τισιφόνη τε καὶ Ἀληκτὼ καὶ δῖα Μέγαιρα,
    πεύκαις ἀζαλέαις φόνιον σέλας ἀΐσσουσαι.
    Καίετο δ' αὐτίκα βόθρος, ἐσμαράγει δ' ὀλοὸν πῦρ·
    λιγνὺς δ' αἰθαλόεσσα χύθη περιμήκετα καπνόν.
    Αὐτίκα δ' ἐξ Ἀΐδαο διὰ φλογὸς ἠγέρθησαν
    δειναὶ, θαμβήτειραι, ἀπηνέες, ἀπροσόρατοι.
    Ἣ μὲν γὰρ δέμας ἔσχε σιδήρεον, ἣν καλέουσι
    Πανδώρην χθόνιοι· σὺν δ' αἰολόμορφος ἵκανε
    τρισσοκέφαλος, ἰδεῖν ὀλοὸν τέρας οὔτι δαϊκτὸν,
    Ταρταρόπαις Ἑκάτη· λαιοῦ δ' ἄρ' ἐπεσσύθη ὤμου
    ἵππος χαιτήεις· κατὰ δεξιὰ δ' ἦεν ἀθρῆσαι
    λυσσῶπις σκυλάκη· μέσση δ' ἔφυ ἀγριόμορφος
    χερσὶν δ' ἀμφοτέραις ἔχεν ἄορα κωπήεντα.
    Ἐγκύκλιαι δινεῦντο περὶ βόθρον ἔνθα καὶ ἔνθα
    Πανδώρη Ἑκάτη τε· συνεσσεύοντο δὲ Ποιναί.
    Ἐκ δ' ἄφαρ Ἀρτέμιδος φρουρὸν δέμας ἧκε χαμάζε
    πεύκας ἐκ χειρῶν, ἐς δ' οὐρανὸν ἤραρεν ὄσσε.
    Σαῖνον δὲ σκύλακες πρόπολοι, λύοντο δ' ὀχῆες
    κλείθρων ἀργυρέων, ἀνὰ δ' ἔπτατο καλὰ θύρετρα
    τείχεος εὐρυμενοῦς, ὑπεφαίνετο δ' ἄλσος ἐρυμνόν.
    Αὐτὰρ ἐγὼν ὑπὲρ οὐδὸν ἔβην· τῆμος δέ τε κούρη
    Αἰήτεω Μήδεια καὶ Αἴσονος ἀγλαὸς υἱός,
    Τυνδαρίδαι τ' ἤπειγον ὁμοῦ, σὺν δ' ἕσπετο Μόψος.
    Ἀλλ' ὅτε δὴ σχεδόθεν κατεφαίνετο φηγὸς ἐραννή,
    κρηπίς τε ξενίοιο Διὸς καὶ βώμιος ἕδρη,
    ἔνθα δράκων ὁλκοῖσιν ὑπὸ πλατέεσσιν ἑλιχθείς
    δινεύων ἀνάειρε κάρη βλοσυρόν τε γένειον,
    ἂν δ' ὀλοὸν σύριγξ' ἐπὶ δ' ἔβραχεν ἄσπετος αἰθήρ·
    Δένδρεα δ' ἐσμαράγησε, κραδαινόμεν' ἔνθα καὶ ἔνθα
    πρυμνόθεν ἐκ ῥίζης· ἰάχησε δὲ σύσκιον ἄλσος.
    Αὐτὰρ ἔμ' ἠδ' ἑτάρους τρόμος ἔλλαβε· νόσφι δὲ μούνη
    Μήδει' ἐνὶ στέρνοισιν ἀκαμπέα θυμὸν ἐνώμα·
    δρέψατο γὰρ παλάμῃσι λυγρῶν ἀποθρίσματα ῥιζῶν.
    Καὶ τότ' ἐγὼ φόρμιγγος ἐφήρμοσα θέσκελον ὀμφήν,
    κλάγξα δ' ἄρ' ἐξ ὑπάτης χέλυος βαρυηχέα φωνήν
    σιγαλέως ἄφθεγκτον ἐμοῖς ὑπὸ χείλεσι πέμπων.
    Κλῇξα γὰρ ὕπνον ἄνακτα θεῶν πάντων τ' ἀνθρώπων,
    ὄφρα μολὼν θέλξειε μένος βριαροῖο δράκοντος.
    Ῥίμφα δέ μοι ὑπάκουσε, Κυτηΐδα δ' ἧκ' ἐπὶ γαῖαν.
    Κοιμίσσας δ' ὅγε φῦλα πανημερίων ἀνθρώπων,
    καὶ ζαμενεῖς ἀνέμων πνοιὰς, καὶ κύματα πόντου,
    πηγάς τ' ἀενάων ὑδάτων, ποταμῶν τε ῥέεθρα,
    θῆράς τ' οἰωνούς τε, τά τε ζώει τε καὶ ἕρπει,
    εὐνάζων ἤμειψεν ὑπὸ χρυσέαις πτερύγεσσιν.
    Ἷξε δ' ὑπὸ στυφελῶν Κόλχων εὐανθέα χῶρον·
    κῶμα δ' ἄφαρ κατέμαρψε πελωρίου ὄσσε δράκοντος,
    ἰσοπαλὲς θανάτῳ· δολιχὴν δ' ἀμφ' αὐχένι δειρήν
    θῆκε καρηβαρέων φολίσιν· θάμβησε δ' ἰδοῦσα
    αἰνόποτμος Μήδεια· καὶ Αἴσονος ἀγλαὸν υἷα
    ἧκ' ἐπιθαρσύνουσα θοῶς πρέμνοιο λαβέσθαι
    κῶας χρυσεόμαλλον· ὁ δ' οὐκ ἀπίθησεν ἀκούσας·
    αὐτὰρ ἀειράμενος δέρας ἄπλετον ἷκτ' ἐπὶ νῆα.
    Ἥρωες Μινύαι μέγ' ἐγήθεον, ἂν δ' ἄρα χεῖρας
    ἀθανάτοις ἤειραν, οἳ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν.
    Ὣς οἳ μὲν περὶ κῶας ὀπώπεον· αἶψα δ' Αἰήτης
    ἀμφιπόλων ἤκουσεν ἀποιχομένην Μήδειαν.
    Ὦκα δ' ἄρ' Ἀψύρτῳ ἐπετέλλετο λαὸν ἀγεῖραι
    μαστεύειν δ' ἄρα παῖδα κασιγνήτην καὶ ὅπατρον·
    ἀλλά οἱ ὠκὺς ἔπειγε παρὰ προχοὰς ποταμοῖο
    εἰς λόχον ἡρώων, ἔκιχεν δ' ἄρα παρθένον αἰνήν.
    Νὺξ δὲ τότ' ἀστροχίτων μέσσην παράμειβε πορείαν,
    Ἐκ δ' ἐτελεῖτο δόλος στυγερὸς καὶ κῆρες ἀϊδναί
    Μηδείης ὑπ' ἔρωτος, ἐρικλυτοῦ Ἀψύρτοιο,
    ὅν ῥα κατακτείναντες, ἐπὶ προχοὰς μεθέηκαν
    ὀρνυμένου ποταμοῖο· φέρεν δ' ὅγε πνεύματι κραιπνῷ·
    θεινόμενος δὲ δίναις εἰς κῦμ' ἁλὸς ἀτρυγέτοιο,
    κέλσεν ὑπὲρ νήσων, Ἀψυρτίδας ἃς καλέουσιν,
    ἀλλά οἱ οὔτι λάθον Δι' ἐπόψιον οὐδὲ θέμιστας.
    Αὐτὰρ ἐπεὶ νηὸς μὲν ἔσω κίον, ἐκ δ' ἑκάτερθεν
    ὄχθης πείσματ' ἔκοψαν, ὑπ' εἰρεσίῃς δὲ θοῇσι
    πλεῖον ἐπειγόμενοι ποταμοῦ τάμον οὔτι κατευθύ
    πόντον ἐπ' ἰχθυόεντα διὰ στόμα Φάσιδος εὐρύ
    ἰέμεθ' ἀμπλακίῃ δ' ἐφορεύμεθα πολλὸν ὀπίσσω
    αἰὲν ἀναπλείοντες· ἐλείπετο δ' ἄστεα Κόλχων
    ἀφραδέσιν Μινύαις, σκοτερὴ δέ τε ἄμφεχεν ὄρφνη.
    Αὐτὰρ ἐπειγόμενοι θέομεν ῥόον ἀφραδίῃσι,
    μεσσάτιοι πεδίοιο· βροτοὶ δέ μιν ἀμφινέμονται
    Γυμνοὶ Βουονόμαι τε καὶ Ἄρκυες ἀγροιῶται,
    Κερκετικῶν τ' ἀνδρῶν φῦλον, Σινδῶν τ' ἀγερώχων·
    οἳ κείσαντο μεσηγὺ Χαρανδαίων τ' αὐλώνων,
    Καυκάσιον παρὰ πρῶνα, διὰ στεινῆς Ἐρυθείας.
    Ἀλλ' ὅτε ἀπ' ἀντολίης ἐφάνη τερψίμβροτος ἠώς,
    ποιανθεῖ νήσῳ προσεκέλσαμεν· ἔνθα δὲ δισσοί
    χεύμασιν ἀπλώτοισι περισχίζουσι ῥέεθρα
    Φᾶσις τ' εὐρυμενὴς ἀκαλαρρείτης τε Σαράγγης·
    τόν ῥα πλημμύρουσα διὰ χθονὸς εἰς ἅλα πέμπει
    Μαιῶτις καναχηδὸν, ἑλειονόμου διὰ ποίης.
    Καὶ τόθ' ὑπ' εἰρεσίῃ πλέομεν διὰ νύκτα καὶ ἦμαρ·
    δισσαῖς δ' ἐν τριμόροισι Βοὸς πόρον ἐξικόμεσθα
    λίμνης ὄντα μεσηγὺ, βοοκλόπος οὗποτε Τιτάν
    ταύρῳ ἐφεζόμενος βριαρῷ πόρον ἔσχισε λίμνης.
    Καί ῥα πανημερίῃσι πονεύμενοι εἰρεσίῃσι,
    Μαιώτας πρώτους ἀφικάνομεν ἁβροχίτωνας·
    ἠδὲ Γελωνὸν ἔθνος, Βαθυχαίτων τ' ἄπλετα φῦλα,
    Σαυρομάτας τε, Γέτας καὶ Γυμναίους Κέκρυφάς τε
    ἀρσωπάς τ' Ἀρίμασπας, ἔθνη πολυπήμονα λαῶν
    ὧν περιναιετάει ἐν γῇ Μαιώτιδα λίμνην.
    Αὐτὰρ ἐπεὶ μὲν τοῖσι δύην ἀμέγαρτον ἔθηκαν
    ἀθάνατοι, πύματον δὲ βυθοῦ διαμείψαμεν ὕδωρ,
    ὄχθῃσι χθαμαλῇσιν ἀποβλύει αἰπὺν ὄλεθρον,
    ῥοίζῳ ἐλαυνομένη· καναχεῖ δέ τοι ἄσπετος ὕλη
    ἀρκτῴοις περάτεσσιν ἐπέρχεται Ὠκεανόνδε·
    τῷ ῥα τόθ' ἁρπαχθεῖσα διὰ στόματος κίεν Ἀργώ.
    Ἐννέα μὲν νύκτας τε καὶ ἤματα μοχθίζοντες
    λείπομεν ἔνθα καὶ ἔνθα βροτῶν ἀγνινέα φῦλα,
    Πακτῶν Αρκτείων τε γένος, Λελίων τ' ἀγερώχων,
    τοξοφόρους τε Σκύθας, Ἄρεος πιστοὺς θεράποντας·
    Ταύρους τ' ἀνδροφάγους, οἳ ἀμειδέα θύσθλα φέρουσι
    Μουνυχίῃ, βροτέῳ δ' ἐπιδεύεται αἵματι κρητήρ·
    ἂν δ' ἄρ' Ὑπερβορέους, Νομάδας καὶ Κάσπιον ἔθνος.
    Αὐτὰρ ἐπεὶ δεκάτη ἐφάνη φαεσίμβροτος ἠώς,
    Ῥιπαίους αὐλῶνας ἐκέλσαμεν, ἐκ δ' ἄφαρ Ἄργώ
    ἆγεν ἐπιπροθέουσα διὰ στεινοῖο ῥεέθρου·
    ἔμπεσε δ' Ὠκεανῷ, Κρόνιον δέ ἑ κικλήσκουσι,
    πόντον Ὑπερβόρεοι μέροπες, νεκρήν τε θάλασσαν·
    Οὐκέτι δὲ προφυγεῖν ἐδοκεῦμεν λυγρὸν ὄλεθρον
    εἰ μὴ ἄρ' ὁρμαίνουσαν ὑπὸ κρατερῇφι βίηφι
    νῆα μολεῖν ἴθυν' ἐπὶ δεξιὸν αἰγιαλοῖο
    Ἀγκαῖος, ξεστοῖσι πιθήσας πηδαλίοισιν.
    Ἣ δ' ἔθορεν δισσαῖσι βιησαμένη παλάμῃσιν.
    Ἀλλ' ὅτε δὴ μογερῇσιν ἐδαμνάμεθ' εἰρεσίῃσι,
    χεῖρες δ' οὐκέτ' ἔμιμνον, ἀκηχέμενοι δὲ φίλον κῆρ
    πήχεας ἀμπλέξαντες, ἐνηρείσαντο μέτωπα,
    ἱδρῶ ἀποψύχοντε· κέαρ δ' ἐπετείρετο λιμῷ.
    Ἀγκαῖος δ' ἐξᾶλτο, καὶ ἄλλους πάντας ὄτρυνεν
    ἥρωας, μαλακοῖσι παραιφάμενος ἐπέεσσιν·
    Οἳ δ' ἐπεὶ οὖν τέναγός τε πολυστρέπτοισι κάλωσι
    βάντες ὑπὲρ τοίχων ἅλαδε σφυρὰ κοῦφα βάλοντο,
    ὦκα δ' ἄρ' ἀρτήσαντο πολυστρέπτοισι κάλωσι,
    πρύμνης ἐξ ὑπάτης, δολιχὴν μήρινθα βαλόντες
    Ἄργος τ' Ἀγκαῖός τε καὶ ἀρχὰς δῶκαν ἑλέσθαι·
    ἡρώων τοὶ δ' αἶψα δι' αἰγιαλοῖο θέοντες
    σῦρον ἐπειγόμενοι· σὺν δ' ἕσπετο ποντοπόρος νηῦς,
    τέμνουσ' ὑγρὰ κέλευθα παρὰ ξεστοῖς κροκάλοισιν.
    Οὐ γάρ οἱ λιγὺς οὖρος ὑπὸ πνοιῇσιν ὄρινε
    βυκτάων ἀνέμων κείνην ἅλα· κωφὰ δὲ πόντος
    κεῖθ' οὗπέρ θ' Ἑλίκης καὶ Τηθύος ἔσχατον ὕδωρ.
    Αὐτὰρ ἐπεὶ ἕκτη φαεσίμβροτος ἤλυθεν ἠώς,
    ἔθνος ἐς ἀφνειὸν καὶ πλούσιον ἐξικόμεσθα
    Μακροβίων, οἳ δὴ πολέας ζώουσ' ἐνιαυτούς,
    δώδεκα χιλιάδας μηνῶν ἑκατονταετήρων
    πληθούσης μήνης χαλεπῶν ἔκτοσθεν ἁπάντων·
    αὐτὰρ ἐπεὶ μηνὸς τὸ πεπρωμένον ἐξανύσωσιν,
    ὕπνῳ ὑπὸ γλυκερῷ θανάτου μάρπτουσι τελευτήν·
    Οὐ δ' ἄρα τοῖσι μέλει βίοτος καὶ ἔργ' ἀνθρώπων,
    ποίαις δ' ἐν μεσάταις μελιηδέα φορβὰ νέμονται
    ἕρσῃ ὑπ' ἀμβροσίῃ θεῖον ποτὸν ἐξαρύοντες,
    πάντες ὁμῶς στίλβοντες ὁμηλικίην ἐρατεινήν·
    Μειλιχίη δέ τοι αἰὲν ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε γαλήνη
    παίδεσιν ἠδὲ τοκεῦσιν, ἐπὶ φρεσὶν ἠδὲ νόοιο,
    αἴσιμά τε ῥέζειν πεπνυμένα τ' ἐξαγορεύειν.
    Καὶ τοὺς μέν ῥ' ἀθρόους παραμείβομεν, αἰγιαλόνδε
    ποσσὶν ἐπιστείβοντες· ἔπειτα δὲ Κιμμερίοισι
    νῆα θοὴν ἐπάγοντες ἱκάνομεν, οἵ ῥά τε μοῦνοι
    αἴγλης ἄμμοροί εἰσι πυριβρόμου ἠελίοιο.
    Ἐν μὲν γὰρ Ῥίπαιον ὄρος καὶ Κάλπιος αὐχήν
    ἀντολίας εἴργουσιν ἐπικέκλιται δὲ πελώρη
    ἆσσον ἐπισκιάουσα μεσημβρινὸν ἠέρα Φλέγρη·
    δείελον αὖ κρύπτουσι φάος ταναηκέες Ἄλπεις
    κείνοισιν μερόπεσσιν, ἀχλὺς δ' ἐπικέκλιται αἰεί,
    Ἔνθα δ' ἀφορμηθέντες ἐπειγομένοισι πόδεσσιν
    ἵξομεν ἀγκῶνα στυφελὸν καὶ νήνεμον ἀκτήν,
    ἔνθα περ ἀμβλύζων ποταμὸς δίναισι βαθείαις
    θείει χρυσορόας Ἀχέρων κρυεροῦ διὰ χώρου,
    ἀργυροειδὲς ὕδος προρέων, λίμνη τε κελαινή
    ἀνδέχεται· παταγεῖ δὲ παρ' ὄχθαισιν ποταμοῖο
    δένδρεα τηλεθάοντα ποτὶ σχεδὸν οἷσιν καρπός
    βέβριθε νύκτας τε καὶ ἤματα συννεχὲς αἰεί.
    Ἀμφὶ δέ οἱ χθαμαλή τε καὶ εὔβοτος Ἑρμιονέια
    τείχεσιν ἠρήρεισται ἐϋκτιμέναις ἐπ' ἀγυιαῖς.
    Ἐν δὲ γένη ζώουσι δικαιοτάτων ἀνθρώπων
    οἷσιν ἀποφθιμένοισιν ἅλις ναῦς ἴα τέτυκται,
    καὶ δ' αὖ αἱ ψυχαὶ μετεκίαθον εἰς Ἀχέροντα
    πορθμίδος ἐκ γλαφυρῆς· σχεδόθεν δέ οἱ εἰσὶ πόληες
    ἄρρηκτοί τ' Ἀίδαο πύλαι καὶ δῆμος ὀνείρων.
    Ἀλλ' ὅτε δὴ καὶ τῶνδε πόλιν καὶ ἤθεα λαῶν
    σφῇ ἄτῃ βαρὺν οἶτον ἀναπλήσαντες ἔβημεν,
    δή ῥα τότ' Ἀγκαῖος νηὸς κίεν· αἶψα δὲ πάντας
    εἰσβαίνειν ἐκέλευσε κεκμηότας ἄμμιγ' ἑταίρους.
    Τοὺς ὅγε καὶ μύθοισι προσηύδα μειλιχίοισι·
    Τλῆτε φίλοι τὸν μόχθον· ἐπεὶ νύ τοι οὔτι χέρειον
    ἔλπομαι ἀνστήσεσθαι· ἐπιφρίσσοντα γὰρ ἤδη
    ἀκραῆ ζέφυρον καταδέρκομαι· οὐδ' ἀτέκμαρτον
    ὕδωρ Ὠκεανοῦ κελαρύζεται ἐν ψαμάθοισιν.
    Ἀλλὰ θοῶς ἱστὸν μὲν ἀναστήσασθε μεσόδμῃ
    λύσατε δὲ προτόνων ὀθόνας· ἐκ δ' ὅπλα χέοντες
    σφίγξατ' ἐπισταμένως, τοίχων ἑκάτερθε βαλόντες.
    Ὣς οἳ μὲν τὰ ἕκαστα πονήατο· ἐκ δ' ἄρα κοίλης
    νηὸς ἐπιβρομέουσα Τομαριὰς ἔκλαγε φηγός,
    ἥν ποθ' ὑπ' Ἀργῴαισι τομαῖς ἡρμόσσατο Παλλάς.
    Ὧδε δ' ἔφη θάμβος δὲ περὶ φρένας ἵκετο πάντασ·
    Ὤ μοι ἐγὼν, ὄφελόν με διαρραισθεῖσαν ὀλέσθαι
    Κυανέαις πέτραισιν ἐν ἀξείνῳ τε κλύδωνι·
    ἦ καὶ νῦν ἀνάπυστον ἀϊδρείῃ βασιλήων
    νώνυμνον φορέεσκον· ἐπεὶ νῦν αἰεὶ Ἐριννύς
    αἵματος ἐμφύλοιο δεδουπότος Ἀψύρτοιο
    ὑστερόπους ἕπεται· στέργει δὲ τοι ἄτη ἐπ' ἄτην.
    Νῦν γὰρ δὴ λυγρῆς τε καὶ ἀργεννῆς κακότητος
    ἕξομαι εἰ νήεσσιν Ἐριννύσιν ἆσσον ἵξομαι .
    Εἰ μὴ γάρ μ' ἱερῇσιν ἐπιγνάμψαντες ἄκρῃσι
    κόλπον ἔσω γαίης τε καὶ ἀτρυγέτοιο θαλάσσης
    ἵξεσθ', ἂμ πέλαγος Ἀτλαντικὸν ἐκτὸς ἵκωμαι.
    Ὣς εἰποῦσ' αὐδὴν κατερήτυεν· ἐν δ' ἄρα θυμός
    παχνώθη Μινύαισι διαμπερὲς, εἴτ' ἄρ' ἔμελλον
    σχήσειν λυγρὸν ὄλεθρον, Ἰάσονος εἵνεκα φίλτρων.
    Πολλὰ δὲ μερμήριζον ἐνὶ φρεσὶ πευκαλίμῃσιν,
    ἤ μιν ἀποφθίσωσιν καὶ ἰχθύσι κύρμα βάλωσιν
    αἰνολέχην Μήδειαν, ἀποστρέψωσι δ' Ἐριννύν,
    εἰ μὴ ἄρ' ὀξὺ νόησε περικλυτὸς Αἴσονος υἱός,
    καὶ τότε λισσόμενος θυμὸν κατερήτυ' ἑκάστου.
    Αὐτὰρ ἐπεί τ' Ἀργοῦς ἐτυμηγόρον ἔκλυον αὐδήν
    ἧντο παρὰ σκαλμοῖσι θοῶς, λάζοντο δ' ἐρετμά.
    Ἀγκαῖος δ' οἴακας ἐπισταμένως ἐτίταινε·
    Πὰρ δ' ἄρα νῆσον ἄμειβεν Ἰερνίδα, καί οἱ ὄπισθεν
    ἷκτο καταΐγδην δνοφερὴ τρομέουσα θύελλα,
    ἐν δ' ὀθόνας κόλπωσε· θέεν δ' ἄφαρ ὑγρὸν ἐπ' οἶδμα
    νηῦς· οὐ δή τις ἐσαῦθις ἀναπνεύσεσθαι ὀλέθρου
    ἤλπετο· δωδεκάτη γὰρ ἐπήϊεν ἠριγένεια.
    Οὐδέ τις ἔγνω ᾗσιν ἐνὶ φρεσὶν, οὗ ποτ' ἄρ' ἐσμέν,
    εἰ μὴ ἐσχατιαῖς ἀκαλαρρόου Ὠκεανοῖο
    Λυγκεὺς εἰσενόησεν ὁ γὰρ τηλωπὸν ὄπωπε
    νῆσον πευκήεσσαν, ἰδ' εὐρέα δώματ' ἀνάσσης
    Δήμητρος· περὶ δ' αὖτε μέγα νέφος ἐστεφάνωται.
    Ὧν πέρι μῦθον ἅπαντ' ἔκλυες, Μουσαῖε δαΐφρον,
    ὥς ποτε Φερσεφόνην τέρεν' ἄνθεα χερσὶ δρέπουσαν
    ἐξάπαφον συνόμαιμοι ἀν' εὐρύ τε καὶ μέγα ἄλσος.
    αὐτὰρ ἔπειθ' ὥς μιν Πλωτεὺς, κυανότριχας ἵππους
    ζευξάμενος, κούρην ἐπεβήσατο δαίμονος αἴσῃ,
    ἁρπάξας δ' ἔφερεν διὰ κύματος ἀτρυγέτοιο.
    Δὴ τότ' ἐγὼν ἀπόειπον ἐπιπλώοντα νέεσθαι
    νήσου ἐπὶ ῥηγμῖνα καὶ αἰγλήεντα τέρεμνα,
    ἐνθ' οὔτις σὺν νηῒ πάρα μερόπων ἀνθρώπων.
    Οὐ γάρ οἵ ἐστὶ λιμὴν νηῶν ὀχὸς ἀμφιελισσῶν,
    ἀλλά γε ἠλίβατος πέτρη περὶ πάντα πέφυκεν
    ὑψηλή· τά τε καλὰ φύει μενοεικέα δῶρα.
    Καὶ τότ' ἄρ' οὐκ ἀπίθησε νεὼς κυανοπρώροιο
    ἰθύντωρ Ἀγκαῖος, ἀνέτρεχε δ' αἶψ' ἀνορούων,
    σκαιὸν ὑπεγκλίνας οἰήϊον· ἐν δ' ἄρ' ἔπειθε
    μή τι κατευθὺ περᾶν, ἐπὶ δέξια δ' εἶργε θέουσαν.
    Ἤματι δὲ τριτάτῳ Κίρκης δόμον ἐξικόμεσθα
    Λιγκαῖον ποτὶ χέρσον ἁλιστεφέας τε θεράπνας·
    καὶ τότ' ἄρ' αἰγιαλοῖσιν ἐκέλσαμεν ἀχνύμενοι κῆρ,
    πείσματα δ' ἐν πέτρῃσιν ἐδήσαμεν· ἐκ δ' ἄρ' Ἰήσων
    νηὸς ἀποπροέηκε μολεῖν ἐρίηρας ἑταίρους,
    διζομένος εἴ τίς σφε βροτῶν ἐπ' ἀπείρονα γαῖαν
    ναιετάει, γνῷεν δὲ πόλιν καὶ ἤθεα λαῶν.
    Τοῖς δ' ἄφαρ ὠμάρτησε καταντίον ἐρχομένοισι
    κούρη ὁμογνήτη μεγαλόφρονος Αἰήταο,
    Ἠελίου θυγάτηρ· Κίρκην δέ ἑ κικλήσκουσι
    μήτηρ Ἀστερόπη καὶ τηλεφανὴς Ὑπερίων.
    Ἥ ῥα θοῶς ἐπὶ νῆα κατήλυθεν· ἐκ δ' ἄρα πάντες
    θάμβεον εἰσορόωντες· ἀπὸ κρατὸς γὰρ ἔθειραι
    πυρσαῖς ἀκτίνεσσιν ἀλίγκιοι ἠώρηντο·
    στίλβε δὲ καλὰ πρόσωπα, φλογὸς δ' ἀπέλαμπεν ἀϋτμή.
    Αὐτὰρ ἐπεὶ Μήδειαν ἐσέδρακεν ὀφθαλμοῖσι,
    λῖτι καλυπτομένην, ἑανῷ δ' ἀμφέσχε παρειάς
    αἰδομένη· χλωρὸν γὰρ ὑπὸ στέρνοις ἀκάχητο.
    Ἣν τότ' ἐποικτείρουσα προσηύδανε καὶ φάτο Κίρκη·
    Ὦ δειλὴ, τί νύ τοι τοίην Κύπρις ὤπασε μοῖραν;
    Οὐ γάρ τοι λελάθεσθε, ἅπερ ῥέξαντες ἱκνεῖσθε
    νῆσον ἐφ' ἡμετέρην πανετώσιον οὕνεκα πατρός
    γηραιοῦ κάσιός τε, τὸν ἐκπάγλως· ὀλέσαντες,
    οὐδὲ γὰρ ὔμμε πάτρῃσιν οἴομαι ἆσσον ἱκέσθαι,
    εἰ ἐν ἀναγνίστοισιν ἀλιτροσύναις ἀκέοντες,
    μέσφ' ὅταν ἐκνίψησθε μύσος θείοισι καθαρμοῖς
    Ὀρφέως ἰδμοσύνῃσι παρὰ κροκάλοισι Μαλείης.
    Οὐδὲ γὰρ ἡμετέροιο δόμου θέμις ἐστιν ἱκέσθαι
    προστροπίους· τοίῳ γε λύθρῳ πεπαλαγμένοι ἐστέ·
    Ἀλλά μιν αὐτίκ' ἐγὼ πρόφρων ξυνήϊα πέμψω
    σῖτον καὶ μέθυ λαρὸν ἔχειν, σὺν δὲ κρέα πολλά.
    Ὣς εἰποῦσ', ἄψορρος ἀπέπτατο· νηῒ δὲ μέσσῃ
    δαιτός τ' ἠδὲ ποτοῖο τετυγμένα τεύχε' ἔκειτο.
    Ἂν δ' ἄρ' ἐπειγομένοισι θέεν λιγὺς οὖρος ἀήτης·
    καὶ τότε λυσάμενοι κείνης ἀπὸ πείσματα νήσου,
    κῦμα διαπρήσσοντες ἀνὰ στόμα Ταρτησσοῖο
    ἱκόμεθα, στήλαισι δ' ἐκέλσαμεν Ἡρακλεῆος.
    Ἄκραις δ' ἀμφ' ἱεραῖσι Διωνύσοιο ἄνακτος
    μίμνομεν ἑσπέριοι· δαιτὸς γὰρ ἐδεύετο θυμός.
    Τῆμος δ' ἀντολίαισιν ἐγείρετο φωσφόρος αἴγλη,
    ὄρθριοι εἰρεσίῃς γλαυκὴν ἐχαράξαμεν ἅλμην,
    Σαρδῶον δ' ἱκόμεσθα βυθὸν, κόλπους τε Λατίνων,
    νήσους τ' Αὐσονίας, Τυρρηνὰς δ' ἱκόμεθ' ἀκτάς·
    Αὐτὰρ ἐπεὶ Λιλύβαιον ἐπέσχομεν ἠχέτα πορθμὸν,
    Τριγλώχινά τε νῆσον ἐπέσχομεν, Ἐγκελάδοιο
    Αἰτναίη φλόξ σφιν ἄρ' ἐρήτυεν μεμαῶτας,
    δὴ τόθ' ὑπὲρ πρώρης ὀλοὸν περιέζεεν ὕδωρ
    νειόθεν, ἐκ μυχάτου δὲ βυθοῦ ῥοίβδησε Χάρυβδις
    κύματι καχλάζοντι, καὶ ἱστίον ἄκρον ἵκανε.
    Νῆα δ' ἄρ' αὐτόθι οἱ κατέχεν ῥόος, οὐδέ μιν εἴα
    προπροθέειν, οὐδ' αὐτίκ' ἀναρρώσεσθαι ὀπίσσω,
    κοίλῳ ἔπὶ λυγρῷ δὲ περιστροφάδην ἀλάλητο.
    Ἦ τάχα καὶ δύσεσθ' Ἀργὼ κατὰ βένθε' ἔμελλεν
    εἰ μὴ πρεσβίστη θυγάτηρ ἁλίοιο γέροντος
    εὐρυβίην Πηλῆα πόσιν λελίητο ἰδέσθαι,
    μειλιχίη δ' ἐκδῦτο βυθοῦ καὶ ῥύσσατ' ὀλέθρου
    Ἀργῴαν ἄκατον, καὶ ὑπ' ἰλύος ἐξεσάωσε.
    Δὴ τότε οἱ πλώοντες ἐπέσχομεν οὐ μάλα τηλοῦ
    προβλῆτα σκόπελον· πέτρη δ' ἐφύπερθεν ἀπορρώξ
    λισσοῖς χηραμόνεσσιν ἐπιθρώσκουσα βιᾶται
    πόντον ἔσω, χαροπὸν δ' ἄρ' ὑποβρέμει ἔνδοθι κῦμα.
    Ἔνθα δ' ἐφεζόμεναι λιγυρὴν ὄπα γηρύουσι
    κοῦραι, ἀνοστήτους δὲ βροτῶν θέλγουσιν ἀκουᾷ.
    Δὴ τότε Μινύαισιν ἐφήνδανε πύστις ἀοιδῆς
    Σειρήνων· οὐδέ σφι παραπλώσεσθαι ἔμελλον
    φθογγὴν οὐλομένην, χειρῶν δέ οἱ ἧκαν ἐρετμά·
    Ἀγκαῖος δ' ἴθυνεν ἐπὶ προβλῆτα κολωνόν
    εἰ μὴ ἐγὼ φόρμιγγα τιτηνάμενος παλάμῃσι
    μητρὸς ἐμῆς ἐκέρασσ' εὐτερπέα κόσμον ἀοιδῆς.
    Ἤειδον δὲ λιγὺ κλάζων διὰ θέσκελον ὕμνον,
    ὥς ποτέ οἱ δήρισσαν ἀελλοπόδων ὑπὲρ ἵππων·
    Ζεὺς ὑψιβρεμέτης καὶ πόντιος Ἐννοσίγαιος·
    Αὐτὰρ Κυανοχαῖτα χολωσάμενος Διὶ πατρί
    τύψεν Λυκτονίην γαίην χρυσῆνι τριαίνῃ
    καί ῥ' ἀΐγδην ἐσκέδασεν κατ' ἀπείρονα πόντον,
    νήσους εἰναλίας ἔμεναι· τάς ῥ' ἐξονόμηναν
    Σαρδώ τ' Εὔβοιάν τ' ἐπὶ δὲ Κύπρον ἠνεμόεσσαν
    Δὴ τότε φορμίζοντος, ἀπὸ σκοπέλου νιφόεντος
    Σειρῆνες θάμβησαν, ἑὴν δ' ἄμπαυσαν ἀοιδήν·
    Καί ῥ' ἡ μὲν λωτοὺς, ἡ δ' αὖ χέλυν ἔκβαλε χειρῶν.
    Δεινὰ δ' ἀνεστονάχησαν, ἐπεὶ πότμος ἤϊε λυγρός
    μοιριδίου θανάτοιο· σφέας δ' ἀπὸ ῥωγάδος ἄκρης
    ἐς βυθὸν δίσκευσαν ἁλιρροθίοιο θαλάσσης,
    πέτραις δ' ἠλλάξαντο δέμας μορφήν θ' ὑπέροπλον.
    Αὐταρ ἐπεὶ καὶ τόνδε πότμον παράμειψε θέουσα
    Ἀργὼ, κῦμα δὲ πόντου καὶ κόλπον ἵκανε,
    λαιψηροῖς πλήθουσα κατὰ προτόνων ἀνέμοισι,
    Κέρκυραν βαθέην ἐξίκετο, τήν σφιν ἔναιον
    ἴδριες εἰρεσίης καὶ ἁλιπλάγκτοιο πορείης
    Φαίηκες· τοῖσιν δ' ἄρ' ἐφημοσύναισι θέμιστας
    Ἀλκίνοος κραίνεσκε δικαιότατος βασιλήων.
    Πείσματα δ' ἁψάμενοι πορσύνομεν ἱερὰ θέσθαι
    Ζηνὶ πανομφαίῳ καὶ ἐπακτίῳ Ἀπόλλωνι.
    Ἐν δ' ἄρ' ὑπ' εἰρεσίῃσιν ἐπειγόμενοι φορέοντο
    νηυσὶν ἀπειρεσίαις βριαρὸς λόχος Αἰήταο
    Κόλχων Ἐράνων τε, Χαρανδαίων Σολύμων τε
    διζόμενος Μινύας, τόφρ' ἂν Μήδειαν ἄγοιντο
    ὄψιν ἐς Αἰήταο πατρὸς, τίσειε δ' ἀμοιβάς
    σφῇσιν ἀτασθαλίῃσιν ἀδελφειοῦ κταμένοιο.
    Ἀλλ' ὅτε δὴ κοίλου λιμένας μυχῷ ἆσσον ἵκοντο,
    αἶψα δ' ἄρ' Ἀλκινόοιο δόμον κήρυκες ἔβαινον,
    Μηδείης λύτο γοῦνα, δέος δ' ὤχριε παρειάς,
    μή οἱ ἑλὼν ἀέκουσαν ἑὸν πέμψειε δόμονδε
    Φαιήκων βασιλεὺς, ἀνάπυστά τε ἔργα γένηται.
    Ἀλλ' οὔ οἱ τάδε μοῖρα τελεσσίνοος κατένευσε,
    πρὶν δή τοι Πελίαο δόμοις ἔπι λυγρὸν ὄλεθρον
    αὐτῷ τε κρείοντι φέροι κακὸν οἶτον Ἰήσων.
    Ἀλλ' ὅτε δὴ βασιλῆος ἀπηνέος ἔκλυεν αὐδήν
    Ἀρήτη ῥοδόπηχυς, ἰδ' Ἀλκίνοος θεοειδής,
    Ἀλκίνοος μέν ῥ' ὦκ' ἐπετέλλετο κηρύκεσσι,
    κούρην ἀμφήριστον ἄγειν ἀπὸ νηὸς ἐρυμνῆς,
    πατρί θ' ἑῷ τίσεσθαι δίκην ἀλιτημοσυνάων,
    Ἀρήτη δ' ᾤκτειρεν ἀγακλειτὴ βασίλεια,
    μείλιχα παρφαμένη δὲ τὸν ὃν πόσιν, ὠδ' ἀγόρευεν·
    Οὐ μὲν δὴ φίλον ἐστὶν ἀπό ῥ' ὤσασθαι ὅμιλον
    Λέκτρα τε στορέσαι, λῦσαί τ' ἐκ πυρσὸν ἔρωτος.
    Θυμαίνει μάλα γάρ σφι Διωναίη Ἀφροδίτη
    ἀνδράσιν ἠδὲ γυναιξὶν, ὅτις τάδε μήσεται ἔργα.
    Ἀλλ' εἰ μὲν κούρη πέλεται καὶ ἄχραντος ἱκάνει,
    οἰχέσθω πατρός τε δόμον καὶ ἐς ἤθεα Κόλχων·
    εἰ δέ κε νυμφιδίοις ὀάροις λέκτρῳ τε κλιθεῖσα
    παρθενίην ᾔσχυνεν, ἑὸς πόσις ἄμμιν ἀγέσθω.
    Ὣς ἔφατ'· Ἀλκινόῳ δὲ περὶ φρένας ἤλυθε μῦθος·
    Καί ῥ' οὕτω τάδε πάντα τελευτήσεσθαι ἔμελλεν.
    Ἀλλ' οὔ οἱ βουλὴ Μινύας λάθεν· αἶψα γὰρ Ἥρη
    δμωὶ δέμας εἰκυῖα, θοῶς φάτο καὶ κατένευσε,
    νηὸς ἔπι προθοροῦσα, τά οἱ μήτιον ἄνακτες.
    Δὴ τότε Μηδείη θαλάμων πορσύνετο λέκτρον
    πρύμνῃ ἐπ' ἀκροτάτῃ, περὶ δ' ἐστορέσαντο χαμεύνας,
    ἀμφ' αὐτῇ χρύσειον ἐφαπλώσαντες ἄωτον.
    Αὐτὰρ ἐπεὶ δοράτεσσιν ἐπαρτήσαντο βοείας,
    τεύχεά τε, κρύπτον τε γάμων αἰδέσσιμον ἔργον,
    καὶ τότε παρθενίης νοσφίζετο κούριον ἄνθος
    αἰνόγαμος Μήδεια δυσαινήτοις ὑμεναίοις.
    Αὐτὰρ ἐπεὶ βασιλῆος ἀμύμονος ὄψιν ἵκοντο
    Κόλχοι καὶ Μινύαι, καὶ ἐμυθήσαντο ἕκαστοι,
    ἐκ δ' ἔλαχ' Αἰσονίδης ἄλοχον Μήδειαν ἄγεσθαι
    Ἀλκινόου, τοὶ δ' ὦκα λύοντ' ἐκ πείσματα νηός
    δὴ τόθ' ὑπ' εἰρεσίῃσι θέεν πολυηγόρος Ἀργώ,
    Ἀμπρακίου κόλποιο διαπρήσσουσα κέλευθα·
    Ἔνθα τί τοι, Μουσαῖε θεηγενὲς, ἐξαγορεύσω
    ὅσσα πάθον Μινύαισιν ὁμοῦ ποτὶ Σύρτιν ἀήταις
    ἢ πῶς ἐξεσάωθεν ἁλιπλάγκτοιο πορείης·
    ὅσσα τ' ἄρ' ἐν Κρήτῃ πάθον ἄλγεα τετληῶτες,
    χάλκειον τριγίγαντα δοκεύμενοι ὄφρ' ἱκόμεσθα,
    ὅς ῥά οἱ οὐκ εἴα λιμένων ἔντοσθεν ἱκέσθαι.
    Ἠδ' ὡς στεινόμενοι βαρυηχέϊ κύματι πόντου
    ῥίμφα τε κυανέῃσι βαρυνόμενοι νεφέλῃσιν,
    ἠλπόμεθα σκοπέλοισι Μελαινείοισιν ἱκέσθαι
    νῆα θοήν· Παιὰν δ' ἄρ' ἑκηβόλος ἀγχόθεν αἰέν,
    Δήλου ἀπὸ κραναῆς ἧκεν βέλος, ἐκ δ' ἀνέφηνε
    Μεσσατίων Σποράδων· Κρανάην δέ ἑ πάντες ὀπίσσω
    νῆσον ἐπικλήσκουσι περικτίονες ἄνθρωποι.
    Ἀλλ' οὔ οἱ θέμις ἔσκε διαμπερὲς ἐξ ἁλὸς ἔρξαι
    Αἰσονίδην· περὶ γάρ ῥα λύτρον φέρεν· ἆλτο δ' ὀπίσσω
    Μοῖρ' ὀλοή· κότεεν γὰρ ἐπιφραδέως Ὑπερίων.
    Ἀλλ' ὅθ' ὑπ' εἰρεσίῃς Μαλεώτιδας ἱκόμεθ' ἄκρας,
    Κίρκης ἐννεσίῃσιν ἀπορρίψεσθαι ἔμελλον
    ἀρὰς Αἰήτεω καὶ ἠλιτόποινον Ἐριννύν·
    δὴ τότ' ἐγὼ Μινύαισιν ἐφ' ἱερὰ λύτρα καθαρμῶν
    ῥέξα, καὶ ἐλλισάμην Γαιήοχον Ἐννοσίγαιον
    νόστον ἐπειγομένοις δόμεναι γλυκερούς τε τοκῆας.
    Καί ῥ' οἳ μὲν πλώοντες ἐϋκτιμένην ἐπ' Ἰωλκόν
    θῦνον· ἐγὼ δ' ἱκόμην ἐπὶ Ταίναρον ἠνεμόεντα,
    ὄφρα κεν ἔντομα ῥέξω ἀγακλειτοῖς βασιλεῦσιν
    οἵ τ' ἄρα νερτερίων βερέθρων κληῖδας ἔχουσιν.
    Ἔνθεν δ' ὁρμηθεὶς ἐσύθην χιονώδεα Θρῄκην
    Λειβήθρων ἐς χῶρον, ἐμὴν ἐς πατρίδα γαῖαν·
    ἄντρον δ' εἰσεπέρησα περικλυτὸν, ἔνθα με μήτηρ
    γείνατ' ἐνὶ λέκτροις μεγαλήτορος Οἰάγροιο.

  • Ορφέως Λιθικά Κηρύγματα

    Λίθος κρύσταλλος ὁ πᾶσι γνώριμος. Οὗτος
    ὠνόμασται μὲν ἀπὸ τῆς κρυσταλλοειδοῦς καὶ διαυγοῦς
    ὄψεως. Ἔχει δὲ καὶ φυσικὰς ἐνεργείας τοιαύτας·
    εἴ τις αὐτὸν ἐπάνω θείη κατὰ ξηρῶν δᾴδων ἢ καὶ ἄλλης
    τινὸς ὕλης εὐπρήστου καὶ ταχέως ἀντιλαμβανομένης
    πυρός, ὁ δὲ ἥλιος ἐξ ἐναντίας αὐτὸν ταῖς ἀκτῖσι περι-
    αστράψει, πρῶτον μὲν ὀλίγην τινὰ καὶ οὗτος ἀκτῖνα
    πρὸς τὴν παρακειμένην ὕλην ἐκπέμπει· ἔπειτα καὶ καπνὸν
    ἐγείρει, μετὰ δὲ τοῦτο καὶ φλόγα πολλήν. Καὶ τοῦτο
    τὸ ἱερὸν πῦρ ὠνόμαζον καὶ οἱ παλαιοὶ τῶν Ἑλλήνων.
    Τὸ δὲ θαυμαστότερον ὅτι καὶ αὐτὸν τὸν τῆς φλογὸς
    αἴτιον λίθον ἁρπάζων τις ἐκ τῆς ἀναφθείσης ὕλης καὶ
    ταῖς χερσὶ κρατῶν ψυχρὸν εὑρίσκει καθὼς τὸ πρότερον.
    Φασὶ δὲ ὅτι καὶ τοῖς νεφροῖς περιδεθεὶς τὸν νοσοῦντα
    τούτους ἰᾶται.
    Λίθος γαλακτίτης, ὃν καί τινες τῶν παλαιῶν
    οἱ μὲν ἀνακτίτην, οἱ δὲ λήθαιον ἀπεκάλεσαν, ἀλλὰ γαλα-
    κτίτην μὲν ὅτι τριβόμενος ἰχὼρ ἀπορρέει καθάπερ γάλακτος,
    ἀνακτίτην δὲ καὶ λήθαιον, ὅτι φορῶν τις αὐτὸν καὶ προσιὼν
    τοῖς οἰκείοις δεσπόταις καὶ ὁμιλῶν εὐμενεῖς αὐτοὺς
    εὑρίσκει καὶ λήθην λαμβάνοντας τῶν αὐτοῦ πολλάκις
    κακῶν· ὅτι καὶ οἱ Ἕλληνες προσιόντες τοῖς ἱεροῖς τῶν
    θεῶν αὐτὸν ἐφόρουν ὡς δι' αὐτοῦ τὸ θεῖον ἐξιλεούμενοι.
    Ἔχει δὲ καὶ ἑτέραν τινὰ ἐνεργείαν· αἰγῶν ἢ προβάτων
    πολλάκις ἀποσβεννυμένων καὶ λειπομένων τοῦ γάλακτος,
    εἴ τις αὐτὸν τρίψας τε καὶ λεάνας καὶ μετὰ ἅλμης μίξας
    ἐπιρρανεῖ τὸ ποιμνίον ἐπιμελῶς, εὔροιαν αὐτοῖς προ-
    ξενήσει τοῦ γάλακτος ὥστε τὰς μητέρας σκιρτώσας μεθ'
    ἡδονῆς παρέχειν τοῖς ἑαυτῶν γεννήμασι τοὺς μαστούς.
    Λέγουσι δὲ καὶ γυναιξὶ τὸ αὐτὸ δύνασθαι ποιεῖν
    πρὸς γαλακτοτροφίαν τριβόμενος καὶ πινόμενος. Ἀλλὰ
    καὶ περιαυχένιος τοῖς νηπίοις καταδεσμούμενος ἀπείργει,
    φασί, πάντα φθόνον, καὶ ἄνοσον καὶ ἀνεπιβούλευτον
    διαφυλάσσει τὸ νήπιον, καὶ ὅτι τὸν τοῦτον φοροῦντα
    βασιλεῖς αἰδοῦνται καὶ δῆμοι καὶ δικασταὶ καὶ ἄρχοντες
    καὶ ἁπλῶς ἡδὺς τοῖς πᾶσι δοκεῖ, κἂν ἀλλότριοι καὶ
    ἐθνικοὶ τύχωσιν. Ἔστι δὲ τὴν χροιὰν ἔντεφρος, ἁρμόζει
    δὲ καὶ πρὸς ὀφθαλμῶν ἕλκη καὶ ῥεύματα τριβόμενος
    καὶ μετὰ ὕδατος ἀλειφόμενος.
     Λίθος εὐπέταλος ὁ καὶ δενδραχάτης· ὠνόμασται
    δὲ οὕτως ὅτι καθάπερ πέταλα δένδρων ἐν αὐτῷ δια-
    φαίνονται μετὰ κλάδων συνεχεστέρων. Ζώνας διαφα-
    νεῖς ἔχει ἐν ἑαυτῷ. Ἔχει δὲ καὶ ἔξωθεν μέρος τι μέλιτος
    χρῶμα καὶ ἕτερον κηροῦ εἶδος, ἔσωθεν δὲ ὑπόλευκα
    διαφανέστατα δενδρύφια. Ἁρμόζει δὲ τοῖς οἰκονο-
    μοῦσι πράγματα· πιθανὸν γὰρ καὶ εὔπορον τὸν ἐγχει-
    ροῦντα ποιεῖ. Συμβάλλεται δὲ καὶ τοῖς ἐν ἀγρῷ σπεί-
    ρουσι· περιτιθέασι αὐτὸν εἰς τὴν χεῖρα ἢ εἰς τὸν τράχηλον·
    τοῦτον ἔχων σπορεὺς πολυπλασίονα γεωργήσει. Καὶ
    ἁπλῶς εἰπεῖν μεγάλας ὠφελείας ἔχει ὁ λίθος. Ἔτι
    μὴν καὶ εὐπορίαν δίδωσι τῷ φοροῦντι. Χάρασσε δὲ
    εἰς τὸν λίθον Ἑρμῆν τέλειον τῇ εὐωνύμῳ χειρὶ βαλάντιον
    φέροντα τῇ δὲ δεξιᾷ βιβλίον, πρὸς δὲ τοῖς ποσὶ κυνοκέ-
    φαλον τὰς χεῖρας ἐκτείνοντα ὥσπερ εὐχόμενον.
    Λίθος ἐλαφοκερατίτης· ὠνόμασται δὲ καὶ οὗτος
    ἀπὸ τῆς θέας· ἐλάφου γὰρ ἔοικε κέρατι καὶ οὐκ ἂν
    εὐκόλως τις διαγνοίη ὁρῶν πότερον ἢ κέρας ἐστὶν ἢ
    λίθος πρὸ τοῦ καὶ τῇ χειρὶ κρατῆσαι τοῦτον καὶ ἐκ τῆς
    ἀντιτυπίας τε καὶ σκληρότητος κατὰ ἀλήθειαν ἐπιγνῶναι.
    Θαυμαστὴν δὲ τούτου φασὶ τὴν ἐνεργείαν. Εἰ γάρ
    τις αὐτόν, φασί, κατατρίψας καὶ μίξας ἐλαίῳ φαλάκρας
    ἐπιχρίσειε, συνεχέστερον ἀναβλαστήσουσι τρίχες νέαι
    καὶ κομητὴς ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ φαλακροῦ φανήσεται.
    Ἀλλ' ὅτι καὶ τοῖς νεονύμφοις ἔρωτα πρὸς ἀλλήλους
    ἐμποιεῖ καὶ ὁμοφροσύνην φορούμενος καὶ διαφυλάττει
    τοὺς πόθους αὐτοῖς μέχρι γήρως.
     Λίθος ὁ καλούμενος ζαμπίλαπις, ὅστις φύεται
    μὲν παρὰ τὰς ὄχθας τοῦ ποταμοῦ Εὐφράτου, ὥστε καὶ
    ὑπὸ τῶν ῥευμάτων αύτοῦ γυμνούμενος φανεροῦται.
    Περιδεσμούμενος δὲ ταῖς ἀμπέλοις πολυσταφύλους
    αὐτὰς καὶ εὐφόρους παρασκευάζει.
     Λίθος ἴασπις, ὁ καὶ πᾶσι πρόδηλος. Χρήσιμος
    δὲ καὶ οὗτος, ὥς φασι, ταῖς ἀρούραις πρὸς εὐφορίαν.
    Ἀλλὰ καὶ ὑετόν, ὡς λέγουσιν Ἕλληνες, ἐξ ἀνομβρίας
    κατάγειν ἐπὶ ταύτας. Δύναται καὶ ἀποτρέπειν ἐπιληψίαν,
    καθὼς καὶ οἱ πολλοὶ μαρτυροῦσιν.
     Λίθος λύχνις ὁ καὶ λυχνίτης λεγόμενος. Τοῦτον
    δὲ πολυωφελέστατον εἶναι λέγουσι. Καὶ γὰρ ἀπο-
    κωλύειν χαλάζας καὶ πᾶσαν φθορὰν ὅσαι γίνονται κατ'
    ἀγρούς. Ἀλλὰ καὶ, ὥσπερ ὁ κρύσταλλος, καὶ αὐτὸν
    ἄνευ πυρὸς φλόγα πέμπειν. Ἔχειν δὲ καὶ ἐναντίας
    δυνάμεις. Παφλάζοντος μὲν γὰρ τοῦ λέβητος ἐπιρ-
    ριπτούμενον ἐν αὐτῷ ὑποχλιαίνειν αὐτόν. Τοὐναντίον
    δὲ ψυχροῦ τυγχάνοντος ταχύτερον τοῦτον παρασκευάζειν
    ζέειν τε καὶ ἀναπαφλάζειν.
     Λίθος τοπάζιος, ὃς καὶ τόπαζος καλεῖται. Οὗτος
    τίμιός ἐστι καὶ πολύτιμός διὰ τὸ σπανίως εὑρίσκεσθαι.
    Γεννᾶται δὲ ἐν τῇ Ἰνδικῇ. Ὅμοιος δέ ἐστι τῷ κρυ-
    στάλλῳ, ἔξαυγος καθὰ καὶ ὁ κρύσταλλος. Ὁ μέντοι
    τοπάζιός ἐστι χλωρός, οὐ λίαν ἐοικὼς σεύτλου χροιᾷ,
    στιβαρός, πυκνός, διαυγής. Οὗτός ἐστιν ὁ ἄρσην, ὁ
    δὲ θηλυκὸς ἐλαφρότερος τάς τε ἀκτῖνας πρὸς τὰς αὐγὰς
    τοῦ ἡλίου ἡδυτέρας βάλλει παρὰ τὸν ἄρσενα. Ἐπὶ
    πάντων δὲ καθόλου εἷς ὁ σκοπὸς πρόκειται τῶν τε ἀρσε-
    νικῶν καὶ τῶν θηλυκῶν λίθων. Δέον οὖν τοῖς μὲν ἄρσεσι
    τὸν ἀρσενικὸν διδόναι φόρον, ταῖς δὲ θηλείαις τοὺς
    0579, 012, 8, 11 θηλυκούς. Λαβὼν οὖν τὸν προκείμενον λίθον ἐπιχάραζε
    αὐτῷ Ποσειδῶνα ἐν ἅρματι ἱππικῷ ἑστῶτα καὶ τῇ μὲν
    εὐωνύμῳ τὰς ἡνίας κρατοῦντα τοῦ ἅρματος, τῇ δεξιᾷ
    δὲ ἀσταχύας, ἔστω δὲ ἐπ' αὐτῷ καὶ ἡ Ἀμφιτρίτη. Οὗτος
    τελεσθεὶς καὶ φορούμενος πολλὴν ἀγάπην περιποιεῖται
    τοῖς ἔχουσι καὶ πολλῶν ἀγαθῶν δοτὴρ γίνεται. Ἔτι
    δὲ καὶ κατὰ θάλατταν ἀκίνδυνον τὸν φοροῦντα διατηρεῖ,
    καὶ κέρδη μεγάλα διὰ τὰς ἐμπορίας περιποιεῖται. Ἀλλὰ
    καὶ ἐν ὀφθαλμοῖς νοσοῦσιν, ὥστε πᾶσαν ὀφθαλμίαν
    ἰᾶσθαι. Οὐδὲν δὲ ἕτερον ἀξιόλογον ἱστορεῖται περὶ
    αὐτοῦ. Φυλακτήριον δέ ἐστι κράτιστον. Καὶ πρὸς
    ὑδρομαντείας ἄκρως ποιεῖται. Ἐὰν δέ τις σταφυλῆς
    θαλασσίας οἶνον πίῃ καὶ εἰς μανίαν περιτραπῇ τρίψας
    τὸν λίθον ἐπὶ ἀκόνης μεθ' ὕδατος δίδου τῷ μαινομένῳ·
    περίαψον δὲ αὐτῷ τὸν τράχηλον τὸν λίθον καὶ ἰαθήσεται.
    Ἐπίχαριν δὲ τὸν φοροῦντα τοῖς ὁμιλοῦσι ποιεῖ, καὶ
    ῥητορικώτερον ἐν τοῖς λόγοις.
    Λίθος ὀψιανός. Οὗτος τὴν κλῆσιν ἔλαχεν ἀπὸ
    τοῦ ἐξ αὐτοῦ προβλέπειν καὶ προμαντεύεσθαι τοὺς
    παλαιοὺς τὰ μέλλοντα. Τρίβοντες γὰρ αὐτὸν καὶ
    ἅμα τῇ εὐωδεστάτῃ σμύρνῃ μιγνύντες καὶ κατὰ πυρὸς
    ἐπιρραίνοντες πρὸς τὰς κινήσεις αὐτοῦ καὶ τὰ ἅλματα
    καθάπερ ἐκ τοῦ ἅλματος καὶ οἱ ἡπατοσκόποι τῶν μελ-
    λόντων κατεστοχάζοντο. Λέγουσι δὲ αὐτὸν καὶ νεύρων
    χαλεπὰ πάθη ἰᾶσθαι ἐπιπασσόμενον καὶ ἐπαλείφειν
    λεπίδας.
     Λίθος χρυσόθριξ, ὁ καὶ τοῦ ἡλίου καλούμενος.
    Διπλοῦς οὗτος τὸ εἶδος, ὁ μὲν ἐοικὼς κρυστάλλῳ,
    πλὴν ὅσον καθάπερ ἀκτῖνές τινες ἢ τρίχες αὐτῷ ἐμπεφύ-
    κασιν, ὁ δὲ τῷ χρυσολίθῳ κατὰ πᾶν ὅμοιος, πλὴν ὅσον
    καὶ αὐτῷ καθάπερ ἀκτῖνες αἱ τρίχες περιαυγάζονται.
    Διὸ καὶ οἱ μὲν ἀπὸ τῶν τριχῶν αὐτοὺς χρυσότριχας
    ὠνόμασαν, οἱ δὲ ἀπὸ τῶν ἡλιακῶν ἀκτίνων ἡλίου λίθους.
    Φορούμενοι δὲ οὗτοι, φασίν, εὐπρεπεστέρους καὶ
    σεμνοτέρους τοὺς ἀνθρώπους ποιοῦσι καὶ παρὰ πᾶσιν
    αἰδοῦς ἀξίους.
     Λίθος μάγνης, ἡ καὶ μαγνῆτις λεγομένη, ἥστινος
    τὴν φύσιν καὶ τὴν ἐνέργειαν καθ' ἑκάστην ὁρᾶν ἔστιν
    ἕλκουσαν διὰ τοῦ ἀέρος τὸν σίδηρον πρὸς ἑαυτὴν ὥσπερ
    ἐρῶσαν αὐτοῦ καὶ τοῦτον πρὸς ἑαυτὴν ἁρπάζουσαν.
    Ταύτην φασὶ διακριτικὴν ἔχειν δύναμιν τῆς τε καθα-
    ρευούσης γυναικὸς ἀπ' ἀλλοτρίου ἀνδρὸς καὶ τῆς μοι-
    χευομένης. Εἰ γάρ τις αὐτὴν λαθραίως ὑπὸ τὰ στρώματα
    θείη, ἡ μὲν καθαρά τε καὶ φίλανδρος εἰς ὕπνον κατε-
    νεχθεῖσα φυσικῇ τινι δυνάμει τῆς λίθου τάς τε χεῖρας
    ἁπλοῖ πρὸς τὸν ἄνδρα καὶ περιφύεται. Ἡ δὲ πόθοις
    ῥυπαροῖς καὶ ἀλλοτρίοις κατεχομένη ἀφυπνώσασα τῆς
    κλίνης ἀπαράσσεται καὶ καταπίπτει. Ἀλλὰ καὶ δύο
    ταύτην ἀδελφῶν φορούντων πάσης ἔριδος αὐτοὺς ἀπαλ-
    λάττει καὶ φιλονεικίας, καὶ ὁμόνοιαν ἐμποιεῖ. Καὶ
    πρὸς τὸ θέλξαι δὲ καὶ πεῖσαι λαὸν ἐπιτηδειοτάτη βαστα-
    ζομένη ἢ καὶ φορουμένη κατὰ τοῦ στήθους. Καὶ ἄλλας
    πλείστας ἔχει δυνάμεις. Ἔστι δὲ καὶ πρὸς ἀγωγὴν
    γυναικῶν χρήσιμος καὶ πρὸς συστάσεις λαμπρῶν ἀνδρῶν,
    πρὸς δὲ τὰς ἐμπορίας πάσας κερδέμπορος. Ἐὰν γυνὴ
    αὐτὴν φορῇ, ἐρασθήσεται αὐτῆς ὃν ἂν βουληθῇ. Ἐπι-
    χάρασσε δὲ τῷ λίθῳ Ἀφροδίτην ἕλκουσαν ἄνδρα ἀπὸ
    τοῦ κρασπέδου τῇ εὐωνύμῳ χειρί, τῇ δὲ δεξιᾷ δεικνύουσαν
    μῆλον. Οὗτος ὁ λίθος ὁμόνοιαν πολλὴν ποιεῖται
    ἀνδράσι καὶ γυναιξὶ καὶ ἀδελφοῖς καὶ φίλοις, ἔτι δὲ καὶ
    πρὸς πάντας ἐπιχαρίτους, εὐπειθεῖς παρασκευάζει τοὺς
    φοροῦντας αὐτὸν καὶ εὐομίλους ποιεῖ. Ῥήτορσι δὲ
    ἄκρως ἐνεργεῖ καὶ τοῖς δημηγοροῦσι καὶ τοῖς διὰ λόγων
    ἀγωνισταῖς. Πειθὼ γὰρ ποιεῖ καὶ εὐπρέπειαν, καὶ
    λόγων εὑρετικός ἐστι. Νίκην δὲ καὶ δύναμιν πᾶσι
    δίδωσιν, ἀλλὰ καὶ τὰ ὑπὸ τῶν μάγων γινόμενα εὐθετεῖ
    καλῶς.
     Λίθος ἡ ὀφιῆτις. Αὕτη τριβομένη, φασίν, καὶ
    ἐπιπασσομένη πᾶσιν ἕλκεσί τε καὶ τραύμασιν ὑγείας
    περιποιητική.
     Λίθος ὀφίτης ἕτερος. Οὗτος ἀπὸ τοῦ ἀντι-
    φάρμακον εἶναι τῶν ὄφεων ὑπὸ τῶν παλαιῶν ὠνόμασται.
    Καὶ ὀφθαλμοῖς δὲ ἀμβλυωποῦσιν ὀξυωπίαν παρέχει
    καὶ κεφαλαλγίαν παύει καὶ βαρυηκοίαν καθαίρει οὕτως
    ὥστε καὶ λεπτῆς ὁμιλίας τὸν φοροῦντα τοῦτον λοιπὸν
    ἀκούειν δύνασθαι. Φασὶ δὲ καὶ τὸν ἀκίνητον πρὸς
    ἀφροδίσια καὶ ἠλίθιον ὑπὸ τούτου πρὸς κίνησιν καὶ
    ἐπιθυμίαν ἔρχεσθαι. Καὶ θυμιώμενον δὲ ἑρπετὰ πάντα
    διώκειν, οὐ τὰ πλησίον μόνον, ἀλλὰ καὶ τὰ πόρρωθεν
    ἐκ φωλεῶν αὐτῶν.
     Λίθος ὀστρίτης καλούμενος τριβόμενος καὶ σὺν
    οἴνῳ πινόμενος ὀδυνήφατος, ἤγουν παντὸς ἀλγήματος
    καταπαύων ὀδύνας.
    Ἀδελφὴ τούτοις καὶ ἡ ἐχῖτις, ἀπὸ τῆς ἐχίδνης
    ὀνομαζομένη, ἥτις καὶ τοῦ παλαιοῦ, φασί, Φιλοκτήτου
    τὸ σκέλος ἰάσατο κατὰ τοῦ ἐν αὐτῷ τραύματος τοῦ
    πολυετοῦς καὶ ἀνιάτου συνεχέστερον ἐπιπασσομένη.
     Λίθος ὁ σιδηρίτης, ὃν καί τινες ἔμψυχον ὀρείτην
    καλοῦσιν· ὠνόμασται δὲ καὶ οὗτος ἀπὸ τῆς φύσεως,
    ἀλλὰ καὶ τῆς κατὰ τὸν τόπον εὑρέσεως, εὑρίσκεται μὲν
    γὰρ ἐν τοῖς ὄρεσιν. Ἔστι δὲ τὴν μὲν θέσιν στρογγύλος
    ἢ καὶ ὡς ὑποστρόγγυλος, τὴν δὲ φύσιν τραχύς, στιβαρός,
    μελανόχροος καὶ πυκνός. Καὶ πάντοθεν δὲ αὐτὸν
    περιέχουσιν ἶνες ὅμοιαι ῥυτῖσιν ἢ καὶ γραμμαῖς. Τοῦτον
    πρὸς ἀποτροπὴν πάντων τῶν ἑρπετῶν φασι χρησιμώτατον
    εἶναι καὶ οἵ γε τὴν Λιβυὴν τὴν ἄνυδρον καὶ ἰοβόλων
    γέμουσαν διερχόμενοι τοῦτον φοροῦντες καὶ ὥσπερ
    καθοπλιζόμενοι διὰ μέσων τῶν ἰοβόλων πορεύεσθαι
    κατετόλμων. Φασὶ δὲ καὶ μαντικὸν εἶναι, καί τινα
    νηστεύοντα καὶ καθαίροντα ἑαυτόν, καὶ τοῦτον δὲ αὐτὸν
    τὸν λίθον καθαροῖς ὕδασι ἀπονίπτοντα ἀλλὰ καὶ λευκοῖς
    λίνοις περιελίττοντα, εἶτα καὶ λύχνους ἀνάπτοντα ἐξαίφνης
    ἀκούειν ὥσπερ νεογενοῦς τινος βρέφους φωνὴν καὶ πυνθα-
    νομένου τινος ἀποκρίνεσθαι, ἔπειτα πρὸς τὸ τέλος καθάπερ
    ἔμψυχον ἀποπνέειν. Ἀλλὰ ταῦτα μὲν Ἑλλήνων παῖδες
    οἱ τοῖς κτίσμασι λατρεύειν ἐθέλοντες καὶ δαιμονίων
    φωνῶν ἀκούειν σπουδάζοντες. Ἡμεῖς δὲ τοῦ μὴ καὶ
    ταῦτά τινας ἀγνοεῖν ἕνεκα παραθέντες ἐνταῦθα καὶ ταῦτα
    πρὸς τὰ λοιπὰ βαδιούμεθα. Ὅσα γάρ φασι τὰς ῥίζας
    τῶν βοτανῶν δύνασθαι, τοσαῦτα καὶ τὰς τῶν λίθων φύσεις.
    Τοσαύτην γὰρ δέ φασι δύναμιν τοῦτον τὸν σιδηρίτην
    ἔχειν, ὥστε κἂν πάντα τὰ ἑρπετὰ παμπληθεὶ κατά τινος
    ἐφορμῶσι, διὰ μέσου τούτων ἀβλαβῆ τὸν φοροῦντα τὸν
    λίθον τοῦτον πορεύεσθαι, οὐκ ἀβλαβῆ δὲ μόνον, ἀλλὰ
    καὶ φυγαδευτήν· εὐθὺς γὰρ αὐτὰ πάντα πρὸς φυγὴν
    ὁρμᾶσθαι μὴ φέροντα τὴν φυσικὴν αὐτοῦ πνοήν τε καὶ
    δύναμιν. Πολλάκις δέ τις καὶ ἐν κυνηγησίοις σχολάζων
    καὶ ἐν ἐρήμοις ἢ ὄρεσι καθεύδειν ἀναγκαζόμενος μέσον
    τῶν θανασίμων ὄφεων καὶ σκορπίων οὐδὲν ἐξ αὐτῶν
    πείσεται τοῦτον ἐπιφερόμενος. Καὶ ὀφιοδήκτοις δὲ
    πᾶσιν ἐπιπασσόμενος, ἀλλὰ καὶ τραύμασι παντοίοις,
    εἴτε ἀπὸ ξιφῶν, εἴτε καὶ ἀπο ἑτέρων τινῶν αἰτιῶν, ἀλε-
    ξιφάρμακον γίνεται. Καὶ στείραις δὲ γυναιξὶ περι-
    δεσμούμενος εὐτοκίαν παρέχει.
    Λίθος γαγάτης. Τὸ αὐτὸ καὶ τοῦτόν φασι
    δύνασθαι, καπνιζόμενον φεύγειν αὐτοῦ τὴν πνοὴν τὰ
    ἰοβόλα πάντα. Ἔστι δὲ τὴν μὲν χροιὰν αἰθαλώδης ὡς
    τέφρα, τὴν δὲ θέαν οὐ μέγας, ἀλλα πλατύς. Ἀνάπτεται
    δὲ ταχέως ὥσπερ ἡ πεύκη καὶ βαρεῖαν ἀποπέμπει πνοὴν
    ὡσπερεὶ ἀσφάλτου. Καὶ διακριτικὸν δέ φασιν αὐτὸν
    τῆς ἱερᾶς νόσου· τούτους γὰρ ὀσφραινομένους αὐτοῦ
    καὶ μὴ φέροντας κατὰ γῆς εὐθὺς πίπτειν, καὶ γυναῖκας
    δὲ νόσους κρυφίους ἰᾶσθαι θυμιωμένου δεχομένας αὐτοῦ
    τὴν πνοὴν καὶ τοὺς πονηροὺς ἰχῶρας τοὺς ἔσωθεν τῶν
    σπλάγχνων αὐτῶν ἐκχέουσας. Ἑρπετὰ δὲ ὁμοίως
    τοῖς πρὸ αὐτοῦ διώκειν καὶ ἄλλα τινὰ θαυμαστὰ τοῦτον
    ἐργάζεσθαι. Γεννᾶται δὲ ἐν Λυκίᾳ κατὰ τὴν πρὸς
    θάλασσαν εἰσβολὴν ποταμοῦ τοῦ λεγομένου Γάγαν.
     Λίθος ὁμώνυμος τῷ ἑρπετῷ σκόρπιος, ὅστις κατὰ
    σκορπίων ἔχει, φασί, τὴν δύναμιν.
     Λίθος ὁ λεγόμενος κορσίτης. Ὠνόμασται δὲ
    οὕτως ἀπὸ τοῦ κόρσῃ τούτεστιν ἀνθρωπείᾳ κεφαλῇ
    ἐοικέναι. Τοῦτον δέ φασι τριβόμενον μετὰ σκορόδου
    καὶ πινόμενον ἀλεξιφάρμακον τῶν ὑπὸ σκορπίου δηγμάτων
    γίνεσθαι. Καὶ μετὰ ῥοδίνου δὲ ἐλαίου χριόμενον τὰς
    περιαυχενίους ὀδύνας παύειν, καὶ μετὰ μέλιτος κιρνάμενον
    καὶ πινόμενον καθαρτήριον γαστρὸς γίνεσθαι, καὶ ὑδέρους
    δὲ κενοῦν καὶ βουβῶνας ἰᾶσθαι.
     Λίθος κοράλιος. Καὶ τοῦτόν φασι πρὸς ἀσπίδας
    μάλιστα καὶ πρὸς ἀσπίδων δήγματα χρησιμώτατον καὶ
    ἀποτρόπαιον εἶναι. Θαυμάσιον δὲ οἷον ἱστοροῦσι
    περὶ αὐτοῦ. Ἐκ γὰρ ἑτέρου εἴδους πρὸς ἕτερον μετα-
    φέρεσθαι. Χλωρὴν μὲν γὰρ πρῶτον βοτάνην φύεσθαι
    καὶ οὐδὲ ἐν τῇ χέρσῳ, ἀλλ' ἐν τῇ θαλάσσῃ καθὰ καὶ τὰ
    βρύα. Πρὸς δὲ τὸ γῆρας ἥκουσαν καὶ μαραινομένην
    τὰ μὲν φύλλα περιμαραίνεσθαί τε καὶ καταβαλεῖν.
    Αὐτὴν δὲ ἐν τοῖς βάθεσι νήχεσθαι ἐλαφρήν, μέχρις
    ἂν πρὸς τὴν χέρσον ἀπὸ τῶν κυμάτων ἀποπτυσθῇ.
    Ἐπὰν δὲ καὶ τοῦ καθ' ἡμᾶς ἀέρος ἀναπλησθῇ, ξηραί-
    νεσθαι καὶ στερεοῦσθαι μᾶλλον. Ἐγχρονίζουσαν δὲ
    πλέον ἀποπετροῦσθαι καὶ ταῖς χερσὶ τριβομένην τελείως
    λίθον εὑρίσκεσθαι. Τὸ δὲ σχῆμα φυλάττειν τὸ ἐξ
    ἀρχῆς, οἷον ὅτε ἦν βοτάνη, τῶν τε κλάδων καὶ τοῦ φλοιοῦ
    καὶ εἶναι καθαπερεὶ θάμνον ἢ καὶ δενδρύδιον λίθινον
    ἀκριβῶς, ὥστε καὶ τέρψιν ἔχειν τοῖς θεωμένοις οὐκ ἄχαριν.
    Λέγουσι δὲ αὐτῷ καὶ ἑτέρας τινὰς ἐνεῖναι θείας
    δυνάμεις. Ἔκ τε γὰρ πολεμίων καὶ μάχης ἀβλαβῆ
    τὸν φοροῦντα διαφυλάττεσθαι καὶ μακρὰν δέ τινι κατ'
    ἔρημον στελλομένῳ πορείαν, καὶ φυλακτήριον εἶναι καὶ
    παντὸς κακοῦ ἀποτρόπαιον, καὶ κινδύνους δὲ διαδιδράσκει
    λῃστῶν. Ἐὰν δὲ ἐν τοῖς πολέμοις καὶ ταῖς μάχαις
    ἐπὶ χεῖρας τοῦτον κρατῇς, ἔσται φυλακτήριον ἀνίκητον καὶ
    ἐπιτευκτικὸν καὶ καταπληκτικὸν καὶ ἄφοβον. Ἐκλήθη
    δὲ οὗτος καὶ ὑπό τινων γοργόνιος, διὸ εἰς αὐτὸν εἰσχα-
    ράσσουσι Γοργόνα καὶ κατακλείουσιν ἐν χρυσῷ ἢ ἀργύρῳ.
    Καὶ τελεσθείς ἐστι μέγιστον φυλακτήριον πρὸς
    πάντα φόβον καὶ ἐπήρειαν πονηρῶν ἀνθρώπων καὶ μάλιστα
    ἐν ταῖς ὁδοιπορίαις πρὸς ἐφόδους πονηρῶν καὶ πρὸς
    ἑρπετὰ παντοῖα· ἔστι γαρ ὁ λίθος Ἑρμοῦ. Ποιεῖ
    δὲ καὶ ἐπὶ τῶν ὀνείρων καὶ φαντάσματα ἀπωθεῖται τῇ
    ἰδίᾳ ἀντιπαθείᾳ. Μέγιστον δὲ φυλακτήριον καὶ πρὸς
    ὀργὴν δεσπότου γλυφέντος ἐν αὐτῷ ζωδίου Ἑκάτης ἢ
    Γοργόνος προτομῆς. Ὁ φορῶν δὲ αὐτὸν οὐδέποτε
    ὑπὸ φαρμάκων ἁλώσεται οὔτε ὑπὸ κεραυνοῦ ἢ ἀστέρος
    πληγήσεται ἢ πονηροῦ δαίμονος. Ἄλυπον δὲ ποιεῖ
    τὸν φοροῦντα αὐτόν, ἀλλὰ καὶ μιασμάτων πάντων καὶ
    καταδέσμων καθαρτήριον ὑπάρχει. Ἐν οἴκῳ δὲ ὁ
    λίθος δαιμόνων καὶ φαντασμάτων καὶ κεραυνῶν ποιεῖται
    δίωξιν. Πινόμενον δὲ μετ' οἴνου ἀκράτου μάλιστα
    προφυλακτικὸν παντοίων φαρμάκων γίνεσθαι. Καὶ
    σπλῆνα μὲν τήκει σὺν ὕδατι πινόμενος καὶ πρὸς ἀναγωγὰς
    αἵματος ἐνεργεῖ. Ἀναπληροῖ δὲ καὶ σαρκῶν κοιλώματα.
    Ἀλλὰ καὶ τοῖς πλέουσι σωτήριον εἶναι, ἐὰν δὲ ἐν
    πλοίῳ αὐτὸν σχίσας τὸ καλούμενον καλχήσιον ἐμβάλῃς
    σὺν δέρματι φώκης, φυλακτήριον ἔσται ἄριστον καὶ
    παντὸς κινδύνου καὶ ναυαγίου ῥύεσθαι. Ἀντιπάσχει
    γὰρ ἀνέμοις, κλύδωσι καὶ ἀκαταστασίαις παντοίαις.
    Ἀλλὰ καὶ τριφθεὶς λεπτῶς καὶ μιχθεὶς μετὰ σπέρματος
    καὶ σπαρεὶς ἐν τῇ γῇ ἀπωθεῖται ἀπὸ τῆς ἀρούρας πᾶσαν
    βλάβην καὶ πάντα φθοροποιὸν χειμῶνα. Λέγουσι δὲ
    αὐχμοῦ καὶ χαλάζας καὶ πάντων τῶν τοιούτων ἀποτρεπτι-
    κὴν ἔχειν ἀλλὰ καὶ τῶν καταβιβρωσκόντων πάντων καὶ
    λυμαινομένων τοῖς ληίνοις ἀναλωτικὸν καὶ φθαρτικὸν
    γίνεσθαι, σκωλάκων τε καὶ ἰπῶν καὶ τῶν ἄλλων ἀερίων,
    ἐρυσίβης καὶ ἀκρίδος καὶ βρούχου ἀλλὰ καὶ αὐτῶν τῶν
    πρηστήρων, κεραυνῶν καὶ ἐν ἀμπέλοις δὲ καὶ ἐλαιῶσι
    τὸ αὐτὸ ποιεῖ σπαρείς.
     Λίθος ἀχάτης. Οὗτος παντοῖος μὲν τὴν μορφήν,
    πολυχρώματος γάρ ἐστι καί πη μὲν ἰάσπιδι προσεοικώς,
    πη δὲ τῷ σαρδίῳ, πη δὲ τῷ σμαράγδῳ, καὶ τοῦ μὲν ἰάσπιδος
    τὸ ὑελῶδες ἔχει, τοῦ δὲ σαρδίου τὸ αἱματῶδες, τοῦ δὲ
    σμαράγδου τὸ αἰγλῆέν τε καὶ λαμπρόν. Ἄλλοτε δὲ
    καὶ τὸ φοινικοῦν καὶ ἐρυθρὸν ἐν αὐτῷ καὶ οἷον μιλτῶδες,
    ἀλλὰ καὶ χαλκῷ τὸ χρῶμα πολλάκις ἔοικεν, ἔστι δὲ
    ὅτε καὶ μήλῳ. Πάντων δὲ προκρίνουσι μάλιστα τὸν
    εἶδος ἔχοντα λίαν ἐρυθρὸν καὶ αἱματῶδες, ὃν καὶ δάφοινον
    καλοῦσι, ἀφ' οὗ καὶ λεοντοδέρην τινὲς αὐτὸν καλοῦσι
    τῶν παλαιῶν. Τοῦτον δὲ αὐτὸν καὶ κατάστικτον εἶναί
    φασιν ὥσπερ τὸν λέοντα φολίσι πυρσαῖς, ἢ καὶ ποικίλαις
    ἀναμεμιγμένας ἐχούσαις καὶ λευκὰς καὶ μελαίνας καὶ
    χλοεράς. Τοῦτον τοῖς σκορπιοδήκτοις ὠφελιμώτατος
    εἶναι. Εἰ γάρ τις καὶ ψυχορραγῶν τύχοι παρὰ τοῦ
    τραύματος καὶ περιαρτήσει τοῦτον περὶ αὐτῷ ἢ καὶ
    ἐπιπάσσει μάλιστα συγκόψας, αὐτίκα κατὰ βραχὺ τὰς
    ἀλγηδόνας ἀπομαρανεῖ καὶ σώσει τὸν κάμνοντα. Ἐστὶ
    δὲ καὶ ἐρωτικός, ὥς φασιν, καὶ τίθησιν ἐπιθυμητοὺς
    ἄνδρας τε γυναιξὶ και γυναῖκας ἀνδράσι περιαπτόμενος,
    καὶ θέλγειν δὲ πάντας ἱκανώτατος ἐν ταῖς ὁμιλίαις καὶ
    τῶν αἰτήσεων μὴ ἀποτυγχάνειν, ποιεῖν. Καὶ πρὸς
    πᾶσαν νόσον ἁπλῶς εὑρίσκεσθαι χρησιμώτατος, ἐξαιρετῶς
    δὲ πρός τε τριταίους καὶ τεταρταίους καὶ πᾶν τοιόνδε
    γένος νοσημάτων. Σημεῖον δὲ τῆς τούτου δυνάμεως
    κἀκεῖνο ποιοῦνται· ἐνεψομένοις γὰρ κέρασιν ἢ καὶ ὀστέοις
    ἐμβαλών τις αὐτὸν ἐπ' ὀλίγον, εἶτα καὶ ἀνασχόμενος
    εὑρήσει πάντα ῥᾳδίως τηκόμενα.
     Λίθος ὁ αἱματίτης, ἀπ' αὐτῆς τῆς χροιᾶς οὕτως
    ὠνομασμένος, αἱματώδης γάρ ἐστι τὴν μορφήν. Αλλὰ
    καὶ τριβεὶς καὶ εἰς ὕδωρ λυθεὶς αἱματῶδες ὅλον κἀκεῖνο
    τίθησι. Τοῦτον εἰς πᾶσαν ὀφθαλμίαν ὠφελιμώτατον
    εἶναι λέγουσι κερασθέντα μετὰ μέλιτος εἴτε γάλακτος.
    Ἀλλὰ καὶ τῇ χειρὶ κρατούμενον ἢ φορούμενον ἐπὶ
    τοῖς ἐν δικαστηρίοις ἀγῶσι πρὸς νίκην μέγα συμβάλ-
    λεσθαι. Καὶ μετὰ ὕδατος πινόμενον κατὰ τῶν ἰοβόλων
    πάντων ἀντιφάρμακον προφυλακτικὸν γίνεσθαι, καὶ ἡδὺν
    καὶ χαρίεντα καὶ πᾶσι φίλον τὸν φοροῦντα τοῦτον
    ἐργάζεσθαι.
     Λίθος ὁ λιπαραῖος, ὅντινα καὶ λέγουσιν ἐν
    Ἀσσυρίᾳ γίνεσθαι κἀκεῖθέν ποτε παρὰ Μέμνονος εἰς
    Τροίαν κομισθῆναι καὶ τῷ Πριάμῳ τῷ βασιλεῖ τῶν Τρώων
    ὡς μέγα τε δῶρον προσενεχθῆναι. Τοῦτον δέ φασι
    καὶ τοὺς ἐν Αἰγύπτῳ καὶ Βαβυλῶνι μάγους περὶ πολλοῦ
    τίθεσθαι. Πολλὰ γὰρ πρὸς τὰς ἐπῳδὰς αὐτοῖς καὶ
    γοητείας συμβάλλεσθαι, καθημεροῦν δὲ διὰ τούτου καὶ
    ὄφεις καὶ δράκοντας. Ἀλλὰ καὶ πίνοντας ἐκ τούτου
    τοῦ λίθου μαντικοὺς γίνεσθαι καὶ ὀρνεοσκόπους καὶ
    ἁπλῶς ὥσπερ ὀργάνῳ τῷ τοιούτῳ χρῆσθαι πρὸς πᾶσαν
    αὐτῶν τῆς τέχνης δύναμιν.
     Λίθος νεβρίτης· ὠνόμασται δὲ οὕτως ἀπὸ
    τοῦ ταῖς παλαιαῖς Βάκχαις ταῖς τὰς νεβρίδας φορούσαις
    καὶ θεραπαίναις καὶ ἀκολούθοις τοῦ Διονύσου ἐπιτήδειον
    εἶναι καὶ πρὸς μαντείας αὐταῖς συμβάλλεσθαι. Λέγουσι
    δὲ καὶ παυσίπονον αὐτὸν εἶναι τὰς ὀδύνας παντοίων
    ὄφεων ἐξιώμενον, τιθέναι δὲ καὶ τῇ γυναικὶ τὸν ἄνδρα
    φίλτατον καὶ ἐπιθυμητὸν. Καὶ ἀσπίδων δὲ ἀποτρεπτι-
    κὸν γίνεσθαι. Τούτου δὲ τὴν χροιὰν ὁμοίαν εἶναι
    πράσῳ χλωρῷ.
    Λίθος χαλαζίτης. Καὶ τούτου δὲ τὴν δύναμιν
    ἀρίστην εἶναι λέγουσιν ὡς καὶ πυρετῶν ἀποτρεπτικὴν
    καὶ σκορπιοδήκτοις ἰατικήν, καὶ μαντικὴν δὲ φανεροῦσαν
    τὰ μέλλοντα τῷ φοροῦντι.

     
    Σωκράτους καὶ Διονυσίου περὶ λίθων.
     Λίθος σμάραγδος, ὁ κάλλιστος καὶ πολύτιμος,
    δύναμιν ἔχει πρὸς πᾶσαν χάριν καὶ ἐπιτυχίαν ἐν πάσῃ
    πράξει. Τοὺς γὰρ ἁγνῶς φοροῦντας αὔξει βίῳ τε καὶ
    λόγῳ καὶ πράξει καὶ πράγματι. Ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς
    ὑδρομαντείας καὶ δούλοις πρὸς ἐλευθερίαν συμβάλλεται.
    Ὃς γὰρ αὐτὸν κατασκευάσει καὶ τελέσει, πάντων
    ἐπιτεύξεται. Δεῖ δὲ αὐτὸν κατασκευάσαι οὕτως·
    κτησάμενος τὸν λίθον κέλευε ἀδάμαντι γλυφῆναι κάνθαρον
    εἶτα εἰς τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἑστῶσαν Ἶσιν ἔπειτα τρύπησον
    εἰς μῆκος καὶ ἐμβαλὼν χρυσῆν βελόνην φόρει περὶ τὸν
    δάκτυλον. Οὗτος ὁ λίθος γεννᾶται ἐν Ἰνδίᾳ, ὅπου ὁ
    Φισὼν ποταμὸς ἐκ τοῦ παραδείσου ἔρχεται. Οὗτος
    ὅρασιν ἔχει ὁμοίαν τῇ χλοῇ τῆς γῆς. Καὶ ὁ μὲν
    πρασώδης οὗτος καλεῖται νερωνιανός. Ὁ δὲ παρὰ τοῦτον
    ὑποχλωριάζων λέγεται σμάραγδοσ ὑακτορίζων. Ἐὰν
    δὲ ᾖ ὑπόχλωρος, ἀσπροειδής ἔλαττον τούτου, λέγεται
    τακτώριοσ.
     Λίθος ὑάκινθος. Γλύφεται ἐν τούτῳ τῷ λίθῳ τῷ
    καθαρῷ Ποσειδῶν ἔχων δελφῖνα τῷ δεξιῷ ποδὶ καὶ τρίαιναν
    τῇ δεξιᾷ χειρί· τελέσας οὖν οὕτως ἔχε φορῶν τῷ δακτυλίῳ,
    καὶ ποιεῖ πάντα ὅσα καὶ ὁ σμάραγδος. Ἀλλὰ καὶ τοὺς
    διὰ θαλάσσης ἐμπορευομένους ἀπὸ κλύδωνος ῥύεται.
     Λίθος ὁ σπάνιος. Οὗτος καὶ ἄνευ γλυφῆς φορού-
    μενος μεγάλα ἀποτελεῖ. Οὐδεὶς δὲ τὸν λίθον τοῦτον
    ἔχει ἀλλ' ἢ μόνος ὁ Περσῶν βασιλεύς, ὅθεν δυνατὸς
    γέγονε καὶ τῶν ἄλλων ὑπερφερέστερος. Τὸ δὲ εἶδος
    τούτου τοῦ λίθου ἐστὶν ὡσπερεὶ λυχνίτης καθαρός, πορφυ-
    ροῦς, ἡλιόφεγγος.
     Λίθος ὁ χαλκηδόνιος τὴν χροιάν ἐστι πυραυγὴς
    ἄνθρακι ὅμοιος, ἔλαττον δὲ τοῦ σπανίου στιβαρός.
    Οὗτος ὁ λίθος ἐστὶν ὁ λυχνίτης, ὁ ἄνθραξ, καθαρός,
    αἱματοειδής. Οὗτος ἐπιχαραχθεὶς Ἀθηνᾶν τελείαν
    κρατοῦσαν τῇ δεξιᾷ χειρὶ ὄρνεον τὸ λεγόμενον ἐρώδιον,
    τῇ δὲ εὐωνύμῳ κατέχουσαν κράνος, καὶ φορούμενος
    μετὰ τὸ τελεσθῆναι τὸν φοροῦντα ποιήσει περιγίνεσθαι
    πάντων ἐχθρῶν καὶ ἀντιπάλων, ἐπίχαρίν τε καὶ εὐσύνετον
    καὶ πάντα δυνάμενον καταπράττεσθαι καὶ ναυαγίων
    ἀνώτερον. Σημείωσαι δὲ τὸν λίθον οἷός ἐστιν, ἐὰν
    αὐτὸν προστρίψῃς ἱματίῳ μαλακῷ. Ἐπισπαστικὸς
    γὰρ γίνεται τῆς παρακειμένης ὕλης αὐτῷ ἁρπάζων κάρφη
    ὡσπερεὶ καὶ ὁ μαγνήτης τὸν σίδηρον. Γίνεται δὲ ἐν
    τῇ Ἰνδικῇ, ὅπου καὶ οἱ προγεγραμμένοι.
     Λίθος ὁ βαβυλώνιος. Οἱ δὲ σάρδιον τοῦτον
    καλοῦσιν. Βαβυλώνιος δέ ἐστιν ἕτερος λίθος ὑπο-
    κείμενος τοῖς Χαλδαίοις. Ὁ δὲ βαβυλώνιος ἔχει ὡς
    ἄνθρακος καιομένου αὐγήν· ἡδὺς ὥσπερ ἡλίου ἀνατολή.
    Οὗτος ὁ σάρδιος εἰς Βαβυλῶνα γίνεται λευκάζων,
    ἔχων ζώνας μέσον λαμπρὰς ἀπαυγιζούσας. Οὗτος
    φορούμενος ὑπὸ λαμπρῶν ἀνδρῶν, μάλιστα τῶν ἐν τῷ
    παλατίῳ, ποιεῖ αὐτοὺς ἐν μεγάλαις τιμᾶσθαι δόξαις.
    Γεγλυμμένος ἔχων τὴν Ἄρτεμιν τελείαν καὶ παριστα-
    μένην αὐτῇ ἔλαφον, ποιεῖ δὲ τὸν φοροῦντα ἀνδρεῖον,
    γοργόν, γενναῖον, εὔψυχον. Ἀπωθεῖται δὲ καὶ τὰ
    ἀπὸ τῶν πολεμίων ἐπιφερόμενα τραύματα ἀσθενεστέρους
    τοὺς ἐναντίους ποιῶν, καὶ ἐάν τις τραυματισθῇ καὶ
    περιάψῃ τὸν λίθον τοῦτον εἰς τὸν τόπον, οὐκ ἐᾷ τὸ τραῦμα
    οἰδῆσαι. Τηρεῖ δὲ καὶ ἀνώδυνον τὸν φοροῦντα ἀπὸ
    τῶν τραυμάτων, ἢν ἔχει. Γλύφεται δὲ καὶ Ἄρης,
    ὁ δεσπόζων τοῦ λίθου. Τούτῳ γαρ ἀνάκειται.
     Λίθος σαρδώνυξ. Οὗτὸς ὑπὸ πάντων τῶν μάγων
    μόλοχος λέγεται διὰ τὸ μαλάσσειν καὶ ἁπαλύνειν τὰς
    τῶν ὑπερεχόντων δυνάμεις. Οὗτος φυλακτήριον μέγι-
    στον τοῦ σώματός ἐστιν. Ἀθηναῖοι δὲ τούτῳ χρῶνται
    τῷ λίθῳ ὅτι ἐπιτευκτικός ἐστιν. Λαμβάνουσι δὲ αὐτὸν
    μηνὶ ξανθικῷ ἡλίου ὄντος ἐν κριῷ καὶ γλύφουσι κριὸν
    καὶ Ἀθηνᾶν καρδίαν κρατοῦσαν. Οὗτος ἔχει ζώνας
    ποικίλους πολλάς, τὰς μὲν ἀεριζούσας τὰς δὲ χρῶμα
    ἐχούσας μέλιτος, ἀλλὰ καὶ μελαίνας καὶ ὑπολευκιζούσας
    καὶ ἑτέρας λευκοτέρας.
    Λίθος ὀνυχίτης. Οὗτος ἐν τῇ Ἰνδικῇ γίνεται
    λευκὰς ζώνας πλείστας ἔχων ἐν ἑαυτῷ ἀεριζούσας.
    Ἐπιχάρασσε δὲ ἐπ' αὐτῷ σπείραμα ὄφεως ἔχον προ-
    τομὴν ἤγουν κεφαλὴν κυνός. Οὗτος φορούμενος τὰ
    ἐντὸς πάντα φυλάσσει καὶ οὐκ ἐᾷ βλαβῆναι τὸν φοροῦντα
    αὐτόν. Ἔχει δὲ ζώνας λευκὰς ὡς εἴρηται καὶ ὀλίγας
    ξανθιζούσας.
     Λίθος ὀνυχίτης ἕτερος ἔχων ἐν ἑαυτῷ τὸ μέν
    τι μέλιτος χρῶμα, τὸ δέ τι μέλαν, μέσον δὲ λευκόν. Οὗτος
    ἐπιχαραχθεὶς τὸν Ἀπόλλωνα καὶ τὴν Ἄρτεμιν εὐτεκνίαν
    ποιεῖται. Ἐὰν δέ ἐν ὄχλῳ προπορεύηται ὁ φορῶν,
    ἐνδοξότητα καὶ εὐημερίαν αὐτῷ προξενεῖ.
    Λίθος ὀνυχίτης ἕτερος, ὅν τινες περιλεύκιον
    καλοῦσιν. Ἐὰν γλυφῇ εἰς αὐτὸν ᾠὸν καὶ μέσον τοῦ
    ᾠοῦ κάνθαρον, ἄληπτος ἐν τῷ βίῳ ἔσῃ. Καὶ χρημάτων
    καὶ πραγμάτων εὐπορήσεις πολλῶν.
     Λίθος ὀνυχίτης ἕτερος, λευκὸς καὶ διαυγὴς
    διόλου καθάπερ ἀήρ. Ἔστι δὲ οὗτος ὀνυχίτου γένος.
    Ἐπιχάρασσε οὖν εἰς αὐτὸν σπείραμα ὄφεως ἔχον
    προτομὴν ἤτοι κεφαλὴν λέοντος καὶ ἀκτῖνας. Οὗτος
    φορούμενος οὐκ ἐᾷ ὅλως ἀλγῆσαι τὸν στόμαχον. Ἀλλὰ
    καὶ ὅσαις ἂν χρήσῃ τροφαῖς εὐπεπτήσεις. Ὁ δὲ φορῶν
    μὴ ἀποτιθέσθω αὐτόν.
     Λίθος ὀνυχίτης ἕτερος μέλας τῇ ὄψει διόλου.
    Οὗτος ὠφέλιμος ταῖς ἐν γαστρὶ ἐχούσαις καὶ ταῖς
    θηλαζούσαις. Γλύφεται δὲ ἐν αὐτῷ Χνούβιος ἔχων
    κεφαλὰς τρεῖς.
     Λίθος χρυσόλιθος ὑγρός, διαυγής, διαφανής,
    χρυσίζων. Οὗτος φορούμενος κοσμίους ποιεῖ καὶ
    ἀγαθοὺς ταῖς γνώμαις, μάλιστα δὲ ταῖς γυναιξὶ φορεῖν
    συμφέρειν. Ἐπιχάρασσε οὖν Ἀφροδίτην καὶ τελέσας
    ἔχε. Ποιεῖ δὲ πολλὴν χάριν.
    Λίθος ὀπάλλιος. Οὗτος λέγεται ὑπό τινων
    σαλπιζηνός, ὑπὸ δὲ ἄλλων παιδέρως διὰ τὴν εὐμορφίαν.
    Ἔστὶ δὲ παρόμοιος ἀμεθύσῳ, ἀνείμενος καὶ διαυγής,
    ὑελίζων, προσφιλὴς μὲν πᾶσιν, μάλιστα δὲ τῷ ἡλίῳ.
    Ἔστι δὲ οὗτος καὶ πρὸς τὰς τῶν ὑπερεχόντων αἰτήσεις
    ἐπιτευκτικός, ἐπίχαρίς τε καὶ ἔνδοξος ὁ λίθος. Ἐπὶ
    δὲ τοὺς ἀποτροπιαζομένους ἄκρως εὐεργετεῖ καὶ μάλιστα
    τοῖς φανταζομένοις ὑπὸ τῆς Ἑκάτης. Ποιεῖ δὲ καὶ
    πρὸς τὰ ἀφροδίσια τῶν παιδῶν. Γλύφεται δὲ ἐν αὐτῷ
     Λίθος ἀχάτης. Οἱ ἀχάται μεγίστας δυνάμεις
    ἔχουσιν. Εἰσὶ δὲ Ἑρμοῦ. Ὁ δὲ ὁμόχρους λέοντος
    δορᾷ ἰσχύει πρὸς τοὺς σκορπιοδήκτους προστεθεὶς ἢ
    λειωθεὶς καὶ παραχρισθεὶς μεθ' ὕδατος. Ἀυτίκα γὰρ
    ἄπονον ποιεῖ τὸν πληγέντα. Εὔθετος δὲ καὶ ἐν τοῖς
    ἐχιοδήκτοις τριβεὶς καὶ ἐπιπασθεὶς τῷ δήγματι ἢ καὶ
    μετὰ οἴνου ποτισθείς. Φορούμενος δὲ ἐν τῷ δακτυλίῳ
    ποιεῖ τὸν φοροῦντα εὐπροσήγορον καὶ εὐόμιλον καὶ
    εὐπειθῆ καὶ δυνατόν καὶ ἐν πᾶσι περιχαρῆ, εὔρρωστόν
    τε καὶ εὔχρουν. Τελεῖται δὲ οὕτως· λαβὼν βελόνην
    χαλκῆν γράφε ἐν αὐτῷ τὸ ὄνομα τοῦτο· ἰάχω, καὶ ὑπόθες
    εἰς τὸν δακτύλιον τὸν λίθον καὶ ἐντυπώσας φόρει. Οὗτός
    ἐστιν ὁλοκίτρινος.
     Λίθος ἀνταχάτης. Ἔστι μὲν πολλῷ διαφορώτερος
    τῷ εἴδει τοῦ ἀχάτου, τῇ δὲ δυνάμει κράτιστος. Οὗτος
    ὁ λίθος τριταῖόν τε καὶ τεταρταῖον καὶ πᾶσαν ἄλλην
    περίοδον νόσου ἰᾶται. Γίνεται δὲ οὕτως· τρίψας
    ὑποθυμία εἰς διαπύρους ἄνθρακας ὡς ἀντὶ λιβανωτοῦ,
    οὐκ ἄγαν δὲ λεπτὸν θυμιᾶται, ὡς ἂν ἐπὶ πλείονας ὥρας
    μείνας ἑλκυσθῇ διὰ τῶν αἰσθήσεων καὶ οὕτως ἀπαλλάς-
    σεται τῆς περι[όδου].
     Λίθος δενδραχάτης ἔχων ἐν ἑαυτῷ δενδρύφια·
    ἔσωθεν γὰρ τοῦ λίθου διαφανεῖς ἔχει ἐν ἑαυτῷ ὡς δενδρό-
    κλώνας. Ἔχει δὲ ὁ λίθος ἔξωθεν μέρος τι μέλιτος
    χρῶμα, καὶ ἕτερον κηροῦ εἶδος, ἔσωθεν δὲ ὑπόλευκα
    διαφανέστατα δενδρύφια. Ἁρμόζει δὲ τοῖς οἰκονομοῦσι
    πράγματα· πιθανὸν γὰρ καὶ εὔπορον τὸν ἐγχειροῦντα
    ποιεῖ. Συμβάλλεται δὲ τοῖς ἐν ἀγρῷ σπείρουσι.
    Περιτίθησιν αὐτὸν εἰς τὴν χεῖρα ἢ τὸν τράχηλον.
    Τοῦτον ἔχων σπορεὺς πολλαπλασίονα γεωργήσει.
    Καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, μεγάλας ὠφελείας ἔχει. Ἔτι
    μὲν καὶ εὐπορίαν δίδωσι τῷ φοροῦντι.
     Λίθος ἰασπαχάτης. Οὗτος ὕδρωπα θεραπεύει καὶ
    δίψαν παύει παραδόξως. Φυλάσσει δὲ τὸ σῶμα ὑγιὲς
    καὶ ἐρρωμένον.
     Λίθος σαρδαχάτης ἐστὶν θελκτήριος πρὸς πᾶσαν
    πρᾶξιν καὶ λόγων εὑρετικὸς καὶ ἐπιφορᾶς, καὶ ἐχθρῶν
    ἀμυντικὸς καὶ ὑπαγωγὸς πρὸς ἔρωτα. Τοῦτον ὁ φορῶν
    προσφιλὴς πᾶσιν ἀνθρώποις γίνεται. Ἔτι δὲ καὶ φίλων
    μέσον θὲς τὸν λίθον ἢ δοὺς αὐτὸν ἑτέρῳ κρατεῖν ἐν τῇ
    χειρὶ, παραχρῆμα διαλλαγήσονται. Τελεῖται δὲ τῇ
    ὑπογραφῇ ταύτῃ
    Οὗτος ὁ λίθος ἐστὶ χρώματος κιτρίνου ἔχων ζώνας
    λευκὰς καὶ ἑτέρας ζώνας ξανθιζούσας.
    Λίθος πολύζωνος. Οὗτος στιβαρός ἐστι, πυκνός,
    στερεός, ὑπόχρους, ἔχων ζώνας πυρώδεις, ἀεριζούσας,
    ἀφεγγεῖς καὶ ἑτέρας μακρὰς ζώνας ὡς ἐπιλευκιζούσας
    καὶ ἐκ τῶν τοιούτων μακρῶν ζωνῶν, εἴπερ ὄφεος δέρμα
    περιέζωσται, οὗτος ποιεῖ φίλων συστάσεις πολλῶν,
    πράξεις τε καὶ κέρδη ἐκ πολλῶν ἀφορμῶν δίδωσιν, ἀπολύει
    περιαπτόμενος περιόδους νοσώδεις καὶ δίκας.
     Λίθος πάγχρους ποιεῖ τοῖς ἐπιληπτικοῖς καὶ
    ἰκτερικοῖς ἄκρως. Περίαπτε δὲ ἁρπεδονίῳ βομβυκίνῳ
    εἰς τὸν τράχηλον, καὶ ἔσται παραχρῆμα ὑγιὴς ὁ πάσχων.
    Ἵνα δὲ ἴδῃς ὅτ' ἀληθής ἐστι, ἐπειδή εἰσιν ὅμοιοι αὐτῶν
    πολλοὶ μηδαμοῦ χρήσιμοι, βάλου εἰς χύτραν καινὴν
    χρώματα πολλὰ καὶ διάφορα ζῳγραφικὰ καὶ ὑπόκαυσον
    πολὺ πυρὶ ἐπὶ ὥρας δύο καὶ ἐὰν ᾖ ἀληθὴς ὁ λίθος, πάντα
    τὰ χρώματα γίνεται ὡς μίλτος, τὴν δὲ ὀσμὴν ἕξει ῥοδίνου
    μύρου καλλίστου. Τοῦτον τὸν λίθον λέγουσι πάγχρουν,
    καλεῖται ὑπό τινων ταωνίτης διὰ τὸ ἔχειν αὐτὸν χροιὰς
    πολλὰς καὶ ποικίλας· ἔχει γὰρ ἐν ἑαυτῷ ὡς ἐπὶ ταῶνος
    μόρφωσιν.
     Λίθος σμυρνίτης ὑπόχλωρός ἐστιν, ἀποτριβό-
    μενος δὲ ὀσμὴν δίδωσι σμύρνης ὁμοίαν. Ἔστι δὲ
    χαριτήσιον μέγα, μάλιστα δὲ γυναιξί· πολλοὶ γὰρ
    ἐρασθήσονται αὐτῆς ἀπλανῶς τῇ δυνάμει. Ἀντι-
    φάρμακον οὗτός ἐστι τοῖς πάσχουσι. Διαιρεῖται δὲ
    ὑποτριβόμενος.
     Λίθοι χελιδόνιοι γίνονται εἰς τὰς κεφαλὰς τῶν
    χελιδόνων. Οὗτοι φορούμενοι χάριν ἔχουσιν ἐπι-
    τευκτικὴν εἰς ὅ τι ἂν βούλῃ. Ποιοῦσι δὲ προσφιλεῖς
    καὶ ἐρασμίους καὶ εὐπράκτους, εἴτε γυνὴ ἔχει αὐτόν,
    εἴτε ἀνήρ. Ἄλλως δὲ· οἱ χελιδόνιοι λίθοι εἰς τὰς
    κοιλίας τῶν χελιδόνων εὑρίσκονται, βελτίονες δέ εἰσιν
    οἱ ἀπὸ τῶν νοσσιῶν λαμβανόμενοι. Γένη δὲ αὐτῶν εἰσι
    δύο, μέλας καὶ πυρρός. Λάμβανε δὲ τὰς χελιδόνας ἐξ
    ἱεροῦ τόπου, βέλτιον γάρ ἐστιν· εἰ δὲ μή, ἀπὸ ἀγορᾶς %ἢ
    ἀπ'& ἐπισήμου τόπου δημοσίου, πλείω γὰρ ἰσχύουσιν αὐταί.
    Ταύτας οὖν ἄρας σχίσον καὶ ἆρον τοὺς λίθους. Εἰσὶ
    δὲ ἀναγκαῖοι πρὸς σεληνιαζομένους τε καὶ ἐπιληπτικοὺς
    καὶ ὑδρωπικούς. Ἔχουσι δὲ καὶ ἑτέρας πολλὰς ἐνερ-
    γείας καὶ δυνάμεις ἀναγκαίας.
     Λίθος ἱερακίτης ὅμοιός ἐστι τῇ τοῦ ὀρνέου
    πτερώσει· ἔχει δὲ ἐν αὑτῷ ἰνάρια ἀργυρίζοντα καὶ χρυ-
    σίζοντα, ὃν διείρας λίνῳ τῷ ἀπὸ καλάμου φόρει. Ἀγαθός
    ἐστι, πρᾷος ταῖς ἀπαντήσεσι. Πρὸς δὲ τὰ διορατικὰ
    τῶν ὀμμάτων ἄκρως ποιεῖ· τὴν δὲ βαρυωπίαν ἣν λέγουσί
    τινες ἄμβλωσιν ἢ νεφέλιον ὁ λίθος περιαφθεὶς κατὰ τοῦ
    μετώπου ἀφαιρεῖται, ὀξυδορκίαν τε καὶ εὐοψίαν πάνυ
    παρέχει, οἵαν καὶ αὐτὸ τὸ ζῷον ἔχει καθὼς  λιπαρεῖος
    ἀπος........ ὀξύ  Εὑρίσκεται δὲ ἐν τῷ ἐγκεφάλῳ τοῦ
    ζῴου ἢ ἐν τῷ μετώπῳ ο[.....] ἀναγο[.....]πις ὄνυχας [...]
    πρακτος  τοῖς κεκτημένοις. Ὁμοίως δὲ καὶ μυίαις
    ἀντιπάσχει ἄκρως· ἐαν γὰρ [γάλακτι καὶ μέλιτι ἐπιχρίσῃσ],
    μυῖα τὸν φοροῦντα τοῦτον, οὐ καθιστήσεται μυῖα ἐπ'
    αὐτόν.
    Λίθος δρακοντίτης [.....] ἐκ ζῶντος λαμβάνεται·
    ἔστι [...] ἐπιμήκης τελούμενος ζώναις τρισί, πορφυρᾷ,
    ὑακινθίνῃ καὶ λευκίνῃ· ἔμπνους δέ ἐστι κινούμενος,
    χρήσιμος πρὸς ἀμαύρωσιν.
    Λίθος ἀσπαλακίτης ἔμπνους ἦν καὶ αὐτὸς
    καὶ ἐμφερής ἐστι τῷ ἀποβάλλοντι καὶ χρήσιμος πρὸς
    θησαυρῶν εὕρεσιν. Γλύψον δὲ εἰς αὐτὸν τὸν λίθον τὸν
    ἀσπαλακίτην ἄνθρωπον γυμνὸν κατέχοντα δίκελλαν,
    καὶ οἷον ἐπικεκυφότα καὶ σκάπτοντα καὶ γύροθεν αὐτοῦ
    τὰ ὀνόματα ταῦτα
    καὶ ὄπισθεν αὐτοῦ τὸ ὄνομα τοῦτο ΑΡΑΜ καὶ κατακλείσας
    ἐν χρυσῷ κανθάρῳ φόρει ἐν τῷ μικρῷ σου δακτύλῳ τῷ
    δεξιῷ. Καὶ ἔσει ἀνίκητος καὶ ἀκίνητος ἔνθα εἰσὶν
    χρήματα.
     Λίθος σαυρίτης ἐκ σαύρας ζώσης λαμβάνεται·
    εὐειδέστατος δέ ἐστι και δίχροος βοστρύχων Ἀφροδίτην
    παρ[όμοιοσ]· πρὸς ἀγωγὰς δὲ χρήσιμός ἐστιν· ἄξεις
    γὰρ ἣν βούλει ἐπευξάμενος αὐτῷ τὴν ἀρρ...ισιν.
    Λίθος φρυνίτης. Ἐκ βατράχου φρυνίτης λαμβά-
    νεται· ὅμοιος δέ ἐστι κατὰ πάντα χελώνῃ· οὗτος χρήσιμός
    ἐστιν εἰς ἀγωγὴν γυναικῶν, ἐπειπόντος σου ταύτην τὴν
    εὐχήν· περιπατήσει γὰρ πάντα τὸν χρόνον ἡ γυνή.
     Λίθος ὑαινίτης ποιεῖ μεγάλα πράγματα· παρέχει
    δὲ καὶ ὀξυδορκίαν. Οὗτος εὑρίσκεται εἰς τὴν καρδίαν τοῦ
    ζῴου καὶ τελούμενος ποιεῖ πολλὰς ἐνεργείας καὶ τὰ ἐν
    σκοτείᾳ φαίνεσθαι.

  • Περι ωροσκοπουντων ζωδιων

    Δύο τροπικὰ ζῴδιά εἰσιν Αἰγόκερως καὶ Καρκίνος. -
    Τῶν τροπικῶν ζῳδίων ὡροσκοπούντων μὴ ἅψῃ ὁδοῦ· χαλεπὴ γὰρ
    καὶ βραδεῖα καὶ οὐ μετὰ καλοῦ· ἐν τροπικοῖς μὴ ἀναχώρησον
    ἀπὸ ἀνδρός, ὦ γύναι· οἱ φίλοι ἔχθραν ποιήσουσιν καὶ πάλιν φίλοι
    γίνονται τὴν ἔχθραν ἀποβάλοντες, ἡ δὲ τροφὸς ἐν τροπικοῖς
     γάλα δώσει ἀρχήν· οὐ μόνον θρέψει τὸ παιδίον, ἀλλὰ καὶ ἄλλον·
    ἐν τροπικοῖς σπείρειν χρὴ σπέρματα, φυτὰ δὲ φυτεύειν ἐν στερεοῖς,
    ἐπειδὴ τὰ μὲν σπέρματα θερίσαι ἀνάγκη, τὰ δὲ φυτευόμενα θέ-
    λομεν· μηδὲ οἴκου θεμέλιον ἐν τροπικοῖς βαλεῖν, μηδὲ γῆν πωλῆ-
    σαι, ἐπεὶ τὰ κτίσματα οὐ μένει ἢ ἄλλως οὐ πληρώσῃ τὸ ἔργον,
    ἐν τροπικοῖς ἀῤῥαβῶνας δοῦναι καλόν· ναῦται δὲ καὶ ἔμποροι καὶ
    ὅσοι περὶ ζῷα πραγματεύονται, ἐν τροπικοῖς οἱ ἀγοράζοντες ταχὺ
    πιπράσκουσιν ἀλλὰ δι' ἑβδομάδα λύεται τὸ πάθος, ἐὰν δὲ τῇ ὀγδόῃ
    τῆς κατακλίσεως μετέλθῃ ἀπὸ τῶν τροπικῶν εἰς τὰ στερεὰ θάνατον
    ἐπάγει· ἐν τροπικοῖς οὐ δεῖ ἐξελθεῖν ἢ& ἐπιστρατεύεσθαι· ἐκκόπ-
    τεται γὰρ ἡ ὁρμή· ἐν τροπικοῖς εἰ& φύγῃ τις, εἰσελεύσεται, ἕως
    μένει εἰς αὐτὸ τὸ ζῴδιον ἡ Σελήνη, ταχεῖα ἡ εὕρεσις, εἰ δὲ παρέλθῃ
    τῶν τροπικῶν, μετ' ἄλλον εὑρίσκεται· ἐάν τις ἐν τροπικοῖς
    κατηγορήσῃ τινὸς εἰς δίκην, ταχὺ λύεται τὸ ἔγκλημα, εἰ δὲ ἐν τρο-
    πικοῖς δικάζειν τότε ἄρξεται, οὐ μένει ὁ αὐτὸς δικασθείς, ἀλλ' ἐπ'
    ἀλλήλους μετέρχονται ἢ εἰς ἄλλους οἱ δικαζόμενοι· ἐν τροπικοῖς
    ἀποδημίας ἄρχεσθαι δεῖ, ταχὺ γὰρ ἀναστρέφῃ· ἐν τροπικοῖς
    γὰρ φιλίαν μηνύειν· ἐν τροπικοῖς ἐάν τις ὑποσχέσῃ, οὐ πληροῦται
    ἢ ὁ δοὺς τὴν ὑπόσχεσιν λαμβάνει αὐτήν· ἐν τροπικοῖς οἱ λεγόμενοι
    λόγοι καὶ οἱ φαινόμενοι ὄνειροι ψευδεῖς· ἐν τροπικοῖς οὐδὲ ῥή-
    τωρ ἀγῶνος ἅπτεσθαι ὀφείλει, οὐδὲ ναῦται πλεῖν, οὐδὲ φυγάδες
    γίνεσθαι, ὅτι ἀτέλεστά εἰσιν· εἰ δὲ ἐν τροπικοῖς ἀπὸ καταδίκης ἐξο-
    ρίζεται τισ& τῆς πατρίδος, πάλιν ἔρχεται· βέβαιον δὲ πρᾶγμα
    ἐν τροπικοῖς μὴ κατάρχου.

    Δίσωμα δὲ δ· Δίδυμοι, Παρθένος, Τοξότης, Ἰχθῦς. Τῶν δισώ-
    μων ζῴδίων ὡροσκοπούντων μήποτε ἀγοράζειν· δόλον γὰρ ἔχει ἡ
    πρᾶσις ἢ νόσος ἢ& ἑτέρα πρόσκειται, αἱ δὲ γενόμεναι ὁμιλίαι ἄλλα
    τινὰ κεκρυμμένα ἔχουσιν· ἄλλον γὰρ ἔχουσι καὶ ἄλλον βούλονται·
    ἐν δισώμοις οἱ γενόμενοι γάμοι εἰς μοιχείαν τρέπονται καὶ πολλαὶ
     μάχαι καὶ ὀδύναι γίνονται εἰς τοὺς τοιούτους γάμους, καὶ τὰς φιλίας
    τῶν γυναικῶν κωλύουσι τὰ δίσωμα· εἰ δέ τις ἐν δισώμοις
    εἰς ἔγκλημα πέσῃ, ταχὺ ἐκφεύξεται, ὁμοίως δὲ κἂν δεθῇ τις ἐν
    δισώμοις, ταχὺ τοὺς δεσμοὺς ἐκφεύξεται, εἰ δέ τις λυθῇ ἀπὸ δες-
    μῶν ἐν δισώμοις, πάλιν δεθήσεται· εἰ δέ τις φύγῃ ἐν δισώμοις καὶ&
    κρατηθῇ, πάλιν φυγὰς γίνεται· ἐν δισώμοις μισθὸν ἐὰν ὑποσχεθῇ
    τις, οὐ δώσει ὅσον εἶπεν· ἐν δισώμοις αἱ χάριτες καὶ δωρεαὶ καλαί
    εἰσιν· καὶ φυτεύειν χρὴ ἐν δισώμοις καὶ ὑποτιθέναι ᾠὰ ὄρνεσιν,
    ἐὰν δὲ παράκλισις γίνηται ἐν δισώμοις, πάλιν πυρετὸν φέρει καὶ
    ὑποστρέφει νόσημα· ἐὰν ἐν δισώμοις καλόν τι καὶ ἀγαθόν συμβῇ,
    διπλασιάζεται· καλὸν δὲ καὶ ὁδοῦ κατάρχεσθαι ἐν δισώμοις· προ-
    κόπτουσι γάρ, οἳ μισθὸν τριπλάσιον λαμβάνουσι, εἰ δέ τις ἐν δι-
    σώμοις ἀποθάνῃ, ἄλλος εἷς ἐκ τοῦ οἴκου ἐκείνου ἀποθανεῖν μέλλει,
    ἐὰν νοσήσῃ τις ἐν δισώμοις, νοσήσουσι καὶ ἄλλοι ἐν τῷ& αὐτῷ
    οἴκῳ· νίκη ἐν δισώμοις καλή, ἧττα δὲ κακὴ διπλασιάζεται· παι-
    δευταῖς καὶ ἰατροῖς μανθάνειν καλὸν εἰσ& τὰ δίσωμα.

    Στερεὰ δὲ δ· Ταῦρος, Λέων, Σκορπίος Ὑδροχόος. -
    Τῶν στερεῶν ζῳδίων ὡροσκοπούντων αἱ κτήσεις καὶ ἀγο-
    ρασίαι βέβαιαι· ἐν στερέῳ δεῖ γυναῖκα λαμβάνειν καὶ
    πράγματα αὐτῆς· ἐν στερεοῖς τέχνας καὶ ἔργον ἀποθέσθαι δεῖ.
    πληροῦνται γὰρ αἱ βουλαί· ἐν στερεοῖς χωρισμὸς γυναικῶν
    τις· φυγάδες οὐκ ὑποστρέφουσιν, οὐδὲ ὁ κλέπτης εὐκαίρως εὑ-
    ρίσκεται, ἀποδημεῖν δὲ βέβαιόν ἐστιν· ἐν στερεοῖς ἐχθρὸς γενό-
    μενος οὐ ταχὺ φιλιοῦται· ἐν στερεοῖς κρίσις βεβαία ἐστὶν καὶ
    οἱ δίκαιοι οὐκ ἀθετοῦνται· νόσος ἐν στερεοῖς κακή· ἢ γὰρ θάνα-
    τον φέρει ἢ μῆκος νόσου, ἐὰν μὴ εἴσω ἑβδομάδος παύσηται· δε-
    σμοὶ ἐν στερεῷ κακοί, ὁ γὰρ ὀργισθεὶς οὐ μεταβάλλεται· ἐάν τις
    αἰτήσῃ χρήματα παρασχεῖν ἐν στερεοῖς, οὐ δίδωσιν· ἀγαθῶν
    λόγων καὶ μουσικῆς ἐν στερεοῖς ἄρξασθαι· ἐν στερεοῖς καλὸν
    συμβόλαια γράφειν· γράμματα γὰρ καλά· ἐν στερεοῖς εἰ τις
    στρατεύεται, πάντα μένει ἐν τῇ αὐτοῦ στρατείᾳ καὶ οὐ μετα-
    στρατεύεται· πανηγύρεων καὶ χορῶν ἄρξασθαι ἐν στερεοῖς καὶ
    πάντων τῶν καλῶν ὥσπερ ἐν τροπικοῖς πάντων τῶν κακῶν· ἐν μὲν
    τοῖς στερεοῖς ἀσάλευτα μένει τὰ γενόμενα, μεταβάλλει δὲ ἐν τρο-
    πικοῖς, πολύμορφα γάρ ἐστιν ἐν δισώμοις· ὡσαύτως δὲ καὶ τὴν
    Σελήνην ἔχοντα· τὰ προειρημένα ζῴδια ταῦτα δηλοῖ ἅπερ ὡρο-
    σκοποῦντα.

  • Πυθαγόρας Τηλαύγη χαίρειν

    Πολλὰ παθὼν καὶ πολλὰ πειράσας ἐπέσταλκά σοι τόδε βιβλίον ἔχον ἐν ἑαυτῷ πλινθίδα πάνυ χαριεστάτην· ἐντυχὼν γὰρ εἰς αὐτὴν διὰ τῶν ὑποκειμένων γραμμάτων εἴσεται τά τε ἐνεστῶτα καὶ τὰ προγεγονότα καὶ τὰ αὖθις ἐσόμενα. ὑπέταξα οὖν πλινθίδα ἐννεάδος δοκιμαζομένην τρόπῳ τοιῷδε· λάβε δύο ὀνόματα ἐκ γενετῆς, μὴ ὄντα ἐπίθετα, ἤτοι ἀντιδίκων ἢ μονομάχων ἢ οἱωνδήποτε καθόλου δικαζομένων πρὸς ἀλλήλους εἴτε ὑπὲρ πόλεως ἢ ὑπὲρ πραγμάτων ἢ στεφάνου ἢ ἑτέρου πράγματος. ψήφισον δέ κατὰ τὸν ἀριθμὸν τῶν στοιχείων οὕτως·
    Τὸ μὲν α ἀπὸ ιρ αα Τὸ δὲ β ἀπὸ κσ ββ
    Τὸ γ ἀπὸ λτ γγ Τὸ δ ἀπὸ μυ δδ
    Τὸ ε ἀπὸ νφ εε Τὸ ἀπὸ ξχ
    Τὸ ζ ἀπὸ οψ ζζ Τὸ η ἀπὸ πω ηη
    Καὶ οὕτως πάντων τῶν στοιχείων τὴν γνῶσιν λάμβανε. καὶ μετὰ τὸ ψηφίσαι τὸν τῶν ἑκατέρων συναγόμενον ἀριθμὸν ὕφειλον ἐννεάδας, ὅσας ἐνδέχεται ὑφαιρεθῆναι παρ' ἰδίᾳ ἑκάστου, ἕως ἂν καταλειφθῇ ἀριθμὸς ἑκάτερος, ἤτοι ἔλαττον τῆς ἐννεάδος ἢ ἴσον μεῖζον γὰρ οὐκ ἐνδέχεται$, καὶ τὰ λοιπὰ σημειωσάμενος ἑκατέρους τοὺς ἀριθμοὺς σκόπει ἐν τῇ ὑποκειμένῃ πλινθίδι, καὶ γνώσῃ τὸν μέλλοντα νικᾶν ἢ ἡττᾶσθαι. Ὑποδείξεως χάριν· Ἕκτωρ, εβγηα γίνονται ιθ. καὶ πάλιν τὸ ἕτερον· Πάτροκλε, ηαγ ζβγε· γίνονται λ.
    Ἆρον τῶν μὲν ιθ δύο ἐννεάδας, καὶ μένει α, τῶν δὲ λ τρεῖς ἐννεάδας, καὶ μένουσι γ. ἐλθὲ οὖν ἐπὶ τὴν πλινθίδα, καὶ εὑρήσεις τὴν μίαν νικῶσαν τὰς γ. ἐὰν δὲ οἱ δικαζόμενοι ἰσόψηφοι γίνωνται καὶ καταλειφθῇ αα, ὁ ἐγκαλῶν νικᾷ, ἐπὶ δὲ τῶν ἀρτίων ὁ ἐγκαλούμενος.
    αα ὁ ἐγκαλῶν νικᾷ καὶ ὁ νεώτερος.
    αβ αἱ β νικῶσιν.
    αγ ἡ α νικᾷ.
    αδ αἱ δ νικῶσιν.
    αε ἡ α νικᾷ.
    α αἱ νικῶσιν.
    αζ ἡ α νικᾷ
    αη αἱ η νικῶσιν
    αθ ἡ α νικᾷ.
    ββ ὁ ἐγκαλῶν νικᾷ καὶ ὁ πράττων.
    βγ αἱ γ νικῶσιν.
    βδ αἱ β νικῶσιν.
    βε αἱ ε νικῶσιν.
    β αἱ β νικῶσιν.
    βζ αἱ ζ νικῶσιν.
    βη αἱ β νικῶσιν.
    βθ αἱ θ νικῶσιν.
    γγ ὁ ἐγκαλῶν νικᾷ καὶ ὁ νεώτερος.
    γδ αἱ δ νικῶσιν.
    γε αἱ γ νικῶσιν.
    γ αἱ νικῶσιν.
    γζ αἱ γ νικῶσιν.
    γη αἱ η νικῶσιν.
    γθ αἱ γ νικῶσιν.
    δδ ὁ ἐγκαλούμενος νικᾷ καὶ ὁ πράττων.
    δε αἱ ε νικῶσιν.
    δ αἱ νικῶσιν.
    δζ αἱ ζ νικῶσιν.
    δη αἱ δ νικῶσιν.
    δθ αἱ θ νικῶσιν.
    εε ὁ ἐγκαλῶν νικᾷ καὶ ὁ νεώτερος.
    ε αἱ νικῶσιν.
     εζ αἱ ε νικῶσιν.
    εη αἱ η νικῶσιν.
    εθ αἱ ε νικῶσιν.
    ὁ ἐγκαλούμενος νικᾷ καὶ ὁ νεώτερος.
    ζ αἱ ζ νικῶσιν.
    η αἱ νικῶσιν.
    θ αἱ θ νικῶσιν.
    ζζ ὁ ἐγκαλῶν νικᾷ καὶ ὁ νεώτερος.
    ζη αἱ η νικῶσιν.
    ζθ αἱ ζ νικῶσιν.
    ηη ὁ ἐγκαλούμενος νικᾷ καὶ ὁ πράττων.
    ηθ αἱ θ νικῶσιν.
    θθ ὁ ἐγκαλῶν νικᾷ καὶ ὁ νεώτερος.

    Ψήφισον τὰ ὀνόματα τῶν ἀνδρογύνων, καὶ εἰ μὲν ὦσι ζυγά, ἡ γυνὴ τελευτᾷ, εἰ δὲ μονά, ὁ ἀνήρ.

    Περὶ ἀνδρογύνων, ἵνα γνῶς τὸν προτελευτῶντα αὐτῶν.
    Ψήφισον τὸ ὄνομα τοῦ ἀνδρὸς καὶ ἴδε τὴν ποσότητα τοῦ ἀριθμοῦ, καὶ ὅσον ἀναβῇ, ὕφειλον αὐτὰ διὰ τῶν θ, καὶ τὰ μένοντα ἐπάνω τῆς ἐννεάδος κράτει. τὸ αὐτὸ καὶ ἐπὶ τοῦ ὀνόματος τῆς γυναικός· καὶ σμῖξον τὰ περισσότερα τῆς ἐννεάδος ἀμφότερων τῶν ὀνομάτων καὶ εἰ μέν εἰσι διπλᾶ, ἄνδρα προτελευτᾶν ἴσθι, εἰ δὲ ἁπλᾶ, τὴν γυναῖκα.

    Περὶ τοῦ μέλλοντος νικᾶν ἢ ἡττᾶσθαι.
    Ἀρίθμησον τὰ ὀνόματα τῶν δύο μαχομένων· καὶ ἐὰν εὐρήσῃς τὸ ὄνομά σου νικῶν, νικήσεις τὴν μάχην· εἰ δὲ τοῦ μαχομένου σε,
    ἡττᾶσαι.
     
    Περὶ παραμονῆς.
    Ψήφισον τὸ ὄνομά σου καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἄρχοντος, οὗ μέλλεις παραμεῖναι, καὶ ἐὰν εὑρήσῃς τὸ ὄνομά σου νικῶν, συμφέρει σοι παραμένειν, εἰ δὲ ἄρχοντος, οὐ συμφέρει σοι· μὴ παραμείνῃς.

    Περὶ πράξεώς τινος.
    Ὡσαύτως τὸ ὄνομά σου καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἄρχοντος ψήφισον, καὶ ἐὰν νικήσῃ τὸ ὄνομά σου, συμφέρει, εἰ δὲ τοῦ ἄρχοντος, μόνον ζημιοῦσαι.
     
    Περὶ ὁδευόντων, ὁδοιπορούντων καὶ συμπορευομένων.
    Ψήφισον τὸ ὄνομά σου καὶ τοῦ συνοδεύοντός σοι, καὶ ἐὰν νικήσῃ τὸ ὄνομά σου, συμφέρει· εἰ δὲ μή, μὴ ὁδεύῃς μετ' αὐτοῦ.
    Περὶ κοινωνίας. Τὸ ὄνομά σου καὶ τοῦ κοινωνοῦντός σοι ψήφισον, καὶ ἐὰν νικήσῃ τὸ ὄνομά σου, συμφέρει· εἰ δὲ τοῦ κοινωνοῦντός σοι, οὐ συμφέρει.
    Περὶ ἀποδημίας ἐκ πόλεως εἰς ἑτέραν πόλιν. Ἀρίθμησον τὸ ὄνομά σου καὶ τῆς πόλεως, καὶ ἐὰν τὸ ὄνομά σου νικήσῃ, συμφέρει· εἰ δὲ τῆς πόλεως, οὐ συμφέρει.
    Περὶ γαμούντων. Ἀρίθμησον τὸ ὄνομα τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικός, καὶ εἰ εἶεν ἀμφότερα ιβ ἢ ιδ, γίνεται τὸ συνάλλαγμα καὶ τέξεται πρωτοτόκον κόρην καὶ ἡ γυνὴ προτελευτᾷ·
    ἐὰν δὲ ἄνισα ἔλθωσι, βιαίως γίνεται τὸ συνάλλαγμα, καὶ τέξεται πρωτοτόκον υἱὸν καὶ ὁ ἀνὴρ προτελευτᾷ. οἷον Νικηφόρος, Μαρία· ἄρτια ιδ. ἡ γυνὴ προτελευτᾷ. πάλιν Θεόδωρος καὶ Εἰρήνη· ιγ, ὁ ἀνὴρ προτελευτᾷ.]
    Περὶ ἀπωλείας. Ψήφισον τὸ ὄνομα τοῦ ἀπολέσαντος καὶ τοῦ ἀπολουμένου, καὶ ἐὰν νικᾷ ὁ ἀπολέσας, τὸ ἀπολεσθὲν εὑρεθήσεται· εἰ δὲ τοῦ ἀπολεσθέντος ὄνομα νικήσῃ, οὐχ εὑρεθήσεται.
    Περὶ φυγάδος. Τὸ ὄνομα τοῦ φυγόντος ψήφισον καὶ τοῦ κυρίου αὐτοῦ, καὶ ἐὰν τὸ ὄνομα τοῦ κυρίου νικήσῃ, εὑρεθήσεται ὁ φυγών· εἰ δὲ τὸ τοῦ φυγάδος νικᾷ, οὐχ εὑρεθήσεται.
    Περὶ ἐλευθερώσεως. Τὸ ὄνομα τοῦ δούλου καὶ τοῦ δεσπότου ψήφισον, καὶ ἐὰν τοῦ δούλου νικᾷ, ἐλευθεροῦται, εἰ δὲ τοῦ δεσπότου, οὐκ ἐλευθεροῦται.
    Περὶ πράσεως δούλου. Ψήφισον τὸ ὄνομα τοῦ δούλου καὶ τοῦ δεσπότου, καὶ ἐὰν τοῦ δούλου νικήσῃ, οὐ πραθήσεται.
    Περὶ γάμου, εἰ συμφέρει. Τὸ τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικὸς ὄνομα ψηφίσας σκόπει· εἰ τὸ τοῦ ἀνδρὸς ὄνομα νικᾷ, συμφέρει, εἰ δὲ τῆς γυναικός, οὐ συμφέρει.
    Περὶ τοῦ γνῶναι τὸν κλέπτην ἐκ πολλῶν ὑπονοουμένων. Πάντων τῶν ὑπονοουμένων τὰ ὀνόματα ψήφισον, καὶ τῶν ἡττωμένων ἀνάπεμπε τοὺς νικῶντας καὶ πάλιν ζεῦξον, ἕως ὁ εἷς πάντα νικήσας, ἐκεῖνος ἐστὶν ὁ κλέπτης.
    Περὶ νοσοῦντος εἰ ζήσεται. Ψήφισον τὸ ὄνομα τοῦ ἀνθρώπου τοῦ νοσοῦντος, καὶ τὸ ὄνομα τοῦ θεοῦ τοῦ κυριεύοντος τὴν ἡμέραν ἐν ᾗ ὑπέθετο ἢ ἐν ᾗ κατεκλίθη, καὶ ἐὰν νικᾷ τὸ ὄνομα τοῦ νοσοῦντος [καὶ] τὸ ἄοτρον τῆς ἡμέρας, ζήσεται· εἰ δὲ καὶ τὸ τοῦ θεοῦ ὄνομα νικήσει, τεθνήξεται. εἰ δὲ καὶ ἰσόψηφα καταντήσωσι τὰ δύο ὀνόματα, ταχέως ὑγιανεῖ, ἐὰν δὲ ἄζυγα, βραδέως.
    Περὶ τελευτῆς ἀδελφῶν. Ἀμφοτέρων τὰ ὀνόματα ψήφισον, ἑνὸς ἑκάστου παρ' ἰδίαν, καὶ σύμβαλλε αὐτὰ ἐπὶ τὴν πλινθίδα καὶ εὑρήσεις προτελευτῶντα τὸν νικῶντα.
    Περὶ ξενιτεύοντος εἰ ἐρωτηθῇς. Ἴδε τὸ ζῴδιον τὸ ἐπιπολεῦον τῷ μηνὶ τῆς ἐρωτήσεως καὶ τὸν πλανήτην τὸν ἐπιπολεύοντα τὴν ἡμέραν, καὶ ἐάν ἐστιν ὁ θεὸς αὐτῶν ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ, ὁ ἀπόδημος ταχέως ἔρχεται, εἰ δε ἔξωθεν ἐπὶ δυσμάς, ὁ ξένος ἢ ἀσθενεῖ ἢ ἐτελεύτησεν.

  • Ρούμι

    Μαουλάνα Τζαλάλ Α-Ντιν Μωχάμεντ Ρούμι

    مولانا جلال الدين محمد رومي

     

    Το τραγούδι των στροβιλιζόμενων σφαιρών είναι ότι τραγουδούν οι άνθρωποι με το λαούτο και τη φωνή τους.
    Αφού είμαστε όλοι μέλη του Αδάμ, έχουμε ακούσει αυτές τις μελωδίες στον Παράδεισο.
    Παρόλο που η γη και το νερό έχουν ρίξει επάνω μας τα πέπλα τους, διατηρούμε αχνές αναμνήσεις αυτών των ουρανίων ύμνων. Αλλά αφού περιβαλλόμαστε από παχυλά γήινα πέπλα, πως μπορούν να φτάσουν ως εμάς οι τόνοι των στροβιλιζόμενων σφαιρών;

    Τζαλάλ Α-Ντιν Ρούμι

    Ο Τζελαλεντίν Ρουμί ήταν Πέρσης ποιητής και δάσκαλος θεολογίας και δικαίου στο Ικόνιο (Κόνια, Τουρκία) με μεγάλη επιρροή στον ιδεολογικό-θρησκευτικό χώρο του Ισλάμ και ιδιαίτερα στον μουσουλμανικό μυστικισμό. Τα σπουδαιότερα έργα του είναι το "Ντιβάν", συλλογή λυρικών ποιημάτων και το "Μεσνεβί" (δίστιχα) που περιέχει 40.000 δίστιχα σε ηθικά και ασκητικά θέματα, μέσα από μυστικισμό και αλληγορίες. Ίδρυσε το Σουφικό τάγμα των Μεβλεβί.
    Από τους συγχρόνους του, του δόθηκε το όνομα «Μεβλανά» που σημαίνει «ο δάσκαλός μας». Έτσι λοιπόν τον αποκαλούσαν και Μεβλανά Τζελαλεντίν (όπως φαίνεται και στην Τουρκική έκδοση του ονόματός του) ή και Μωχάμεντ Μπαλχί (محمد بلخى‎ ​ ). Αναφέρεται επίσης και απλά ως Ρουμί. Το τελευταίο αυτό κομμάτι του ονόματός του, Ρουμί, σημαίνει Ρωμαίος. Προέρχεται από την λέξη "Ρουμ" γνωστό όνομα της Ανατολίας, στη Μικρά Ασία..

    Γεννήθηκε το 604 έτος Εγείρας (1207/8 μ.Χ.) στο Μπαλκ (τότε μέρος του Μεγάλου Κορασάν, σημερινό Αφγανιστάν) και πέθανε στο Ικόνιο, το 1273 μΧ. Έγραψε ποιήματα στα Περσικα και τα έργα του διαβάζονται ακόμα και σήμερα, στο Ιράν και το Αφγανιστάν.

    Ο πατέρας του, Μπαχά Α-Ντιν ήταν φημισμένος λόγιος. Υπό την κηδεμονία του ο Ρούμι έλαβε την πρώτη του μόρφωση από τον Σέιντ Μπουρχάν Α-Ντιν. Όταν έγινε 18 ετών, η οικογένεια ξεφεύγοντας από τις επιδρομές των Μογγόλων, μετά από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις εγκαταστάθηκε στο Ικόνιο και στην ηλικία των 25 ετών, ο Ρούμι πήγε στη Δαμασκό για να συμπληρώσει την εκπαίδευσή του.

    Στο μυστικισμό τον εισήγαγε ένας περιπλανώμενος δερβίσης. Ο Ρούμι είναι ο συγγραφέας ενός εξάτομου διδακτικού έπους, του Μασναβί, που αποκαλείται ενίοτε και "Κοράν Α-Φάρσι", δηλαδή "Κοράνιο το Περσικό", από ορισμένους λόγιους. Έγραψε επίσης και διαλόγους το "Φιχί μα Φιχί", που γράφτηκαν για την εκπαίδευση των μαθητών του στη μεταφυσική. Το συνολικό ποιητικό έργο του άσκησε βαθιά επίδραση σε όλες τις μορφές αισθητικής έκφρασης του ισλαμικού κόσμου και κυριαρχείται από την απόλυτη αγάπη προς τον Θεό.

    Η διδασκαλία του καλούσε ανθρώπους από οποιαδήποτε πίστη, θεωρώντας ότι ο Θεός Μουσουλμάνων, Χριστιανών και Εβραίων είναι ένας.

    Όταν πέθανε, στις 17 Δεκεμβρίου του 1273, άνθρωποι από πέντε διαφορετικές πίστεις και θρησκείες ακολούθησαν τη νεκρική πομπή του. Η νύχτα της ταφής ονομάστηκε Σεμπούλ Αρούς, δηλαδή Νύχτα της Ένωσης. Από τότε οι Μεβλεβί Ντερβίς κράτησαν αυτή την ημερομηνία ως γιορτή.

  • Σούφι

    نور  الله  فوق  كل  نور

    Σε λατρεύω μόνο για χάρη Σου, μην κρύβεις από μένα το αιώνιο κάλλος Σου! Ραμπία

    Τρεις βασικές ομάδες και αρκετές υποομάδες έχουν παραμείνει σαν αγώνας της φθοράς των αιώνων για να διαιωνίζουν τις αξιοσημείωτες εκδοχές της Ισλαμικής ορθοδοξίας.ς μεγαλύτερες ομάδες είναι: Οι Σούννι (οι ορθόδοξοι Μουσουλμάνοι - αυτό το δόγμα επίσημα επικρατεί στους Έλληνες Μουσουλμάνους ), οι Σιίτες και οι Σούφι.
    Οι διαφορές δεν είναι σπουδαίες ή βασικές από εκείνες που διακρίνουν τις Χριστιανικές ή Εβραϊκές κοινωνίες.
    Ο όρος "Σούφι" (Ο Μυστικιστής) είναι παράγωγο της αραβικής λέξης "σουφ" που σημαίνει "μαλλί" και έχει χρησιμοποιηθεί στους μοναχούς και μυστικιστές οι οποίοι κάποια περίοδο στη ζωή τους, φόρεσαν τραχύ μάλλινο ρούχο κατάσαρκα. Η δραστηριότητα του Σούφι (Μυστικιστής) αναπτύχθηκε σαν μια αντίδραση εναντίον της ανιαρής πλούσιας ισλαμικής κοινωνίας.
    Η ιστορία της Σουφικής δραστηριότητας είναι σε μεγάλο βαθμό μια ιστορία ξεχωριστών Μυστικιστών, ακόμη και αν οι ίδιοι διαμοιράζονται έναν αριθμός από κοινά χαρακτηριστικά.
    Η δραστηριότητα χαρακτηρίζεται από ευσυνείδητη καθιερωμένη ιεροτελεστία από θεϊκούς κανόνες σαν δεδηλωμένους στο Κοράνι. Επιπρόσθετα, οι Σούφι αναγνωρίστηκαν με ευρεία κλίμακα ιεραποστολικής απασχόλησης σε ολόκληρο τον κόσμο, εκπαιδεύοντας τα πλήθη και εμβαθύνοντας τα πνευματικά ενδιαφέροντα των Μουσουλμάνων.
    Η επίδραση των Σούφι στη διαμόρφωση και ανάπτυξη της Ισλαμικής κοινωνικότητας, ειδικότερα στον τομέα της ισλαμικής ευλάβειας, είναι ανυπολόγιστη. Η επιδίωξη των Σούφι είναι το να αναζητήσουν την ένωση με το Θεό διαμέσου της έκστασης. Οι ίδιοι αναφέρουν δύο προϋποθέσεις: Διάβαση ("fana") από την ενσυνείδητη εμπειρία των πόθων και την επιθυμία να αναχαιτίσουν τις ενσυνείδητες σκέψεις και συνεπώς, τον ερχομό ("baqa") σε ένα ενσυνείδητο βαθμό από μια αδιάκοπη ένωση με το Θεό. Οι Σούφι τοποθετούν διακριτικά ανάμεσα στο "βαθμό" των κηρυγμένων σκοπών τους και στη "θέση" των τρόπων προς τις επιδιώξεις που αναζητούν.
    Ο διαμορφωτής προσδιορίζει τα θεϊκά δώρα τέτοια όπως ο διαλογισμός με το Θεό, ενατένηση του Θείου, ηρεμία μέσα στη Θεϊκή εμφάνιση, αγάπη, δέος, ελπίδα, και απόκτηση μεγάλης επιθυμίας για το Θεό. Στενή φιλική ατμόσφαιρα με το Θεό, βεβαιότητα από το Θεό και πλησίασμα του Θεού.
    Οι μετέπειτα παρουσιαζόμενες ιδιότητες είναι για την αφοσίωση "στην ατραπό" για να επέλθει μια κατάσταση ένωσης. Τέτοιες ιδιότητες συμπεριλαμβάνουν μεταμέλεια, απάρνηση, πενία, αποχή, καρτερία, ευδαιμονία, και εμπιστοσύνη στο Θεό. Ένας Σούφι Δάσκαλος ("Σέιχ") είναι ένας υποχρεωτικά αναπληρωτής της αναζήτησης του ατόμου για την ένωση με το Θεό. Ένας αρχάριος δεν μπορεί αρχίσει δίχως ένα Δάσκαλο για να του δείχνει το δρόμο. Ο Δάσκαλος, ο οποίος ασφαλώς σέβεται απόλυτα τους νόμους, συνεργάζεται με τον κάθε αναζητητή για να διέλθει τις θέσεις και να πετύχει ένα βαθμό γνώσεων της αμετάβλητης ένωσης με το Θεό. Έχοντας προοδεύσει σε αυτή την ύψιστη βαθμίδα, ο Δάσκαλος περιβάλλει το άτομο με τον μανδύα των Σούφι, σε αναγνώριση του επιτεύγματός του, δηλαδή ό,τι έχει γίνει ένα πλήρη έμπειρο μέλος της Σουφικής κοινωνίας.
    Αρχικά οι Σούφι ασκητικές ταξίδεψαν μακριά και εκτεταμένα μέσα στην Ισλαμική Αυτοκρατορία γνωστοποιώντας τις ιδρύσεις αδελφικών ταγμάτων που εστιαζόταν γύρω από τις διδασκαλίες του αρχηγού - θεμελιωτή.
    Οι θρησκευτικές αναταραχές πολλές φορές συνδυασμένες με τη θεμελίωση τέτοιων ταγμάτων ήταν ειδικά ισχυρές στη Μπάσρα του Ιράκ και μια απλή απεικόνιση που είναι περισσότερο από τυπική, είναι αυτή του Χασάν Αλ Μπασρί (642-728), ο οποίος εκτιμήθηκε από τους Σούφι σαν ένας από τους πρώτους οδηγούς-εκφραστές των δοξασιών τους.
    Ο πλέον γνωστός και πιθανά αρχαιότερος από όλους τους Σούφι, είναι ο Καντίρι, που ονομάστηκε αργότερα Αμπντ Αλ Κάντιρ Αλ Τζειλάνι (1077-1166), ένας γηγενής από το Ιράκ. Οι οπαδοί του είναι διασκορπισμένοι σε όλο τον Ισλαμικό κόσμο από τη δυτική Αφρική ως την Ινδία, ενώ το μνήμα του είναι στη Βαγδάτη και παραμένει ένας άγιος τόπος για προσκύνημα.
    Άλλος Σούφι με παρόμοιο πνευματικό ανάστημα ήταν η Ραμπία Αλ Ανταουίγια (θάνατος το 801), η διάσημη γυναίκα άγιος από τη Μπάρσα του Ιράκ, της οποίας τα ιδανικά της αγάπης του Θεού, διαχώρισαν την ελπίδα για τα Ουράνια και το φόβο για την κόλαση κι αναπτύχθηκαν μέσα σε ένα μυστικιστικό δόγμα από αγάπη κι ευσπλαχνία. Οι απόψεις της βρίσκονται στο εδάφιο :
    Αγαπώ Εσένα με δύο αγάπες : αγάπη για τη δική μου ευτυχία και ολοκληρωτική αγάπη για την αγάπη Σου σαν να είναι οφειλή σε Σένα.
    Όλοι οι Σούφι είναι ασκητικές και πιστεύουν στον εξαγνισμό της ψυχής. Αλλά κάποιοι από αυτούς άρχισαν να κάνουν μια διάκριση ανάμεσα στη πρόοδο της ολοκλήρωσης του εξαγνισμού και του επιτεύγματός της: έκσταση, συναισθηματικές εμπειρίες, είναι οι πλέον υπέρτατες γνώσεις για το Θεό.
    Η πλέον υψωμένη αισθαντικότητά τους προέκυψε σε εκστατικές εκστάσεις, οι οποίες τους οδήγησαν να επιβεβαιώσουν ότι οι ψυχές τους είχαν συγχωνευθεί με το Θεό.
    Με άλλες λέξεις, η ενατένηση του Θεού υπερυψώθηκε και απέκλεισε όλες τις γνώσεις των ιδίων, έτσι, γίνηκαν ενσυνείδητοι μόνο στην πραγματικότητα του Θεού. Μουσική, ψαλμωδία, χορός ή απαγγελία ποιημάτων ήταν δικαιολογημένα να επιφέρουν τέτοιες εμπειρίες ανυπέρβλητων θρησκευτικών υπερβάσεων.
    Κατά το δέκατο τρίτο αιώνα, οι βασικές ιδέες του Σουφισμού είχαν πλήρως διαπεράσει σε όλο τον κόσμο του Ισλάμ. Ο δέκατος τρίτος αιώνας είναι εξακριβωμένος σαν η χρυσή περίοδος του Σουφισμού, ακόμα παρά το γεγονός ότι οι μογγολικές επιδρομές και η κατάρρευση της δυναστείας των Αμπασίντ είχαν ρίξει την Ισλαμική πολιτική σκηνή σε πλήρη χάος.
    Η απεικόνιση αυτών των οχυρών υπεράνω όλων των άλλων Σούφι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου είναι ο Τζελάλ Α-Ντίν Α-Ρούμι (1207-73) από την Περσία, ο οποίος δημιούργησε το πλέον σπουδαιότερο τάγμα, στην Κόνια (Ικόνιο, Μικράς Ασίας) της Τουρκίας. Το επίθετο Α-Ρούμι, σημαίνει στα Ελληνικά "Ο Έλληνας". Η σπουδαιότερη εργασία του είναι η διδασκαλία του σαν ενασχόληση γύρω από την ποίηση. Οι μαθητές του Τζελάλ Α-Ντίν Α-Ρούμι δημιούργησαν την Μεουλέουι (ή Μεβλέβι) αδελφότητα, μια οργάνωση από "περιστρεφόμενους δερβίσηδες" οι οποίοι επεδίωκαν έκσταση δια μέσου ήρεμης περιστροφής (ένας αναπτυσσόμενος με λεπτομέρεια τελετουργικός χορός που είναι γνωστός με το όνομα "Ο χορός των Ουρανίων Σφαιρών") συνοδευόμενος από μουσική, είχε σαν επιδίωξη να αναπαραστήσει την ακολουθία των ουράνιων σφαιρών. 

  • στη Βίβλο του Ισλάμ

    اعوذ بالله من الشيطان الرجيم بسم الله الرحمن الرحيم

    “Δεν υπάρχει φίλος τόσος μεγάλος σαν Εκείνον” - Προφήτης Μωχάμεντ

    Δεν θα ασχοληθώ στη σελίδα αυτή, με τις ποικίλες και βαρυσήμαντες εφαρμογές που έχει ο Χρυσούς Αριθμός Φ, ούτε ο λόγος π. Ο σκοπός μου είναι αποκλειστικά να δείξω πόσο έχουν επηρεάσει ή καθορίσει τις φαινομενικά σχηματικές γλωσσικές παραστάσεις ενός Άγιου Κειμένου, μιας Βίβλου. Πολλοί θα προβληματιστείτε με τις λεπτομέρειες που ακολουθούν, άλλοι θα χαμογελάσετε, άλλοι θα προσπεράσετε.
    Κανένα πρόβλημα. Απευθύνομαι στους ΣΟΒΑΡΟΥΣ ερευνητές των γραφών. Αυτοί σίγουρα δεν θα χαμογελάσουν, ούτε θα προσπεράσουν. Γιατί ξέρουν ότι η ΙΣΤΟΡΙΑ άρχισε και θα τελειώσει στην Ελλάδα.


    Το έτος 569 μΧ γεννήθηκε στη Μέκκα στην ένδοξη φυλή των Κουρεϊσιτών ένας άνδρας, κάτω από περίεργες, μεταφυσικές θα λέγαμε σήμερα, συνθήκες. Απόγονος του Ισμαήλ και γιος του Αμπτάλλα και της Αμίνα.
    Αυτός ο άντρας γονάτισε μέσα σε μια σπηλιά σκαμμένη στο βράχο, στις γεμάτες πέτρες πλαγιές του βουνού Ίρα, στην Αραβία και προσευχήθηκε στον Παντοδύναμο με καθαρή κι αμόλυντη πίστη. Η προσευχή του με το πέρασμα του χρόνου, έγινε συνειδητή επικοινωνία με το Θεό. Τα πέπλα που σκέπαζαν το νου έφευγαν το ένα μετά το άλλο. Μέχρι που ήρθε η φώτιση μέσα στη σκοτεινή σπηλιά. Μια φωνή έφτασε ως την καρδιά του και του είπε: “Εσύ είσαι Εκείνος. Εσύ είσαι ο Αγγελιοφόρος του Θεού”. Το όνομά του, Μωχάμεντ.
    Αυτός έμελλε να φέρει την ανατολή μιας νέας θρησκείας, της θρησκείας του Ισλάμ. Δεν είναι προφήτης γιατί δεν προφήτεψε κάτι, όπως οι πριν από αυτόν. Άλλωστε είχε πει: “Εγώ, δεν έχω να σας επιδείξω θαύματα, όπως οι άλλοι προφήτες. Σας φέρνω το Λόγο του Θεού”. Με τις καθοδηγήσεις του Αγγέλου Γαβριήλ, ολοκλήρωσε σε προφορικό λόγο όλα τα κεφάλαια της Βίβλου, δηλαδή του Κορανίου. Δεν θα σταθώ στην ιστορία του Ισλάμ, ούτε στις μετακινήσεις του Ρασούλ από τη Μέκκα στη Μεδίνα, την αρχαία πόλη Λαθρίππα όπου υπήρχε ενεργό ιερό της Θεάς Αθηνάς. Θα προχωρήσω στο ίδιο το Κοράνι.
    Η λέξη Κοράνι, πιο σωστά στα Αραβικά Κουράν - قرآن, προέρχεται από το ρήμα κάρα’α που σημαίνει, “απαγγέλλω” κι αποτελείται από 114 κεφάλαια (سورة). Ο αριθμός 114 είναι διαιρετέος με το 19, ήτοι 19*6=114. Το 114 προκύπτει από τη διαίρεση του κύκλου με το π, ήτοι 360/π, όπου π=3,14159 και το 19 εκτός του ότι είναι ο Μετωνικός Αριθμός, προκύπτει επίσης σαν δεκαπλάσιο του π/Φ, όπου Φ=1,618034.

    <Οι σούρα που είναι πολλαπλάσια του 19, στην Άγια Βίβλο του Ισλάμ.

    Η 19η Σούρα έχει την ονομασία "Μάριαμ" (مريم ) κι είναι αφιερωμένο στην Αειπάρθενο Μαρία, μητέρα του Ιησού (Ίσα, عيسى στα Αραβικά).
    Σημειώστε, ότι μέσα στο Τζαμί δεν θα δείτε καμία αγιογραφία γιατί η θρησκεία δεν δέχεται τους αγίους. Δεν θα δείτε ζωγραφισμένη καμία μορφή από κανέναν προφήτη. Όμως, υπάρχει στην ανατολική πλευρά του τεμένους ένα κούφωμα στον τοίχο, μια θυρίδα, τόση όση μπορεί να καθίσει εκεί ένας άνθρωπος. Αυτή η θέση είναι φόρος Τιμής σε αυτή τη γυναίκα, τη Μαρία, τη μητέρα του Ιησού. Συμβολίζει το μικρό μέρος όπου γέννησε τον Υιό της, τον Ιησού, το Ρούχ Αλλάχ (την Πνοή του Θεού).
    Η Σούρα απαρτίζεται από 98 εδάφια. Το πρώτο εδάφιο της Σούρα απαρτίζεται από πέντε γράμματα “Κάφ, χε, για, αίν, σάντ” كهيعص

    Μάριαμ
    Το όνομα “Μάριαμ” και το όνομα “Ίσα”, έχουν το καθένα 290 και 150 αριθμητική αξία. 290+150=440. Ο αριθμός 290 είναι 10*Φ7.
    Η Σούρα έχει συνολικά 98 εδάφια. Το 440 είναι 114+131+195, όπου ο αριθμός 195 είναι η αριθμητική αξία του πρώτου εδαφίου, το οποίο αποτελείται από πέντε γραμμάτα, τα οποία αναλυτικά γράφονται:
    ك هـ ي ع ص

    καφ (20), χε (5), για (10), αίν (70) και σαντ (90).
    Το 114 παράγεται από τη διαίρεση του κύκλου με το π, ήτοι, 360/3,14159. Το 131 το οποίο υποδηλώνει στο Άγιο Επίθετο Σαλάμ του Θεού - με την ίδια αριθμητική αξία - είναι το ένα δεύτερο του τετραγώνου του Φ. Ο αριθμός 195 είναι 13*15, όπου το 13 δηλώνει τα Δεκατρία Σύμπαντα και τα 13 κέντρα ενέργειας στο ανθρώπινο σώμα και το 15 την Πρώτη Ύλη (του Κρόνου).

    Η 38η Σούραέχει την ονομασία Σάντ (ص, από το αντίστοιχο γράμμα Σάντ του Αραβικού αλφαβήτου. Έχει 88 εδάφια.
    Το πρώτο εδάφιο είναι στα αραβικά, ص و القرآن ذي الذكر  - “Σαντ, ουά αλκουράν αν δι αλδίκιρ”, με νόημα: Σάντ. (ορκίζομαι) στο Κοράν που είναι γεμάτο από προειδοποιήσεις. Αυτό είναι η Αλήθεια.

    Σαντ
    Η αριθμητική αξία του γράμματος σαντ είναι 90. Ο αριθμός 90 είναι 10*(π+Φ)/2*π2/Φ2.
    Η σούρα έχει 88 εδάφια. Το σύνολο των εδαφίων των δύο σούρα, της 19ης και της 38ης είναι 186, το οποίο διαιρούμενο με το 6 δίνει 31. Ο αριθμός αυτός είναι η αξία του άρθρου (ο και η) “αλ” στα αραβικά ή “ελ” στα εβραϊκά και σύνθετο ονομάτων στα αρχαία ελληνικά, δηλώνοντας “ο Θεός σε ενέργεια”, σύμφωνα με την εσωτερική απόκρυφη ουσία των γραμμάτων που το απαρτίζουν, το Α και Λ.
    Το πρώτο εδάφιο γράφεται αναλυτικά,
    ص و ا ل ق ر ا ن ذ ي ا ل ذ ك ر
    έχει αριθμητική αξία 2190, το οποίο είναι 6*365, ένας πλήρης κύκλος έξι ετών. Η λέξη “αλκουράν” έχει αριθμητική αξία 382, μια από τις δύο σταθερές τις Χρυσής Τομής.

    Η 57η Σούρα έχει την ονομασία Αλ Χαντίντ (الحديد), που σημαίνει “Ο σίδηρος”.
    Έχει 29 εδάφια. Το πρώτο εδάφιο στα αραβικά είναι, سبح لله ما في السماوات و الأرض و هو العزيز الحكيم - “Σουμπάχα λιλλάχι μαφί ασαμαουάτι ουά αλάρντι ουά χούα αλαζίζ αλχακίμ”, του οποίου το νόημα είναι “Ας υμνήσουν τη Δόξα του Θεού ότι βρίσκεται στους ουρανούς και στη γη. Γιατί είναι ο Παντοδύναμος, ο Πάνσοφος”.

    Αλ χαντίντ
    Η αριθμητική αξία της λέξης “αλ χαντίντ” είναι 31+26=57, 19*3. Ο αριθμός 57 είναι π3+360/2π.
    Τα εδάφια της σούρα είναι 29. Αν προσθέσουμε το 29 στα εδάφια της 19ης και της 38ης σούρα, το σύνολο είναι 215, ήτοι 111*π/Φ. Το 111 είναι το παράγωγο της διαίρεσης του κύκλου με 2Φ.
    Αναλυτικά το πρώτο εδάφιο γράφεται,
    س ب ح ل ل هـ م اف ي ا ل س م ا وات وال ارض وهـ و ا ل ع زي ز ا ل ح ك ي م
    κι έχει συνολική αριθμητική αξία 2093, που είναι 13*100*π, και το 13 δηλώνει τα 13 Σύμπαντα της Δημιουργίας.

    Η 76η Σούρα έχει την ονομασία Αντ-Ντάχρ (الدهر) που σημαίνει “Ο Χρόνος” ή την ονομασία Αλ Ινσάν (الانسان) που σημαίνει “Ο Άνθρωπος”. Αυτή η διπλή κατά κάποιο τρόπο ονομασία, οφείλεται στη λέξη Ινσάν που εμπεριέχεται στο πρώτο εδάφιο.
     Η Σούρα έχει 31 εδάφια και το πρώτο εδάφιο στα αραβικά είναι,

    هل اتى على الانسان حين من الدهر لم يكن شيئا مذكورا

     “Χάλ άτα άλα αλινσάνι χίνουν μίνα αντάχρι λαμ γιάκουν σάιαν μαδκουράν”, που σημαίνει “Μήπως υπήρξε -για τον Άνθρωπο- μια μεγάλη περίοδος Χρόνου, που τίποτε δεν ήταν γνωστό (δεν είχε αναφερθεί);

    Αν-ντράχρ
    Η 76η σούρα έχει δύο ονόματα. Το κανονικό όνομα της σούρα είναι “αν-ντάχρ” αλλά ονομάζεται και “αλινσάν” από την ομώνυμη λέξη που βρίσκεται στο πρώτο εδάφιο της σούρα. Η αριθμητική αξία της λέξης “αν-ντάχρ” είναι 31+209=240 και της λέξης “αλινσάν” είναι 31+162=193. Ο αριθμός 240 είναι π3*19*Φ5 και ο αριθμός 193 είναι π3+Φ.
    Τα εδάφια της σούρα είναι 31. Προσθέτοντας το σύνολο των εδαφίων, στο προηγούμενο ολικό σύνολο εδαφίων της 19ης, 38ης και 57ης σούρα, προκύπτει ο αριθμός 246, η αριθμητική αξία του ονόματος Γαβριήλ, στα αραβικά.
    Αναλυτικά το εδάφιο γράφεται γράμμα - γράμμα,
    هـ ل ات ى ع ل ى ال ا نس ان ح ي ن م ن ا ل دهـ ر ل م ي ك ن ش ي ئ ا م ذ ك ورا  
    κι έχει συνολική αριθμητική αξία, 2575, που είναι 5000*Φ/π.

    Η 95η Σούρα έχει την ονομασία Ατ- Τίν (التين) που σημαίνει “Το σύκο”. Η Σούρα έχει 8 εδάφια. Το πρώτο εδάφιο στα αραβικά είναι, و التين و الزيتوت - “Ουά ατίν ουά αζαϊτούν” με νόημα, “Με το σύκο και την ελιά”.

    Ατ-τίν
    Η αριθμητική αξία της λέξης “ατ-τίν” είναι 31+460=491. Ο αριθμός 491 παράγεται από την πρόσθεση του κύβου του π, με το πηλίκο της διαίρεσης του 360 με το Φ και το εκατονταπλάσιο του μισού του π και Φ. Δηλαδή, 491=π3+360/Φ+[(π+Φ)/2*100].
    Η σούρα έχει 8 εδάφια. Αν προσθέσουμε τα εδάφια στα προηγούμενα εδάφια της 19ης, 38ης, 57ης και 76ης σούρα, προκύπτει το σύνολο 254 που είναι ο πολλαπλασιασμός της δεκάτης δύναμης του Φ με τη ρίζα του κύβου του Φ.
    Το εδάφιο αναλυτικά, γράμμα - γράμμα γράφεται,
    و ا ل ت ي ن وا ل ز ي ت ون
    και το αριθμητικό σύνολό του είναι 1007. Ο αριθμός είναι πολλαπλάσιο του 19, 1007=19*53.

    Η 114η Σούρα έχει την ονομασία Αν-νάς (الناس) που σημαίνει “Η Ανθρωπότητα”. Έχει 6 εδάφια και ξεκινά με το πρώτο εδάφιο στα αραβικά قل اعوذ برب الناس - “Κούλ. Άουδου μπιράμπι ανάσι”, που σημαίνει, “Λέγε: Επιδιώκω για καταφύγιό μου τον Κύριο της Ανθρωπότητας”.

    Αν-νάς
    Η αριθμητική αξία της λέξης “ανάς” είναι 31+111=142, όπου το 31 είναι ο κύβος του π και το 111 είναι η διαίρεση του κύκλου με 2Φ.
    Η σούρα έχει 6 εδάφια κι αν τα προσθέσουμε στο σύνολο των προηγούμενων σούρα, τότε όλα μαζί γίνονται 260, ήτοι 13*20 και περίπου 100*Φ2.
    Το πρώτο εδάφιο έχει 14 γράμματα και γράφεται αναλυτικά,
    ق ل اع وذ ب رب ا ل ن اس
    με αριθμητικό σύνολο των γραμμάτων του, 1253. Όμως ο αριθμός 1253 είναι περίπου ίσος με 246 φορές το (π+Φ).

  • στη Βίβλο του Ισλάμ

    Στη 74η Σούρα Αλ μουντάθιρ(سورة المدثر  - ο σκεπασμένος με μανδύα) στο εδάφιο 30ο αναγράφεται: (عليها تسعة عشر  ) “αλέιχα τέσα άσρα” - “σε αυτήν είναι δεκαεννέα”. Στο επόμενο εδάφιο, το 31ο λέει:

    وماجعلنا اصحاب النار الا ملائكة وماجعلنا عدتهم الا فتنة للذين كفروا ليستيقن الذين اوتوا الكتاب ويزداد الذين امنوا ايمانا ولايرتاب الذين اوتوا الكتاب والمؤمنون وليقول الذين في قلوبهم مرض والكافرون ماذا اراد الله بهذا مثلا كذلك يضل الله من يشاء  ويهدي من يشاء ومايعلم جنود ربك الا هو وماهي الا ذكرى للبشر  

    “Και δεν κάναμε παρά αγγέλους σαν φύλακες της Φωτιάς. Και δεν ορίσαμε τον αριθμός τους παρά μόνο για να δοκιμάσουμε τους άπιστους ώστε οι οπαδοί της Βίβλου να βεβαιωθούν και στους πιστούς να αυξηθεί η Πίστη και να μην αμφιβάλλουν οι οπαδοί της Βίβλου και οι πιστοί και για να πουν όσοι έχουν αρρώστια στην καρδιά του και οι άπιστοι: -“Τι ήθελε ο Θεός να εννοήσει με αυτή την παραβολή;”- Έτσι ο Θεός αφήνει στην πλάνη αυτόν που θέλει και καθοδηγεί αυτόν που θέλει. Και κανείς άλλος δεν γνωρίζει τη Δύναμη των στρατιωτών του Κυρίου σου, παρά μόνον Αυτός. Και αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια προειδοποίηση στην ανθρώπινη γενιά”.
    Η γνώση της Σοφίας του Βασιλιά Σολομώντα, δηλώνεται φανερά, εκτός των άλλων από το αριθμητικό σύνολο των γραμμάτων του ονόματός του που είναι 190, سليمن. Η 19η σούρα στο Άγιο Κοράνι από το τέλος, είναι η 96η σούρα με τον τίτλο “Ίκκρα” - سورة العلق “Διάβασε”. Τα πέντε πρώτα εδάφια που αναφέρονται στα λόγια του Αγγέλου Γαβριήλ, προς τον Ρασούλ, περιλαμβάνονται συνολικά 19 λέξεις.

    اقرا باسم ربك الذي خلق 01 خلق الانسان من علق 02 اقرا وربك الاكرم 03 الذي علم بالقلم 04 علم الانسان مالم يعلم 05

    Το ελεύθερα αποδιδόμενο νόημά του είναι::
    Προκήρυξε μεγαλόφωνα στο όνομα του Κυρίου σου, του Δημιουργού. Έπλασε τον άνθρωπο από ένα θρόμβο πηκτού αίματος. Διάβαζε: Ο Κύριός σου είναι ο πιο Γενναιόδωρος. Αυτός δίδαξε τη χρήση της πέννας και τη γραφή. Αυτός δίδαξε στον άνθρωπο ότι δεν ήξερε.

    Το πρώτο εδάφιο έχει 18 γράμματα, το δεύτερο εδάφιο έχει 14 γράμματα, το τρίτο έχει 14, το τέταρτο έχει 13 και το πέμπτο εδάφιο έχει 17 γράμματα. Συνολικά, είναι 76 γράμματα, 19*4. Όλα τα εδάφια στην ίδια σούρα είναι 19. Ολόκληρη σούρα αποτελείται από 285 λέξεις, 19*15.Στη 110η σούραμε τίτλο “Αν-νάσρ” - سورة النصر - “Η Νίκη”, τα τρία εδάφιά της περιλαμβάνονται 19 λέξεις.

    اذا جاء نصر الله والفتح 1 ورايت الناس يدخلون في دين الله افواجا 2 فسبح بحمد ربك واستغفره انه كان توابا 3

    Σε ελεύθερη απόδοση το αξιόλογο νόημά της είναι:
    Όταν θα έρθει η βοήθεια του Θεού και η Δόξα Του, θα δεις τους ανθρώπους να ασπάζονται σε μεγάλες μάζες τη θρησκεία Του, γιόρτασε προς τιμή της Δόξας Του και προσευχήσου ταπεινά σε Αυτόν για να σου δώσει τη συγχώρεση γιατί Αυτός δέχεται τη μετάνοια. Αυτός που είναι η Ευσπλαχνία κι ο Οίκτος.Στην 68η σούραμε τίτλο“Αλ Κάλαμ” -سورة القلم “Η γραφίδα”, τα 9 πρώτα εδάφια έχουν 38 λέξεις, 19*2.

    ن والقلم ومايسطرون 1 ماانت بنعمة ربك بمجنون 2 وان لك لاجرا غير ممنون 3 وانك لعلى خلق عظيم 4 فستبصر ويبصرون 5 بايكم المفتون 6 ان ربك هو اعلم بمن ضل عن سبيله وهو اعلم بالمهتدين 7 فلاتطع المكذبين 8 ودوا لو تدهن فيدهنون 9

    Το νόημα των εδαφίων είναι:
    Νουν. Μα την πέννα κι οτιδήποτε χρησιμοποιείται για γραφή ότι - μα τη Χάρη του Θεού - δεν έχεις χάσει τα λογικά σου για σένα υπάρχει βεβαιωμένα, εξασφαλισμένη αμοιβή για το σπουδαίο και ανώτερο χαρακτήρα σου. Σύντομα θα δεις, όπως άλλωστε κι όλοι θα δουν ποιοι έχουν χάσει τα λογικά τους. Ο Κύριός σου γνωρίζει πολύ καλά ποιος ανάμεσα στους ανθρώπους έχει φύγει παραπλανητικά από τον Δρόμο Του, όπως γνωρίζει πολύ καλά όσους ακολουθούν το Δρόμο της Αλήθειας. Για αυτό μην υπακούς αυτούς που αρνούνται την Αλήθεια. αυτοί όλοι κρατούν στάση υποχώρησης απέναντί σου, για να γίνεις όμοιός τους.Αυτά είναι ενδεικτικά παραδείγματα της παρουσίας του αριθμού 19, στις διάφορες σούρα.
    Η λέξη“ισμ” اسم που σημαίνει "όνομα" και αφορά το όνομα του Θεού, είναι γραμμένη μέσα στο Άγιο Κοράνι, 19 φορές.
    Η λέξη “Αλλάχ” الله που σημαίνει "Θεός", είναι γραμμένη 2698, 19*142. Στον αριθμό 142 βρίσκεται η αριθμολογική αξία της λέξης “ανάς” الناسπου σημαίνει “η ανθρωπότητα”.
    Το επίθετο του Θεού “Ραχμάν” رحمن  είναι γραμμένο 57 φορές, 19*3. Το επίθετο του Θεού “Ραχίμ” رحيم  είναι γραμμένο 114φορές, 19*6. Η πρόσθεση των δύο αριθμών, 57 και 114 δίνει 171, όση η αριθμητική αξία του ονόματος Αναϊήλ, عنيائيل  του Αγγέλου της Παρασκευής.
    Το γράμμα Κάφ  ق, στην ομώνυμη 50ησούρα, “Καφ”, είναι γραμμένο 57φορές, 19*3. Το ίδιο γράμμα, στη 42 σούρα με τίτλο “Ασ-σούρα” سورة الشورى - “Η εικόνα”, είναι γραμμένο 57 φορές, 19*3. Στη 68η σούρα με τίτλο, “Νουν” ن, το ομώνυμο γράμμα νουν ن, είναι γραμμένο 113 φορές, 19*7. Στην 5η σούρα με τίτλο “αλ μάιντα” - سورة المائدة “το τραπέζι”, το γράμμα σάντ ص είναι γραμμένο 152 φορές, 19*8. Τα γράμματα για ي και σιν س, στην 36η σούρα με τίτλο “Γιασίν”سورة يس  είναι γραμμένα 285, 19*15.
    Στις σούρα 40 ως 46, τα γράμματα που ξεκινούν τις σούρα, χα ح, μιμ م γράφονται 2147 φορές, 19*113. Στη 2η σούρα, “αλ μπάκαρα”سورةالبقرة  “η αγελάδα”, τα γράμματα που ξεκινούν τη σούρα, αλίφ ا λάμ ل και μιμ م, γράφονται 9899, 19*521. Στην επόμενη σούρα, με τίτλο “Αλ Ιμράν” سورة ال عمران “η οικογένεια του Ιμράν” που ξεκινά με τα ίδια τρία γράμματα, γράφονται 5662, 19*298. Επίσης, στις σούρα 29 ως 32 σούρα που ξεκινούν με τα ίδια τρία γράμματα, γράφονται 1672, 19*88. Στην 7η σούρα, “αλ-αράφ” سورة الاعراف “τα ύψη”, τα γράμματα που ξεκινούν το κείμενο είναι αλίφ ا, λαμ ل, μιμ م και σαντ ص και υπάρχουν γραμμένα 5358, 19*282.
    Στη 42η σούρα “ασ-σούρι” سورة الشورى “η σύσκεψη” τα γράμματα, χα ح, μιμ م, αίν ع, σιν س, καφ ق γράφονται 209 φορές, 19*11.
    Στη 19η σούρα “Μάριαμ” مريم, τα γράμματα της έναρξης καφ ك, χε هـ, για ي, αίν ع, σαντ ص γράφονται 798 φορές, 19*42.
    Στην 19η, 20η , 26η και 28η σούρα, τα γράμματα [ χα ح και τα ط], [ τα ط και σιν س], [τα ط, σιν س και μιμ م] γράφονται 1767 φορές, 19*93.
    Στη 10η και 11η σούρα τα ίδια με πριν γράμματα, γράφονται 2375 φορές, 19*125, στη 14η σούρα, γράφονται 1197 φορές, 19*63 και στην 15η σούρα, 912 φορές, 19*48.

    Λέγει ο Σολομώντας: “ εγώ ο πατέρας σου, Βασιλιάς του Ισραήλ και της Παλμύρας, ερεύνησα και βρήκα την Αγία Τσοκμάχ, τη Σοφία του Αντωνάι. Κι έγινα βασιλιάς των πνευμάτων του Θρόνου και της Γης, Κύριος των κατοίκων του Αέρα και των ζωντανών ψυχών της Θάλασσας, γιατί είχα στην κατοχή μου το Κλειδί των Κρυφών Πυλών του Φωτός. Κατάφερα πολύ σπουδαία έργα με τη χρήση του Σημ-Χαμφόρας και των 32 Ατραπών του Γιετζιράχ. Αριθμός, βάρος και μέτρο αποφασίζουν τη μορφή των πραγμάτων. Η ουσία είναι Μία και ο Θεός δημιουργεί, διαρκώς. Ευτυχισμένος είναι αυτός που καταλαβαίνει τα γράμματα και τους αριθμούς......
    Οι αριθμοί και η γεωμετρία, ουσιαστικά “οικοδόμησαν” το Σύμπαν. Είναι ελάχιστοι οι άνθρωποι που κατανόησαν την εσωτερική φύση των αριθμών. Μάλλον στεκόμαστε στις εξωτερικές αποδείξεις της επίδρασής τους παρά αναζητούμε τις βαθιές αιτίες και δράσεις τους.
    Οι αριθμοί και τα σχήματα κυβερνούν όλες τα πνευματικά επίπεδα, όπως ακριβώς ορίζεται και στη “Σημ-Χαμφόρας”.
    Κατά πόσο οι διάφοροι Βίβλοι είναι γραμμένες σε ένα κώδικα στηριζόμενο στους αριθμούς; Όλες οι Βίβλοι γράφτηκαν σε τέτοιο κώδικα. Ακόμα, και σήμερα, υπάρχουν μύστες που παρουσιάζουν τα έργα τους, με την ίδια μέθοδο. Είναι τα κωδικοποιημένα μηνύματα που αφορούν τους κανόνες της Δημιουργίας, το Χρόνο, το Χώρο, την κάθε Διάσταση. Όμως, με την πάροδο των αιώνων, πολλά Άγια Κείμενα αλλάχτηκαν και δυστυχώς ο ερευνητής αδυνατεί να βρει το ποθούμενο.
    Από τις μακροχρόνιες έρευνές μου, βρίσκω ότι μόνο το Κοράνι έχει κρατήσει άρρηκτη τη δομή των αριθμών όπου δεσπόζει ο Μετωνικός αριθμός 19. Γράμματα, ονόματα, εδάφια, κεφάλαια, δομήθηκαν πάνω σε αυτόν το αριθμό. Το 19ο κεφάλαιο, “Μάριαμ”, αφορά την ζωή της Παναγίας και του Υιού της. Το όνομα Μάριαμ έχει αριθμό 290 και η ρίζα του προέρχεται από το Μά’α που σημαίνει “νερό”. Η λέξη μά’α (μιμ αλίφ) έχει αριθμό 41. Και οι τρεις αριθμοί, το 19, 290 (29*10) και το 41 δηλώνουν την ίδια Αγγελική παρουσία, τον Αρχάγγελο Γαβριήλ.
    Το πρώτο κεφάλαιο του Κοράνι, η Φάτεχα που σημαίνει “Εισαγωγή”, “Έναρξη”, έχει όλα τα γράμματα που αραβικού αλφαβήτου εκτός από επτά. Τα επτά αυτά γράμματα είναι τα αρχικά από επτά λέξεις, επίθετα των επτά Αρχαγγέλων. Ξεκινά με ένα εδάφιο που απαρτίζεται από 19 γράμματα, το “Μπισμ Αλλάχ Αραχμάν Αραχίμ” και το οποίο υπάρχει στην αρχή κάθε Σούρα (Κεφάλαιο) χωρίς όμως να λογαριάζεται σαν εδάφιο. Μόνο μια Σούρα δεν ξεκινά με αυτό, αλλά το ίδιο το εδάφιο, περιλαμβάνεται μέσα στην 27η Σούρα, στο εδάφιο 30, όπου λέει: “Ίναχου μην Σουλεϊμάν ουά Ίναχου Μπίσμ Αλλάχ Αραχμάν Αραχίμ”, που σημαίνει “Γνώριζε αυτός ο Σολομώντας και γνώριζε το Μπίσμ Αλλάχ Αραχμάν Αραχίμ”. Έτσι, υπάρχει το εδάφιο 114 φορές μέσα στο Κοράνι.
    Σημειώστε, ότι η λέξη Σούρα που σημαίνει κεφάλαιο, Στάδιο δεν χρησιμοποιείται σε καμιά άλλη περίπτωση, παρά μόνο για να υποδηλώσει τα κεφάλαια, τα στάδια στο Άγιο Κοράνι

  • στην Παράδοση των Σούφι

    Ο αληθινός Σοφός, δεν δένεται με καμία πίστη
    أبو بكر بن العربي

    Η Επιστήμη της Πνευματικής Θεραπευτικής
    Η Πνευματική Θεραπευτική διαδικασία των Σούφι αναζωογονεί την ζωτική δύναμη του σώματος και το ενισχύει μέσω διάφορων σημείων εστίασης σε όλο το σώμα.  
    Η πνευματική τεχνική παράγει μια νευροψυχολογική επίδραση που οδηγεί το κεντρικό νευρικό σύστημα στην παραγωγή μιας προσεκτικά εναρμονισμένης ενδοκρινούς απόκρισης που ανακουφίζει τον πόνο και ισορροπεί το ολόκληρο σώμα, με εν δυνάμει θεραπευτική ικανότητα.
    Η υγεία σε σχέση με τη φυσική ικανότητα και δραστηριότητα
    Το ανθρώπινο σώμα απαιτεί τρόφιμα και υγρά που άλλα μερικές φορές δεν είναι εύπεπτα και άλλα δεν αποθηκεύονται στο ανθρώπινο σώμα. Τα ιζήματα των αμετάτρεπτων θρεπτικών ουσιών μπορούν να εδραιωθούν ως ίζημα και δεδομένου ότι το σώμα δεν μπορεί να τα ξεφορτωθεί φυσικά, με το χρόνο, οι συσσωρευμένες ποσότητές τους μπορεί να προκαλέσουν διάφορες ασθένειες.  
    Τέτοιες συσσωρεύσεις μπορούν να βρεθούν στο αίμα και να μεταφερθούν μέσω της ροής του αίματος στα πιο προσιτά μέρη του σώματος. Έτσι κάποιος μπορεί να φανερώσει μια μορφή εντερικών προβλημάτων, αλλά με την πάροδο του χρόνου, μια μεγαλύτερη συγκέντρωση να γίνει αιτία για πιο επικίνδυνες ασθένειες. 

    Η κατάλληλη σωματική άσκηση είναι απαραίτητη για την αναζωογόνηση των οργάνων, την διευκόλυνση της ροής των τροφίμων και των θρεπτικών ουσιών, την ενίσχυση της πέψης και την αποτροπή τέτοιων συσσωρεύσεων.  
    Επιπλέον, ο φυσικός και συστηματικός έλεγχος της μυϊκής ενέργειας φωτίζει το πνεύμα, αναζωογονεί το μυαλό και τα όργανα του σώματος, βελτιώνει τον εαυτό, αποτρέπει την σκληρότητα των αρθρώσεων, ενισχύει τους τένοντες και τις αρθρώσεις, ελαττώνει τη δυνατότητα των σωματικών διαταραχών και μετριάζει τις περισσότερες ασθένειες.  
    Αυτό εξαρτάται επίσης από το ισορροπημένο επίπεδο της σωματικής άσκησης. Κάθε μέρος του σώματος απαιτεί συγκεκριμένες ασκήσεις.  
    Οι πνεύμονες απαιτούν άσκηση όπου το επίπεδό της να αρχίζει από την χαμηλόφωνη ανάγνωση και να ανεβαίνει βαθμιαία σε ένταση και ηχηρότητα. Η άσκηση αυτή απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή γιατί υποκινεί τα ακουστικά νεύρα και τα αυτιά.  
    Η άσκηση της ομιλίας αυξάνει την προφορική υπεροχή και επιπλέον βοηθά στην αντίληψη από φυσικής και διανοητικής οξυδέρκειας. Οι ασκήσεις των ματιών ενισχύουν το όραση κάποιου, ενισχύουν τους οφθαλμικούς μύες και μπορούν σε μερικές περιπτώσεις να βοηθήσουν κατάλληλα τους μύωπες και τους πρεσβύωπες. Κατά συνέπεια, η πεζοπορία, η κολύμβηση, το βάδισμα με μέτριο ρυθμό, η τοξοβολία και παρόμοιος αθλητισμός, είναι η υγιέστερη μέθοδος για όλο το σώμα.

    Οι Αρχές της Πνευματικής Θεραπευτικής των Σούφι
    Οι πνευματικοί θεραπευτές κληρονόμησαν τις μεθόδους που χρησιμοποιούσαν οι Απεσταλμένοι του Θεού και που από γενιά σε γενιά διασώθηκαν μέχρι σήμερα. Στην Ισλαμική Παράδοση, οι θεραπευτές χρησιμοποιούν συγχρόνως τις ιατρικές θεραπείες και τα πνευματικά μέσα. Οι πνευματικές τεχνικές είναι μια σύνθεση των επιστημονικών αρχών που χρησιμοποιούν τη λανθάνουσα ενέργεια του ασθενή μαζί με τη δύναμη που περιλαμβάνεται στις θεουργικές και ενορατικές αυτοσυγκεντρώσεις των προφητών, των αγγελιοφόρων και όλων των σοφών και αγίων ανθρώπων του Θεού.
    Κάθε ορισμένος στίχος του Αγίου Κοράν έχει μια μοναδική θεραπευτική κατοχή που διαφέρει από εκείνη άλλου στίχου.
    Μερικά παραδείγματα από τέτοιους στίχους που χρησιμοποιούνται στην Πνευματική Θεραπευτική των Σούφι, είναι:

    Τα έξι εδάφια της Θεραπευτικής: "Άγιατ Ασσίφα"

     وَيَنصُرْكُمْ عَلَيْهِمْ وَيَشْفِ صُدُورَ قَوْمٍ مُّؤْمِنِينَ
    και (θα σας βοηθήσει) να τους νικήσετε και θα θεραπεύσει την οργή στα στήθη ενός λαού που είναι Πιστός.
    سورة التوبة  -  η Μετάνοια (Σούρα Α-τάουμπα)  9:14

    يَا أَيُّهَا النَّاسُ قَدْ جَاءتْكُم مَّوْعِظَةٌ مِّن رَّبِّكُمْ وَشِفَاء لِّمَا فِي الصُّدُورِ وَهُدًى وَرَحْمَةٌ لِّلْمُؤْمِنِينَ
    Ω! άνθρωποι! Σας ήρθε κιόλας μαι προτροπή από τον Κύριό σας και μια θεραπεία για (τις αρρώστειες) που είναι στις καρδιές σας και σε αυτούς που πιστεύουν, μια καθοδήγηση και μια Ευλογία (το Κοράν).
     سورة يونس - Ο προφήτης Ιωνάς (Σούρα Γιούνους) 10:57

    يَخْرُجُ مِن بُطُونِهَا شَرَابٌ مُّخْتَلِفٌ أَلْوَانُهُ فِيهِ شِفَاء لِلنَّاسِ
    Βγάζει απο τα σπλάχνα της ένα ποτό, μεδιαφορετικά χρώματα, που είναι θεραπευτικό για τους ανθρώπους.
     سورة النحل  - Η μέλισσα (Σούρα Α-νάχλ) 16:69

    وَنُنَزِّلُ مِنَ الْقُرْآنِ مَا هُوَ شِفَاء وَرَحْمَةٌ لِّلْمُؤْمِنِينَ
    Και στέλνομε (βαθμιαία) απο το Κοράν εκείνο που είναι θεραπεία και έλεος για αυτούς που πιστεύουν.
     سورة الإسراء - Το νυχτερινό ταξίδι (Σούρα Αλ Ισρά) 17:82

    وَإِذَا مَرِضْتُ فَهُوَ يَشْفِينِ
    Κι όταν είμαι άρρωστος, Εκείνος που με γιατρεύει
     سورة الشعراء - Οι Ποιητές (Σούρα Α-σου'αρά) 26:80

    قلْ هُوَ لِلَّذِينَ آمَنُوا هُدًى وَشِفَاء وَالَّذِينَ لا يُؤْمِنُونَ
    Να πεις: "Αυτό είναι οδηγός και θεραπεία για όσους δεν πιστεύουν."
    سورة فصّلت - Ερμηνευόμενο καλά (Σούρα Φούσσιλατ) 26:80

    Σχετικά με την Ενέργεια και πώς λειτουργεί η Πνευματική Θεραπευτική των Σούφι

     Η Πνευματική Θεραπευτική των Σούφι δεν είναι μια μυστήρια διαδικασία. Είναι στην πραγματικότητα πολύ απλή, αν και συχνά αρκετά σύνθετη. Η τεχνική αυτή περιλαμβάνει το ενεργειακό πεδίο που υπάρχει γύρω από τον κάθε μας. Ο καθένας έχει ένα τέτοιο πεδίο ή αλλιώς αυτό που ονομάζομε αύρα, που τον περιβάλλει και αλληλοδιαπερνά το φυσικό σώμα.
    Αυτός ο τομέας συνδέεται στενά με την υγεία του ανθρώπου. Στα αραβικά ονομάζεται Κούντρα -  قدرة. Η ενέργεια είναι η αναπνοή της ζωής που διαβιβάζεται σε μας από την Ύπαρξη, τη Αιώνια Υπέρτατη Δύναμη που επιβλέπει τα ανθρώπινα όντα και όλη τη δημιουργία. Η ενέργεια ρυθμίζει τις σκέψεις και τις συγκινήσεις μας, είναι η πηγή δύναμης της ζωής μας και είναι ο ζωογονητικός παράγοντας σε όλες τις ζωντανές υπάρξεις. Κυκλοφορεί μέσω των οργανισμών μας και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία. Είναι η πηγή όλης της κίνησης στο σύμπαν. Όταν το ανθρώπινο σώμα χάνει την πνοή της ζωής του, η αρχική ενέργεια (ή δύναμη της ζωής) την αφήνει, επιτρέποντας στο σώμα να αποσυνδεθεί. Το σώμα επιστρέφει στη γήινη προέλευσή του και το πνεύμα επιστρέφει στην αγγελική αφετηρία της πνευματικής ενέργειάς του. Αυτή η ενέργεια δεν χάνεται ποτέ και υπάρχει χωρίς να έχει γίνει κατανοητό το μυστικό της φύσης της, από καμία σύγχρονη επιστήμη.
    Αυτή η άγνωστη πνευματική ενέργεια είναι πίσω από τη ζωή κάθε πτώσης σταγόνας αίματος στα ζωντανά όντα, είναι η κίνηση πίσω από κάθε ζωντανό κύτταρο και η κατευθυντήρια δύναμη των αστερισμών και των γαλαξιών. Φέρνει τις απεριόριστες τέλειες και πλήρεις δυνάμεις που είναι πραγματικές, δραστήριες και συνεχείς. Η δράση αυτής της δύναμης είναι γνήσια επειδή τίποτα δεν μπορεί να αναπτυχθεί ή να ζήσει σε ολόκληρο το σύμπαν χωρίς την επιρροή της. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στη γη όπου κανένα δέντρο, χλόη, βλάστηση και πράγματι καμία ζωή δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την επέμβαση αυτής της άγνωστης, απαρατήρητης ενέργειας. {φωτόνια που διαβιβάζονται από τον ήλιο αλλά δεν είναι ορατά στα γυμνά μάτια.
    Είναι αυτό που με αυτήν την ενέργεια ένα μικροσκοπικό φυτό σπρώχνεται στο μέσον ενός τεράστιου λίθου της ερήμου. Αυτή η ενεργητική πνευματική δύναμη της ζωής κρατά στο σώμα τα όργανα, τα αγγεία και όλα τα μέρη στη θέση τους. Όταν η δύναμη της ζωής του σώματος ελαττώνεται, τις ανατομικές σχέσεις των οργάνων του σώματος αλλάζουν και αναστατώνονται, κάτι που οδηγεί στον πόνο, τη δυσλειτουργία των οργάνων και σε μια γενική επιδείνωση της υγείας.
    Αυτή η δύναμη απεικονίζει την ενέργειά της σε όλο το ανθρώπινο σώμα και γίνεται η κατευθυντήρια δύναμη της  ζωής πίσω από τις όλες δραστηριότητες και τις διαδικασίες. Και όχι μόνο ενεργοποιεί το σώμα αλλά και του δίνει την πανομοιότητά της. Όπως ένα άτομο καθορίζεται από τα ηλεκτρόνια, τα πρωτόνια και τα νετρόνιά του, όποια είναι επίσης τα ενεργειακά τμήματά του, έτσι κάνει και η πνευματική δύναμη της ζωής δίνοντας ενέργεια και ταυτότητα στο φυσικό σώμα.
    Η θεραπευτική πνευματική ενέργεια μοιάζει με έναν καταρράκτη. Εάν ένας καταρράκτης διοχετεύεται με σωστό τρόπο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην παραγωγή ενέργειας και να δώσει φως.

     Η σημασία του ύδατος στον εξωτερικό καθαρισμό, απόκρυφος εξαγνισμός ύδατος

     · Τελετουργικό καθαρισμού στις δώδεκα οπές του ανθρώπου
    · Διατροφή και καθαρισμός των υγρών σωμάτων
    · Ομοίως, εάν η ροή του αίματός μας διοχετεύεται κατάλληλα μέσω ενός ισορροπημένου συστήματος, η κατευθυντήρια δύναμη εκείνης της ενέργειας θα αυξήσει την ενέργεια των αδύνατων οργάνων.
    · Σε εκείνα τα όργανα όπου η δύναμη ζωής έχει αποδυναμωθεί και έχει διαλυθεί, η Πνευματική Θεραπευτική των Σούφι θα αυξήσει και θα ενεργοποιήσει αυτές τις ζωτικής σημασίας δυνάμεις.
    · Η πνευματική θεραπευτική τεχνική επιτρέπει στις ενέργειες της ζωής να επεκταθούν για να ενεργοποιήσουν ένα άρρωστο μέλος και να το θεραπεύσουν.
    Ένα παρόμοιο φαινόμενο συμβαίνει σε μια ατομική αντίδραση, όπου η τεράστια δύναμη απελευθερώνει την εσωτερική ενέργεια του ατόμου. Η ενέργεια παράγει γεωμετρικά αυξήσεις, όπως το ενεργοποιημένο άτομο διαδίδει την ενέργειά του στο περιβάλλον του, απλώνοντας μια αλυσιδωτή αντίδραση από την ενεργειακή απελευθέρωση.
    Η ίδια αρχή της ατομικής αντίδρασης χρησιμοποιείται από τους πνευματικούς θεραπευτές για να δαμάσει και να ενεργοποιήσει τη ζωτική δύναμη μέσα στον ασθενή.  
    · Οι πνευματικοί θεραπευτές έχουν πρόσβαση σε μια παρόμοια αλυσιδωτή αντίδραση ενέργειας, σε αυτές στις περιοχές που επηρεάζουν για θεραπεύσουν τον πόνο και τα άλγη του σώματος που υπάρχουν.
    · Όταν ένα όργανο αρχίζει να θεραπεύεται, τα άλλα όργανα χρησιμοποιούν την απελευθερωμένη ενέργεια για να δραστηριοποιήσουν και να απελευθερώσουν την ενυπάρχουσα ενέργειά τους, η οποία προωθεί στη συνέχεια τη φυσιολογική ισορροπία και την ανακούφιση από τον πόνο.

     Εστίαση στην καρδιά

    Οι τρεις φάσεις πνευματικής θεραπείας
    1η Φάση: Η Παγκόσμια Δύναμη ή κοσμική ενέργεια, περιλαμβάνει τις ενέργειες των πλανητών, των αστέρων και των γαλαξιών και οτιδήποτε είναι γύρω μας από αναπαραγόμενα ενεργειακά πεδία.
    Αυτή η απέραντη, δύναμη που εισχωρεί σε όλα, τρέφει την ψυχή, το πνεύμα και την ενέργεια , μέσα σε κάθε άτομο και σε κάθε ζωντανό πλάσμα. Μέσω της διαλογικής διαδικασίας της πνευματικής θεραπευτικής, κάποιος μπορεί να την προσεγγίσει, οδηγώντας την ενέργεια που υπάρχει σε κάθε ζωντανό κύτταρο στο σώμα.
    Η ενέργεια διοχετεύεται στον εγκεφαλικό φλοιό, ο οποίος είναι το κέντρο επεξεργασίας των σκέψεών μας. Από εκεί θα εστιαστεί έντονα και θα διοχετευτεί στους πυρήνες των εγκεφαλικών κυττάρων που ενεργοποιούνται και υποκινούνται από αυτήν την δύναμη ζωής. Στη συνέχεια οι ωθήσεις στέλνονται στο αυτόνομο νευρικό σύστημα, ρυθμίζοντας τις λειτουργίες του σώματος, κρατώντας το σε ισορροπία και χωρίς πόνο. Η συγκέντρωση της ενέργειας στον εγκέφαλο περιλαμβάνει την πρώτη φάση της Πνευματικής Θεραπευτικής.
    Αυτή η διαδικασία υποκινεί στη συνέχεια το πνευμονογαστρικό νεύρο για να στείλει τα ηλεκτρικά ερεθίσματα κάτω από το καρδιακό μεταγωγικό σύστημα στο φλεβόκομβο, μέσω των δεσμικών κόμβων, μέσω του κολποκοιλιακού κόμβου, κάτω από τις δέσμες του, έξω από τις ίνες Purkinje και μέσα στο μυοκαρδιακό τοίχο για να αρχίσει η συστολή.

    2η Φάση:  Αυτή η μετανάστευση της ενέργειας που γεμίζει την καρδιά είναι η δεύτερη φάση της Πνευματικής Θεραπευτικής. Καταστάσεις όπως η στηθάγχη, μυοκαρδιοπάθειες, υπέρταση, επιπρόσθετα σε πολλές άλλες σχετικές καρδιακές ασθένειες, θεραπεύονται και ο ασθενής βρίσκει την υγεία και την ανακούφιση από τον πόνο.
    Η ενέργεια αντλείται έπειτα με το αίμα από την καρδιά στο αγγειακό σύστημα και παραδίδεται σε ολόκληρο το σώμα στην τρίτη φάση της Πνευματικής Θεραπευτικής.

    3η Φάση: Ενεργοποίηση του αίματος. Μια σημαντική εστίαση της τρίτης φάσης είναι η αορτή, η οποία είναι ο αγωγός για τα θεραπευτικά κύματα της ενέργειας που φέρονται από το αίμα. Σαν ροές αίματος από την καρδιά, διοχετεύεται αρχικά πίσω στην καρδιά μέσω των στεφανιαίων αρτηριών σε μια αλυσιδωτή αντίδραση που στηρίζει και αυξάνει την ενέργεια στην ίδια την καρδιά, όμοια με τον ίδιο τρόπο που ο ήλιος αυξάνει το φως του μέσω των πυρηνικών αντιδράσεών του.
    Η Θεραπευτική διαδικασία της καρδιάς είναι ένας κύκλος που παράγει όλο και περισσότερο ενέργεια, η οποία χύνεται στο αγγειακό σύστημα με εστιάσεις στις σημαντικότερες αρτηρίες, προμηθεύοντας τον εγκέφαλο μέσω των καρωτιδικών αρτηριών. Ταξιδεύει επίσης μέσω των υποκλείδιων αρτηριών στα άνω άκρα. Η σπλαχνική κυκλοφορία στην κοιλία, μέσω των νεφρικών αρτηριών στα νεφρά και μέσω των λαγόνιων αγγείων στα χαμηλότερα άκρα.

    Οι πνεύμονες είναι το δέντρο της ζωής μέσα μας.
    Παίρνει τα απόβλητα από το αίμα και μας δίνει το οξυγόνο για να θρέψει την καρδιά.
    Το αίμα που είναι φτωχό σε οξυγόνο ρέει από το σώμα στη δεξιά αρτηρία. Το αίμα ρέει μέσω της δεξιάς αρτηρίας στη δεξιά κοιλία. Η δεξιά κοιλία στέλνει το αίμα στους πνεύμονες, όπου το αίμα απελευθερώνει τα άχρηστα αέρια και παίρνει το οξυγόνο. Το νέο αίμα πλούσιο σε οξυγόνο επιστρέφει στην καρδιά και εισάγεται στην αριστερή αρτηρία. Το αίμα ρέει μέσω της αριστερής αρτηρίας στην αριστερή κοιλία. Η αριστερή κοιλία στέλνει το πλούσιο σε οξυγόνο αίμα σε όλα τα μέρη του σώματος.
    Ο τεράστιος όγκος των σταγόνων του αίματος είναι όπως ένας καταρράκτης που γίνεται από έναν τεράστιο ποταμό που κατεβαίνει από την πλευρά ενός ψηλού απότομου βραχώδους βουνού. Ο ποταμός τρέφει όλη τη βλάστηση και τα ζώα στην πορεία του και τους δίνει ζωή και κάθε κύτταρό τους θεραπεύεται όταν φθάνει το ζωτικής σημασίας πνευματικό ενεργειακό κύμα σε αυτό.
    Μια υγιής καρδιά θα στηρίξει ένα αδύναμο σώμα, αλλά όταν η καρδιά είναι αδύνατη και ασθενής, ακόμη και σε ένα νεαρό άτομο, το σώμα δεν θα είναι υγιές ή ζωντανό για πολύ. Επομένως, η διατήρηση της καρδιάς είναι η πρώτη προτεραιότητα για τους Πνευματικούς θεραπευτές. Επιπλέον, η διατήρηση του εγκεφάλου είναι  μια άλλη σημαντική προτεραιότητα γιατί κρατά τη ροή των μηνυμάτων λειτουργώντας κατάλληλα.

    Η Υψηλή Αίσθηση Ενόρασης ως διαγνωστικό εργαλείο
    Ο πνευματικός θεραπευτής έχει προωθήσει διαγνωστικές μορφές τέτοιες που είναι από τις πιο σημαντικότερες και προέρχονται από την Υψηλή Αίσθηση Ενόρασης. Η Υψηλή Αίσθηση Ενόρασης είναι ένας τρόπος αντίληψης των πραγμάτων πέρα από το κανονικό πεδίο των πέντε αισθήσεων. Αυτό σημαίνει πως έχει κάποιος όραση, ακοή, όσφρηση, γεύση, αφή για πράγματα που δεν μπορούν κανονικά να γίνουν αντιληπτά.
    Η Υψηλή Αίσθηση Ενόρασης που μερικές φορές καλείται διαίσθηση, δεν είναι φαντασία αλλά είναι ένα είδος όρασης με την οποία αντιλαμβανόμαστε μια εικόνα στο μυαλό μας χωρίς τη χρήση της κανονικής όρασης. Η Υψηλή Αίσθηση Ενόρασης αποκαλύπτει το δυναμικό κόσμο των ρευστών, τα πνευματικά ενεργειακά πεδία αλληλεπίδρασης που περιβάλλουν και διαπερνούν όλα τα ζωντανά πράγματα. Αυτή η ενέργεια μας στηρίζει, μας τρέφει και μας δίνει τη ζωή. Εξαιτίας της, αισθανόμαστε ο ένας τον άλλον, δεδομένου ότι είμαστε ένα μέρος αυτής και αυτή ένα μέρος από μας.
    Με την Υψηλή Αίσθηση Ενόρασης, η παθοφυσιολογία του πόνου και η πορεία της ασθένειας εκτείνεται σωστά μπροστά στα μάτια του. Αυτή αποκαλύπτει πώς οι περισσότερες ασθένειες προκαλούνται στο ενεργειακό πεδίο. Οι παραμορφώσεις στο ενεργειακό πεδίο που προκαλούνται κατά διαστήματα και οι ανθυγιεινές συνήθειες ζωής που μεταδίδονται στο σώμα, γίνονται μια σοβαρή ασθένεια. Πολλές φορές η πηγή ή η έναρξη της αιτίας αυτής της διαδικασίας συνδέεται με ψυχολογικό ή φυσικό τραύμα.
    Η Υψηλή Αίσθηση Ενόρασης αποκαλύπτει πώς προκαλείται μια ασθένεια και έτσι μπορεί επίσης να αποκαλύψει πώς θα γίνει η ανατροπή της διαδικασίας της ασθένειας. Οι πνευματικοί Θεραπευτές, που επιδρούν στην ενίσχυση της αύρας επίσης, μορφοποιούν τις διαγνώσεις τους.
    Για την ανάπτυξη της Υψηλής Αίσθησης Ενόρασης είναι απαραίτητο να εισαχθεί κάποιος σε μια εκτεταμένη κατάσταση της συνείδησης. Υπάρχουν πολλά μέσα να επιτευχθεί αυτό αλλά ο πνευματικός διαλογισμός είναι ο πιο γρήγορος και πιο γνωστός.

    Η Νάσμα (نسمة Αύρα) και ο διαλογισμός
    Στην Αραβική γλώσσα η αύρα ονομάζεται Νάσμα. Η Νάσμα υπάρχει μέσα σε κάθε φυσικό σώμα σαν λεπτή αεριοποίηση ή ενεργειακό αεράκι που δημιουργήθηκε από τη χημική παροχή του φυσικού σώματος. Η Νάσμα είναι παρούσα στα ανθρώπινα όντα, ακριβώς όπως ο καπνός στα καμένα κάρβουνα. Καθότι ανώτερης τάξης εξ αιτίας της σύνδεσής της στη θεία πηγή ενέργειας, μπορεί να δοκιμάσει χωρίς να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα, να δει χωρίς τη χρησιμοποίηση των ματιών και να ακούσει χωρίς τη χρησιμοποίηση των αυτιών.
    Με τη χρησιμοποίηση της Νάσμα, η Υψηλή Αίσθηση Ενόρασης τίθεται στην διάθεση του Πνευματικού Θεραπευτή. Η Νάσμα παίρνει την τροφή της από την εσωτερική ενέργεια που απελευθερώνεται όποτε δρούμε, σκεφτόμαστε, ή διαμορφώνουμε μια πεποίθηση ή μια πρόθεση.

    Η Νάσμα στον άνθρωπο είναι ικανή να αφήσει το φυσικό σώμα οποιαδήποτε στιγμή με τη μεσολάβηση της Παγκόσμιας Κατευθυντήριας Δύναμης. Όταν η ροή της πνευματικής ενέργειας διαταράσσεται ή είναι ανεπαρκής, η υγεία του ασθενή επηρεάζεται αρνητικά, οδηγώντας σε πόνο, ασθένεια, κίνδυνο και ούτω καθεξής. Αυτά είναι σήματα πως πρέπει να επανανισορροπήσουμε την ενέργειά μας.
    Μια θετική ενεργειακή ροή τρέφει τη Νάσμα και διατηρεί τη δομή και τη βάση της, ισορροπώντας το ανθρώπινο σύστημα. Αυτή η ισορροπία οδηγεί στην αυξανόμενη συνειδητοποίηση των αισθήσεων του σώματος που οδηγεί στη συνέχεια στην καλή διαβίωση, ακολουθώντας την κατάλληλη διατροφή και άσκηση. Η Νάσμα κατόπιν υποστηρίζει και διατηρεί ένα υγιές φυσικό σώμα, στο οποίο τα χημικά και φυσικά συστήματα παραμένουν ισορροπημένα και λειτουργώντας κανονικά, διαιωνίζουν τη φυσική υγεία. Στο υγιές σύστημα, οι ενέργειες σε κάθε σώμα όχι μόνο παραμένουν ισορροπημένες αλλά και υποστηρίζουν και επηρεάζουν την ενεργειακή ισορροπία σε οργανισμούς άλλων ανθρώπων.
    Η Νάσμα μπορεί να επηρεάσει άλλες όπως ένας μαγνήτης τα μέταλλα. Η ενέργεια ενός υγιούς συστήματος είναι ταυτόχρονα θεραπευτική για το ίδιο και προάγεται από μόνη της σε άλλο για να διατηρήσει την ατομική υγεία ενισχύοντας την υγεία της αύρας κάποιου. Δηλαδή η καλή υγεία προσελκύει και αναπτύσσει περισσότερη καλή υγεία.
    Η Νάσμα δεν επηρεάζει μόνο το φυσικό σώμα, αλλά μπορεί επίσης να επηρεαστεί από ένα άρρωστο σώμα και να γίνει αδύναμη λόγω της αδυναμίας των οργάνων. Παραδείγματος χάριν, σε ένα αδύναμο σώμα, μια αδύναμη Νάσμα παρουσιάζει συμπτώματά του σώματος
    Διανοητικές και φυσικές καταστάσεις του ανθρώπου. Στη διανοητική σφαίρα, θα εμφανιστεί κάποιο από τα ακόλουθα: νεύρωση, κατάθλιψη, υστερία, ψύχωση, τρόμος ύπνου και αϋπνία. Εάν αυτή η κατάσταση από γεγονότα συνεχίζεται χωρίς θεραπεία, η Νάσμα γίνεται τόσο αδύναμη που είναι ανίσχυρη να υπερασπιστεί τον εαυτό της στο άρρωστο σώμα. Ο ασθενής πάσχει σε αυτή τη φάση καθέναν από καταθλίψεις, ψυχωτικές κρίσεις ή επιθετική συμπεριφορά. Ο Πνευματικός Θεραπευτής μπορεί να ενισχύσει τα όργανα του ασθενή και με αυτόν τον τρόπο, η Νάσμα μέσω της παγκόσμιας κατευθυντήριας δύναμης, να δημιουργήσει μια υψηλής ενέργειας θέση, στην οποία τα συμπτώματα της ασθένειας εξαφανίζονται.
    Ο διαλογισμός αναζητά το σημείο εστίασης της θεραπευτικής. Στην πνευματικότητα, η καλή υγεία απαιτεί εντατική προσπάθεια από τον ασθενή και προσωπική αλλαγή. Προσωπική αλλαγή για να αναπτύξει την υπομονή, την ικανοποίηση, την ευγνωμοσύνη, την ευθυμία, την αγάπη, το θάρρος, την ευεργεσία, την αναγνώριση των καλών πράξεων, την ανεκτικότητα και την ευγένεια. Όλα αυτά θα βελτιώσουν την πνευματική και ενεργειακή ροή.
    Ένα αδιέξοδο στην πνευματική πρόοδο μπορεί να εμποδίσει την πνευματική ανάπτυξη κάποιου και μόνο μια κατάλληλη καθοδήγηση μπορεί να το διαλύσει. Η κατάλληλη καθοδήγηση βοηθά κάποιον στο να αναπτύξει πραγματικό χαρακτήρα, θετικά γνωρίσματα και υγιή ενεργειακή ροή.
    Χωρίς προσωπική αλλαγή στην ενεργειακή ροή του σώματος, κάτι θα δημιουργήσει τελικά άλλα προβλήματα που θα οδηγήσουν πίσω, στην πηγή που προκάλεσε την ασθένεια. Κατά συνέπεια, η εξέταση της πηγής ασθένειας είναι το σημείο εστίασης της θεραπείας.
    Αυτή η αναζήτηση υποκινεί το βαθύτερο μέρος του εαυτού, που μερικές φορές καλείται «Υψηλότερο Εγώ» ή «Θεϊκή Σπίθα» μέσα σε μας. Αυτή η θεία φύση μέσα σε μας, το βαθύτερο μέρος μας, μας στέλνει τις πληροφορίες ποίος τύπος ασθένειας πρέπει να αντιμετωπιστεί και ποίος τύπος σημείων επαφής πρέπει να αγγιχτούν μέσω του διαλογισμού. Ο διαλογισμός είναι ένα εργαλείο που δίνει βαθιά χαλάρωση και ήρεμο μυαλό. Αυτό βοηθά να ανακουφίσει την πίεση και επομένως επιτρέπει το εσωτερικό το χημικό και ορμονικό σύστημα να επανακτήσουν την ισορροπία τους.
    Οι ιατρικές δοκιμές έχουν δείξει ότι υπάρχουν καθορισμένες μετρήσιμες φυσιολογικές αλλαγές τα θέματα. Ο ίδιος ο εγκέφαλος υφίσταται αλλαγές στον τύπο των παραγόμενων ηλεκτρικών κυμάτων.

    Πώς σχετίζεται η ενέργεια με την ασθένεια
    Οι Πνευματικοί Θεραπευτές συμβολίζουν τη ροή της κατευθυντήριας ζωτικής δύναμης στο σώμα και στο σύμπαν σαν στροβίλους από ενέργεια φτιαγμένους από έναν αριθμό μικρότερων σπειροειδών κώνων ενέργειας.
    Αυτοί είναι γνωστοί στην ισλαμική ορολογία σαν Λαταΐφ (ή Λατίφα, στον ενικό αριθμό), που σημαίνει λεπτές αποκαλύψεις ή στρώματα. Ο όρος είναι γνωστός με την ονομασία Τσάκρας. Οι Λαταΐφ είναι τα σημεία της μέγιστης λήψης ενέργειας και είναι πολύ σημαντικά σημεία εστίασης για την ισορροπία μέσα στο ενεργειακό σύστημα. Η ασθένεια εμφανίζεται εάν οι Λαταΐφ είναι κλονισμένες. Οι Λαταΐφ στους ενηλίκους έχουν ένα προστατευτικό πλέγμα πάνω τους.
    Σε ένα υγιές σύστημα, οι Λαταΐφ περιστρέφονται σε συγχρονισμένο ρυθμό με τα άλλα, παρασύροντας την ενέργεια από το παγκόσμιο ενεργειακό πεδίο μέσα στο κέντρο τους, για τη χρήση από το σώμα. Καθεμία τους είναι συντονισμένη σε μια συγκεκριμένη συχνότητα που βοηθά το σώμα για να παραμείνει υγιές. Εντούτοις, σε ένα ασθενές σύστημα αυτές οι περιστροφές δεν είναι συγχρονισμένες. Η ενέργεια των Λαταΐφ που συνθέτει αυτές τις περιστροφές, μπορεί να είναι γρήγορη ή αργή, απότομη ή ασύμμετρη. Μερικές φορές παρατηρούνται θλάσεις σε ολόκληρο το ενεργειακό σχέδιο, στο οποίο σχέδιο μία Λατίφα είναι πλήρως ή μερικώς σε κατάρρευση ή αναστροφή. Αυτές οι διαταραχές συσχετίζονται με τη δυσλειτουργία ή την παθολογία του φυσικού σώματος σε εκείνη την περιοχή.

    Κατανοώντας τα Εννέα Σημεία
    Θεραπεία μέσω του διαλογισμού και Σημεία Εστίασης των Λαταΐφ .
    Το συναίσθημα του πόνου μπορεί να θεραπευτεί εντελώς με το διαλογισμό όπου η κοιμισμένη ενέργεια ενός άρρωστου σώματος ενεργοποιείται από μια πνευματική πυροδότηση που παράγεται με τη διαδικασία του διαλογισμού. Αυτή η πνευματική διαδικασία χρησιμοποιεί τα επτά διαφορετικά σημεία εστίασης στα επτά στρώματα, τις Λαταΐφ.
    Υπάρχουν επτά σημεία εστίασης των Λαταΐφ και επιπλέον δύο. Βρίσκονται ως εξής: ένα από πάνω και ένα από κάτω της καρδιάς, ένα από πάνω και ένα από κάτω του αριστερού θώρακα, ένα από πάνω και ένα από κάτω του δεξιού θώρακα και ένα στο μέτωπο. Κάθε Λατίφα έχει ένα διαφορετικό ενεργειακό χρώμα και κάθε ενέργεια έχει μια διαφορετική επίδραση σε μια συγκεκριμένη ασθένεια.
    Τα δύο σημεία εστίασης πάνω και κάτω από την καρδιά είναι πράσινα. Η πράσινη Λατίφα είναι γνωστή σαν Ουσία Οίκτου. Αυτή η Λατίφα μας δίνει βαθιά κατανόηση και οίκτο για τη δομή Εγώ μας. Είναι ο οίκτος και η κατανόηση που μας επιτρέπουν να προχωρήσομε βαθειά στις πληγές μας και να τις θεραπεύσομε. Μας δίνει την ικανότητα να κάνομε το ίδιο πράγμα με άλλους.
    Τα δύο σημεία πάνω και κάτω από τον αριστερό θώρακα είναι κίτρινα. Η κίτρινη Λατίφα είναι γνωστή σαν Λατίφα της Χαράς. Αυτό είναι μια διακριτική διάσταση της Ύπαρξής μας, είναι όμοιο όπως ένας εσωτερικός ήλιος που λάμπει και είναι για την έμφυτη ικανότητά μας να ζήσουμε στη Χαρά. Είναι μια θέση όπου οι παλαιές αρνητικές εικόνες του Εγώ και η σοβαρότητά μας πέφτουν και η ξέγνοιαστη αθωότητά μας ανακτάται.
    Τα δύο σημείο πάνω και κάτω από τον δεξιό θώρακα είναι μαύρα. Η μαύρη Λατίφα είναι γνωστή σαν Ουσία Ειρήνης. Αυτή η Λατίφα είναι για την Αγάπη μας για την Αλήθεια και για την μεγάλη επιθυμία για την Ειρήνη. Είναι μια πολύ βαθιά διάσταση για εξέταση και πραγματοποιεί μια κατάσταση εσωτερικού ελέγχου. Εδώ αντιμετωπίζουμε τις έννοιες και τους φόβους μας για το θάνατο και ερχόμαστε αντιμέτωποι με κύρια στρώματα της υπεράσπισης του Εγώ.
    Και το ένα σημείο στο μέτωπο είναι λευκό. Η λευκή Λατίφα είναι γνωστό σαν Ουσία Βούλησης, έχει να κάνει με το συναίσθημα της εσωτερικής αντοχής, εσωτερικής υποστήριξης και συναισθηματικής αξίας. Είναι η μετριασμένη εμπιστοσύνη που έρχεται όταν είμαστε σε επαφή με την Ύπαρξή μας. Είναι θεμελιωμένο, επινοητικό και δεσμευτικό.

    Στα διάφορα Τάγματα των Σούφι θα διαπιστώσομε πως οι θέσεις αυτές των Λαταΐφ δεν είναι ίδιες. Για παράδειγμα, η η κόκκινη Λατίφα που είναι γνωστή σαν Ουσία Δύναμης και έχει να κάνει με την ικανότητά μας να είμαστε μια ατομικότητα και επιπλέον φέρνει τη δύναμη στο διαχωρισμό από τις παλαιές δομές που δεν εξυπηρετούν πλέον την εξέλιξη και τη μοναδικότητά μας που είναι ένθερμη ζωτικότητα, ενθουσιασμός και η δύναμη να εξετάζει και αναλύει τον κόσμο με όλες τις προκλήσεις του, θεωρείται πως η θέση της είναι δεξιά στο θώρακα εκεί που βρίσκεται η κίτρινη Λατίφα.

    Μέσω του διαλογισμού αυτά τα επτά σημεία εστίασης παράγουν ενέργεια. Κατόπιν, όπως ένας μαγνήτης, αυτά τα ενεργοποιημένα σημεία εστίασης προσελκύουν περισσότερη ενέργεια από την Παγκόσμια Κοσμική Πηγή Ενέργειας με μορφή μικροσκοπικών επιπλεουσών σφαιρών φωτός. Το μέγεθος αυτών των σφαιρών εξαρτάται από ποία Λατίφα ενεργοποιείται, δεδομένου ότι υπάρχει μια διαφορετική σε μέγεθος σφαίρα για κάθε διαφορετικό χρώμα Λατίφα. Ανάλογα με την ασθένεια, ο θεραπευτής ενεργοποιεί την κατάλληλη Λατίφα που απαιτείται για να θεραπεύσει εκείνη την ασθένεια.
    Στη συνέχεια, η Λατίφα παράγει περισσότερο χρώμα της ενέργειάς του που η ίδια προσελκύει από την Παγκόσμια Πηγή Ενέργειας. Το αποτέλεσμα είναι μια τεράστια διαχυτικότητα μα από λαμπυρίζουσες σφαίρες φωτός που κατεβαίνουν από την Παγκόσμια Πηγή Ενέργειας στο πρόσωπο του θεραπευτή. Μέσω αυτής της πλούσιας χρωματισμένης ενέργειας, ο θεραπευτής ενεργοποιείται στο σημείο όπου ακτινοβολεί τη θερμότητα από το σώμα του μέσω των χεριών του και προβάλλει το φως από το μέτωπό του. Ο πνευματικός θεραπευτής εκπέμπει το φως και την ενέργεια που λαμβάνει από την Παγκόσμια Δύναμη. Ο θεραπευτής τρίβει τις επηρεασμένες περιοχές και αυτός ο συνδυασμός θερμότητας από το χέρι και φωτός από το μέτωπο αρχίζει αμέσως τη θεραπευτική διαδικασία.
    Επίσης υποδεικνύει ότι πρέπει ο ασθενής να μένει μόνος μερικές ώρες κάθε ημέρα χαλαρωμένος πλήρως, επαναλαμβάνοντας αρκετές φορές τα Ιερά Ονόματα του Θεού σε μια ειδική σύνθεση κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Αυτά τα ιερά ονόματα είναι όπως οι ενεργειακοί σπινθήρες που πυρακτώνουν περισσότερο την ροή από την καθολική πηγή ενέργειας.
    Αυτή η πυράκτωση ενεργοποιεί επίσης τα σημεία εστίασης Λαταΐφ που γίνονται αιτία να παράγεται θερμότητα στο σώμα του ασθενή. Αυτή η θερμότητα είναι αρκετά λιγότερη από αυτήν του θεραπευτή, αλλά όμως ικανοποιητική στο να προκληθεί εφίδρωση στον ασθενή.
    Στη φάση αυτή, ο ασθενής δέχεται περισσότερη ενέργεια από τον θεραπευτή για την προώθηση της θεραπείας. Όπως η Σελήνη απεικονίζει το φως του ήλιου επάνω στη γη, έτσι και ο θεραπευτής απεικονίζει την Παγκόσμια Ενέργεια μέσω του σώματός του στον ασθενή. Αυτό παράγει μια κατάσταση απέραντης θερμότητας και πνευματικής αλληλεπίδρασης μεταξύ του θεραπευτή και του ασθενή. Αυτή η διαδικασία επαναλαμβάνεται για αρκετές ημέρες ή ακόμα και εβδομάδες έως ότου ανακτήσει την υγεία του, ο ασθενής. Στη συνέχεια, αφού αποκατασταθεί η υγεία, ξεκινά αυτή της ψυχολογικής επίδρασης που στοχεύει στην ανακούφιση από τον πόνο προτρέποντας τους ενδοκρινείς αδένες να εκκρίνουν τις ορμόνες που ισορροπούν ολόκληρο το σύστημα και αρχίζουν να θεραπεύουν τα ανεπαρκή όργανα, υψώνοντας τον ασθενή στα πιο υψηλά επίπεδα υγείας και πνευματικότητας.

    Συμπέρασμα
    Η ασθένεια σε οποιοδήποτε στάδιο του ενεργειακού πεδίου θα εκφραστεί σε εκείνο το ιδιαίτερο επίπεδο συνείδησης. Κάθε έκφραση της ασθένειας φανερώνεται ως κάποια μορφή πόνου, είτε φυσικού, συναισθηματικού, διανοητικού ή πνευματικού.
    Ο πόνος είναι αυτός που οδηγεί τον αμυντικό μηχανισμό του σώματος για να προειδοποιήσει προς την διορθώσει μιας κατάστασης. Ο πόνος είναι όπως ένα κουδούνι προειδοποίησης στο σύστημά μας που φέρνει την προσοχή μας στο γεγονός ότι κάτι πάει λάθος και μας αναγκάζει να δράσομε. Ο πόνος μας διδάσκει να ζητήσομε βοήθεια και θεραπεία και είναι επομένως, ένα κλειδί στην εκπαίδευση της ψυχής και στη λειτουργία του πνεύματος και της ενέργειας του σώματος.
    Μια περιεκτική προσέγγιση στην ανακούφιση του πόνου και εν γένει στην υγεία, περιλαμβάνεται στην Πνευματική Θεραπευτική που βοηθά πολύ την πρόοδο της σύγχρονης ιατρικής. Ο Πνευματικός Θεραπευτής μπορεί να δει τον όγκο και αυτή η συνοπτική εισαγωγή να βοηθήσει στην προσέγγιση του θέματος από την ιατρική κοινότητα.
    Οι πλούσιες παραδόσεις και επιστήμες, αξίζουν μια μεγαλύτερη εκτίμηση και κατανόηση..

     

  • Τα 24 γράμματα

    ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΥ
    Ἄλφα λιτὰς Χρύσου, λοιμὸν στρατοῦ, ἔχθος ἀνάκτων,
    Βῆτα δ' ὄνειρον ἔχει, ἀγορὴν καὶ νῆας ἀριθμεῖ.
    Γάμμα δ' ἄρ' ἀμφ' Ἑλένης οἴοις μόθος ἐστὶν ἀκοίταις.

nooriya blogger facebook pinterest